pexels Το σαβουάρ βιβρ της καλοκαιρινής ταβέρνας

Το οποίο είναι και το πιο σοβαρό του είδους κι ας μην το έχει γράψει κάποιος ντυμένος πιγκουίνος που περπατάει σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι.

Κακώς το λέμε σαβουάρ βιβρ γιατί ούτε είναι πουθενά γραμμένο, ούτε έχει να κάνει με μια αυστηρή ετικέτα. Είναι περισσότερο μια σειρά από κανόνες καλής παρέας για να περάσουμε όμορφα στις διακοπές ή και πριν από αυτές σε κάποια σύντομη εξόρμηση, είτε αυτή περιλαμβάνει κάποια βουτιά, είτε πάμε κατευθείαν στο ματς. Αλλά όπως και να το κάνουμε, αν το πούμε σαβουάρ βιβρ του δίνουμε ένα παραπάνω κύρος και ίσως πειστούν όσοι χαλάνε τη φάση με τα καμώματά τους να υπακούσουν με τον φόβο ότι μπορεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή κάποιος κύριος από πάνω του με ειρωνικό χαμογελάκι, λινό πουκάμισο και boat shoes για να τους επιπλήξει τρυφερά.

Τι είναι αυτό που μαγεύει τους τουρίστες στις ελληνικές ταβέρνες;

Ξεκινώντας από τα βασικά, να πούμε ότι η καλοκαιρινή ταβέρνα είναι εντελώς διαφορετική κατάσταση από τη χειμερινή, όχι τόσο σαν μέρος, όσο σαν τελετουργικό. Το αν μιλάμε για ψάρι ή παϊδάκι έχει μικρή σημασία, αμφότερα μενού είναι 12μηνα και 24/7 και μάλιστα δύναται να συνδυαστούν. Αυτό που αλλάζει από χειμώνα σε καλοκαίρι είναι διάθεση, η θερμοκρασία, αλλά και το context της εξόδου. Κάποια πράγματα είναι κοινά, και κάποια άλλα όχι. Ας πάμε να τα δούμε με τη σειρά.

First things first όπως θα έλεγε και ο Μιχάλης Λιάπης στην πρόποση που ευχόταν «Στην υγειά to everybody», έχει μεγάλη σημασία η επιλογή της τοποθεσίας της ταβέρνας. Το καλοκαίρι δεν έχουμε την πολυτέλεια που έχουμε τον χειμώνα για να παμε στην άκρη του πουθενά δύο ώρες με το αμάξι για να φάμε εκείνο το κατσικάκι που έχει μεγαλώσει τρώγοντας μόνο θιβετιανό πουρνάρι και μολόχες Δημητσάνας. Το καλοκαίρι οι ρυθμοί πέφτουν και ειδικά αν έχει προηγηθεί μπάνιο και ζαβλάκωμα στον ήλιο, πρέπει να βγει ο χάρτης. 

 

 

Χοντρικά πρέπει να βάλουμε δύο σημεία στον χάρτη, ένα στο σημείο από το οποίο ξεκινάμε και ένα στο σημείο όπου βρίσκονται κοντά τα σπίτια μας. Δεν γίνεται να ξεκινήσουμε από το Σούνιο και να πάμε να φάμε στη Δραπετσώνα και μετά να γυρίσουμε στο Μαρούσι. Η ταβέρνα που θα πάμε πρέπει να βρίσκεται ιδανικά στο μέσο της απόστασης μεταξύ μπάνιου ή όποιας άλλης καλοκαιρινής δραστηριότητας και των σπιτιών. Τώρα αν τα σπίτια της παρέας είναι πιο σκόρπια κι από τα μαλλιά ελεγκτή ΚΤΕΛ με χωρίστρα-καραφλοδάνειο, ας κάνουμε έναν έντιμο συμβιβασμό και ας ορίσουμε ένα σημείο που δεν ξεβολεύει τους περισσότερους. 

Είναι πολύ σημαντικό να βάλουμε την απόσταση κάπου στο μέσο, γιατί δεν γίνεται να μας κόψει η λόρδα μέχρι να φτάσουμε, αλλά δεν γίνεται και να έχουμε πολλή απόσταση μετά που θα προσπαθούμε να χωνέψουμε μέσα στη ζέστη με την κοιλιά να φλερτάρει με το τιμόνι και το πρώτο κουμπί του παντελονιού να έχει την ίδια χρησιμότητα με ένα γυάλινο σφυρί. 

Γιατί το σαγανάκι είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να παραγγείλεις σε μία ταβέρνα

Έχοντας βρει τον ιδανικό προορισμό, πρέπει να πάμε στο άλλο δύσκολο κομμάτι που αφορά το μέγεθος της παρέας. Εδώ δεν χωρούν κατηγορίες για σνομπισμούς και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Το ότι πήγαμε στην παραλία σαν να είμαστε πρωτοετείς σε τσιπουράδικο ή ότι βρήκαμε εκεί φίλους, γνωστούς, έναν ξάδερφο ασφαλιστή και έναν παλιό συμμαθητή που προσπάθησε να μας πουλήσει απορρυπαντικά μιας πυραμίδας, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάμε και για φαγητό μπουλουκηδόν. 

Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή που αχνοφαίνεται λίγο μετά από τα 6 άτομα. Στα 7 άτομα αρχίζει η δυσκολία, στα 8 αν είναι καλή η παρέα και υπάρχει οργάνωση, μπορεί να δουλέψει. Από τα 8 και πάνω μιλάμε για ένα μαρτύριο που μπορεί να κάνει οποιοδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο να νοσταλγήσει το φαγητό του στρατού, ακόμα κι αν είναι στην καλύτερη ψαροταβέρνα με το πιο φρέσκο ψάρι. Μπορεί να κάνει αντικοινωνικό ακόμα και τον πιο πρόσχαρο PR agent που έχει μόνιμα το χαμόγελο του Jack Nicholson στον ρόλο του Joker . Για όνομα, μην πάτε μεγάλες παρέες στην ταβέρνα. 

 

 

Στα τεράστια τραπέζια θα κάνετε μισή ώρα να αποφασίσετε τι θα φάτε, άλλη μισή για να παραγγείλετε στον σερβιτόρο που πολύ θα ήθελε να βγάλει τα νύχια του με πένσα αντί να ακούει για τις αλλεργίες του ενός, τις απορίες για το αν η σκορδαλιά έχει καρύδι, αν υπάρχει μπιφτέκι γαλοπούλας και τι διαφορά έχει το ζυγούρι από την αντιλόπη. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συνεννοηθείτε, ακόμα κι αν πάτε σε αυτά τα ιστορικά μαγαζιά που έχουν μια σαλάτα και δύο κυρίως, δεν θα καταφέρετε να αποφασίσετε τις ποσότητες. 

Μιλώντας για ποσότητες είναι καλό να λάβουμε υπόψη το ιστορικό της παρέας, χωρίς καμία μνησικακία αν κάποιος έφαγε περισσότερο ή αδικήθηκε στον λογαριασμό κάποια άλλη φορά. Αν υπάρχει δίλημμα στο ένα ή δύο, ζυγίστε τον φαγανό της παρέας που μπορεί να το άνοιξε την όρεξη η θάλασσα και η εξοχή, και πράξτε αναλόγως και πάτε για το δύο. 

Μην καλείτε στο τραπέζι σας όσους δεν τρώνε τζατζίκι

Σε ότι αφορά τις ποιότητες, εδώ θέλει προσοχή. Δεν μιλάμε για το αν είναι καλό ή όχι το φαγητό, είναι αυτονόητο ότι έχουμε διαλέξει καλό μαγαζί, μιλάμε για τη σύνθεση της παραγγελίας. Το καλοκαίρι ευνοείται το στη μέση περισσότερο από τον χειμώνα. Ελάχιστοι παίρνουν δικό τους πιάτο, ακόμα και οι βίγκαν θα φάνε από τις σαλάτες και τις χορτοφαγικές επιλογές που δίνει το ελληνικό καλοκαίρι. Το δύσκολο είναι στον συνδυασμός για να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι. Είναι προτιμότερο να φτιάξουμε μια ποικιλία που να βολεύει τους περισσότερους στην παρέα με λιγότερους κωδικούς, αλλά να τα πάρουμε διπλά. Δηλαδή ας πάρουμε το ελάχιστο κοινό παρονομαστή επί δύο για να σιγουρευτούμε ότι θα φάμε όλοι. Αν οι περισσότεροι στην παρέα δεν τρώνε αχινούς (πολύ κακώς γιατί οι αχινοί είναι κάτι το καταπληκτικό) ας δώσουμε τόπο στην οργή και ας πάρουμε τηγανητό κολοκυθάκι που το τρώνε όλοι.

Το θέμα στην ταβέρνα είναι να περάσει καλά η παρέα και μετά να κορέσουμε την πείνα μας. Στην τελικά τσιμπάμε μόνο όλοι μαζί τσουγκρίζουμε και μισό ποτήρι και διαλυόμαστε ησύχως και συνεχίζουμε σπίτι τρώγοντας ό,τι μας κάνει όρεξη, ακόμα και κατεψυγμένη πίτσα πάνω από τον νεροχύτη, ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε. 

Το τελετουργικό της ταβέρνας μετά τη θάλασσα

Στην υπηρεσία της καλής παρέας είναι και το τέλος με τον λογαριασμό. Ο κανόνας δια του τόσο είναι ο χρυσός κανόνας, αλλά όπως πρέπει να συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις ας κάνουμε μια ξήγα στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί στη φράση που θα πει ο σερβιτόρος «γλυκό ή φρούτο να φέρω», το πιο μάταιο ερώτημα όλων των εποχών, αφού όλοι λένε γλυκό, ακόμα κι αν είναι κρουασάν περιπτέρου που το έχει πατήσει ταξί, και της στιγμής που θα έρθει ο λογαριασμός. 

Όποιος για Χ, Ψ λόγο δεν έφαγε έναν πτεροδάκτυλο όπως όλοι οι υπόλοιποι, πρέπει να βγει από τη δύσκολη θέση και να τον εξαιρέσει αυτός που ζήτησε τον λογαριασμό ή να πει ένα δώσε τόσα λιγότερα. Εκεί έχει σοβαρή ευθύνη αυτός που ζητάει τον λογαριασμό να προλάβει και αυτόν που κανονικά δεν έπρεπε να τον καλέσετε για να μην πει «εγώ έφαγα τέσσερις πατάτες, ένα πλοκάμι χταποδιού, τρεις μαρίδες, μία κουταλιά τζατζίκι και έκανα πέντε φορές παπάρα στη σαλάτα, αλλά δεν έφαγα από αυτή, άρα θα δώσω 23,90€ σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου»

Έτσι με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις μοιράζεται δίκαια ο λογαριασμός για να υπάρξει σύντομα εκ νέου παρόμοια συνάντηση χωρίς περιττά δράματα και γκρίνιες, λόγω και της ζέστης που αυξάνει εκθετικά τη δυσφορία.    



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved