Ένας άντρας δεν ξεχνάει ποτέ το πρώτο του μεροκάματο

Οι συντάκτες του Ratpack γυρίζουν πίσω το χρόνο και θυμούνται την πρώτη φορά που ανταμείφθηκαν για κάποια εργασία τους. Όποια και αν ήταν αυτή.

Ένας άντρας ποτέ δεν ξεχνά την πρώτη φορά που του έκανε κάτι εντύπωση στη ζωή του. Από το πρώτο του αυτοκίνητο, την πρώτη φορά με γυναίκα, τα πρώτα βήματα ή λόγια του παιδιού του και πολλά άλλα παρόμοια. Αν υπάρχει όμως κάτι που ενώνει τους περισσότερους αυτό είναι η πρώτη στιγμή που νιώσαμε πραγματικά σημαντικοί κάνοντας κάποιου είδους εργασία η οποία στη συνέχεια μας αντάμειψε με τα πρώτα μας χρήματα. Ακόμα και αν δεν ήταν το επάγγελμα που επρόκειτο να ασχοληθούμε στο μέλλον, οι περισσότεροι σε νεαρή ηλικία κάναμε κάτι για το οποίο είδαμε για πρώτη φορά την όψη του χρήματος. 

 

 

Αφού σύμφωνα με το λαϊκό άσμα «η δουλειά κάνει τους άντρες» στο Ratpack θυμηθήκαμε τα χρόνια πριν μας κερδίσει το πληκτολόγιο και τα γράμματα, στη μέρα εκείνη που πληρωθήκαμε για πρώτη φορά από κάποιον εργοδότη.

 

Προπονητής από σπόντα ο Μάριος Βλαβιανός

Τα πρώτα μου χρήματα ε; Χμμ... Ήταν ένα ζεστό πρωινό Σαββάτου, το μακρινό πλέον 2013. Κοιμόμουν ως «φοιτητής» τότε και πίστευα πως θα κοιμηθώ μέχρι το μεσημέρι για να ξεκινήσει ακόμα μια μέρα κραιπάλης, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Όμως λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Όπως και τώρα, έτσι και τότε, αγωνιζόμουν για την ομάδα βόλεϊ του Πανιωνίου, οπότε υπήρχε μια επαφή με τους ανθρώπους των ακαδημιών του Συλλόγου. Και γύρω στις 9:00 χτυπάει το τηλέφωνο. «Καλημέρα Μάριε, θα μπορούσες να αντικαταστήσεις τον προπονητή των ακαδημιών για σήμερα, διότι του έτυχε κάτι;».

 

 

Η πρώτη μου σκέψη ήταν: «Λεφτά» και λέω αμέσως το μεγάλο «ναι!», χωρίς να λογαριάσω της συνέπειες. 9:50 βρίσκομαι στο κλειστό γήπεδο, προκειμένου να βγάλω όπως πίστευα, τα ευκολότερα χρήματα της ζωής μου. Πόσα λίγα ήξερα... Από τις 10:00 μέχρι και τις 15:00, συνολικά 100 παιδάκια ηλικίας 6-9, να μου κάνουν το μυαλό μαρμελάδα και εγώ να προσπαθώ να τους βάλω να παίξουν μια μπάλα. Με κάποια είχα ας πούμε καλή συνεργασία. Κάποια άλλα, μάλλον τώρα έχουν κόψει κάθε επαφή με τον αθλητισμό, καθώς έμοιαζα στα μάτια τους, ως άλλος τύραννος των αγωνιστικών χώρων. Εν τέλει, αφού επιβίωσα, κέρδισα τα πρώτα μου χρήματα. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που ασχολήθηκα και θα ασχοληθώ με παιδάκια.

 

Στα χνάρια του Sean Connery o Βασίλης Κουρουμιχάκης. Όχι όμως ως 007

Το πρώτο μου χαρτζιλίκι το έβγαλα σαν κοράκι. Όχι δεν έγινα διαιτητής σε στημένους αγώνες τοπικού πρωταθλήματος, το άλλο είδους κοράκι έγινα. Ως δεύτερης γενιάς εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα πέρασα κι εγώ τα περισσότερα καλοκαίρια της τρυφερής μου ηλικίας στο χωριό. Το χωριό του πατέρα μου βρίσκεται κάπου μεταξύ Διδυμοτείχου και Σουφλίου και κάποιος κανονικός άνθρωπος το έχει δει μόνο από το πίσω μέρος μιας Καναδέζας που εκτελούσε το παραπάνω δρομολόγιο και δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο αξιοθέατο. 

Όπως τα περισσότερα χωριά της περιοχής έχει ένα πολύ υψηλό μέσο όρο ηλικίας μονίμων κατοίκων και αυτό νομοτελειακά σημαίνει και μεγάλο αριθμό κηδειών. Στις κηδείες αυτές το πένθος προς τον εκλιπόντα δεν πρωταγωνιστεί. Η νεκρώσιμη πομπή είναι κυρίως αφορμή για ένα ιδιότυπο reunion αναπολώντας ιστορίες από τη ζωή του νεκρού. Η μοναδική νεανική νότα σε αυτή την πομπή είναι οι ελάχιστοι νέοι άνδρες του χωριού που έχουν στους ώμους τους το φέρετρο και τα ακόμα πιο νέα αγόρια που προπορεύονται κρατώντας τα εξαπτέρυγα. 

 

 

Χωρίς νέα παιδιά μονίμους κατοίκους, το χρέος των εξαπτέρυγων περνούσε σε εμάς τους «τουρίστες». Η οικογένεια του θανόντος τύλιγε σε ένα μαντήλι ένα συμβολικό ποσό που κυμαίνονταν από 1000 ως 3000 δραχμές και μας το έδεναν στο χέρι που κρατούσε το εξαπτέρυγο. Ένιωθα κάπως σαν τον Χάροντα, που έπαιρνε τον οβολό για να περάσει την ψυχή στον άλλο κόσμο. 

Το γεγονός ότι δεν είχα χάσει ακόμα κάποιο κοντινό πρόσωπο και το γεγονός ότι δεν ήταν βαριά η ατμόσφαιρα από το πένθος, δεν μου άφηνε κανένα μακάβριο αίσθημα μετά. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι είχα δικά μου λεφτά για να πάρω όσα παγωτά και πορτοκαλάδες ήθελα από το καφενείο, ξεφεύγοντας από τον αυστηρό δημοσιονομικό έλεγχο της γιαγιάς μου. Στην τελική κοτζάμ Sean Connery κουβαλούσε φέρετρα πριν γίνει διάσημος.

 

«Ρομαντικός» οικοδόμος ο Στέλιος Παπαγρηγορίου 

Τα πρώτα μου λεφτά τα έβγαλα στην οικοδομή με τον πατέρα μου. Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στο τρομερά δυσοίωνο '99 - όλοι προετοιμαζόμασταν για εκείνο το φημισμένο Y2K το οποίο και θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στους υπολογιστές μας. Τρομερό φιάσκο και μπορώ να πω πως μάλλον απογοητεύτηκα τότε, καθώς έκανα σκοπέτο για να κοιτάω την οθόνη να δω πότε θα εκραγεί.

Αλλά ας μπούμε στο θέμα μας επιτέλους...

Το γιαπί δεν είναι ότι καλύτερο και το να τραβάς όλη μέρα καλώδιο κι ατσαλίνα που τα 'χεις βουτήξει στο απορρυπαντικό πιάτων για να γλιστράνε και να περνάνε από τις αιχμηρές γωνίες που σχημάτιζαν τα τούβλα σου αφήνει μία αίσθηση στα χέρια που δεν θέλεις να θυμάσαι. Η σκόνη είναι παντού και τίποτα δεν σε προστατεύει από το κρύο και τη ζέστη.

Το κομπρεσέρ σου τρυπάει τον εγκέφαλο, το σφυρί και το καλέμι σου πληγιάζει τα νύχια, ειδικά αν νυστάζεις και χτυπάς στο γάμο του καραγκιόζη, οι πρίζες θέλουν μαστοριά για να συνδεθούν κι όταν κάτι δεν πάει καλά με τον ηλεκτρικό πίνακα πρέπει να τα ξηλώσεις όλα από την αρχή.

 

 

Εγώ ο ίδιος το είχα πάρει απόφαση πως έπρεπε να βοηθήσω τον πατέρα μου στη δουλειά, χωρίς να ξέρω γιατί, κάτι σαν ένστικτο του γιου που θέλει να μοιάσει στον πατέρα. Φυσικά η μάνα μου με είχε προειδοποιήσει πως δεν επρόκειτο να μου αρέσει εκεί.

Και φυσικά είχε δίκιο. Βέβαια τώρα που κοιτάω τα πράγματα από μία σχετική χρονική απόσταση μπορώ να διακρίνω τα πάντα με μεγαλύτερη συναισθηματική διαύγεια. Η οικοδομή εκείνη την δεδομένη περίοδο είχε ακόμη κάτι το έντονα ρομαντικό που πλέον έχει αρχίσει να ξεφτίζει από τη ζωή μου, κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να το ξαναζήσεις στις μέρες που ζούμε, κάτι πολύ ταπεινό και κοντά στη γη κατά μία έννοια, κάτι σχεδόν αρχαϊκό.

Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι οι αμέτρητοι σπαστοί καφέδες, το παριζάκι και το τυρί που τρώγαμε στο μεσημεριανό διάλειμμα μαζί με τους υπόλοιπους εργάτες και τα λάθρα τσιγάρα που έκλεβα από το πακέτο του πατέρα μου και τα κάπνιζα πίσω από το γιαπί καθισμένος στα βουνά από άμμο και χαλίκι. Ότι πιο νόστιμο έχω γευτεί σαν εμπειρία. Τότε βέβαια είχα διαφορετική άποψη, αλλά τώρα μου μοιάζει σαν αποκάλυψη.

Έτσι βγήκαν τα πρώτα μου χρήματα κι ήταν αρκετά.

 

Υδραυλικός από το πουθενά ο Δημήτρης Δρίζος  

Τα πρώτα μου δουλεμένα λεφτά... Δεν θα σας πω, που όταν ήμουν μικρός με έπαιρνε μαζί ο μπαμπάς στα ταξίδια με το φορτηγό και όταν γυρνούσαμε σπίτι μου έδινε 500 δραχμές για μεροκάματο, ενώ κοιμόμουν σε όλη τη διαδρομή.

Θα σας γυρίσω πίσω στο μακρινό 2010. Βλέπετε δουλειά σαν δημοσιογράφος δεν είχα και ως γνωστόν καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Ίσα-ίσα που περνούσα καλύτερα τότε σαν... υδραυλικός. Ναι, υδραυλικός. Δούλευα με έναν φίλο, με μεροκάματο 30 ευρώ. Φυσικά δεν είχα μεγάλη ιδέα, αλλά έμαθα γρήγορα. Ώσπου πήραμε μια μεγάλη δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στην Πλάκα: Να αλλάξουμε το λεβητοστάσιο. Η δουλειά μου για 5 μέρες ξεκάθαρη: Κουβαλούσα μπάζα. Πολλά μπάζα. 12 ώρες δουλειά, γύρναγα σπίτι πτώμα. Μετά ήρθαν τα πιο πρακτικά: Κόψιμο στους σωλήνες, πρεσάρισμα τα νερά, πήγαινα για υλικά. ΟΚ, το πώς δεν έκοψα κανα δάχτυλο με τον τροχό είναι θαύμα, αλλά τα κατάφερα.

Ώσπου ήρθε η ημέρα της πληρωμής. Αφού ο Κυριάκος (καλή του ώρα) με άφησε σπίτι, έβγαλε να με πληρώσει για δουλειά 8 ημερών: 320 ευρώ συν ένα πουρμπουάρ που είχα πάρει από τον ξενοδόχο.

Τι τα έκανα; Την επόμενη ημέρα πήγα να πάρω κάτι όμορφο για την κοπέλα μου και τα ρέστα... τα φάγαμε μαζί!

 

Διευθυντής... Παραλίας ο Χρήστος Κάβουρας

Τι κάνουν όλοι οι έφηβοι μόλις τελειώσουν τη «θητεία» τους στα θρανία; Φεύγουν διακοπές προφανώς. Τι είχα κάνει εγώ μετά την τελευταία ημέρα της Γ' Λυκείου; Ξεκίνησα να δουλεύω σε κατασκήνωση. Βλέπεις δεν είχα πάει καλά στις Πανελλήνιες οπότε δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να ξεδώσω ή αντίστοιχα να ξεκουραστώ, αλλά περισσότερο ανάγκη με κάτι να ασχοληθώ. Και αυτή η ενασχόληση μου κόλλησε μάλιστα και τα πρώτα μου ένσημα. Από τους καφέδες με τους συμμαθητές, στην 24ωρη -γιατί ήταν όντως 24/7- με παιδιά 6 έως και 14 ετών για 6 σερί βδομάδες. Μόνο μη φανταστείς ότι μοναδικό μου μέλημα ήταν να τα συνοδεύω, να τα κοιμίζω και να τα προσέχω όλη μέρα. Τουναντίον.

 

 

Κάθε μέρα 7 το πρωί ήμουν ξύπνιος, φόρτωνα την καρότσα με 3 κανό, 6 ομπρέλες, καμιά 25αριά σωσίβια και άπειρα ακόμα πράγματα για τις ασχολίες τους, μετά πήγαινα στην παραλία έστηνα τις ομπρέλες προκειμένου να πιάσω χώρο, ετοίμαζα τα Optimist -μικρά ιστιοπλοϊκά για όσους δεν γνωρίζουν - και στη συνέχεια επέβλεπα μαζί με τους συναδέλφους περίπου 180 παιδιά μέχρι να έρθει η ώρα να πάνε πίσω στην κατασκήνωση για μεσημεριανό. Ένας «Διευθυντής Παραλίας» με λίγα λόγια. Το ίδιο συνέβαινε και στις απογευματινές τους δραστηριότητες, ακόμα και αν αυτές ήταν μακριά από την παραλία.

Μπορεί να μην πήγα στη Μύκονο, την Πάρο ή την Ίο όπως όλοι συμμαθητές μου, ή να ξυπνούσα στις 7 π.μ. την ώρα που όλοι οι φίλοι μου έστελναν καλημέρα στις 7 το απόγευμα, ωστόσο αυτό το όμορφο συναίσθημα της όψης ενός πάκου με 50ευρα στο τέλος των 6 εβδομάδων δύσκολα ξεχνιέται. Πιο πολύ όμως γιατί είδα πως μπορώ να ανταπεξέλθω σε μια δύσκολη κατάσταση όπως η καθημερινή ενασχόληση με τα μικρά παιδιά. Ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω στον εαυτό μου στα 18 μου.    

 

Οδηγός στο τρενάκι του... τρόμου ο Κώστας Χρήστου

Αν δεν έχεις βύσμα στη δουλειά των ονείρων σου ή μπαμπά που να έχει μετοχές στην Giant του Γιάγκου Δράκου, το πιο πιθανό είναι να μη γνωρίζεις πως θα βγάλεις τα πρώτα σου λεφτά. Έχω κάνει πολλές δουλειές στη ζωή μου αλλά τα πρώτα χρήματα που μπήκαν στην τσέπη ήταν χάρη σε ένα λούνα παρκ. Ήμουν υπεύθυνος για το τρενάκι που έμπαιναν τα πιτσιρίκια κάτω των 9 ετών, μία βαρετή κυκλική διαδρομή που την είχαν τοποθετήσει ακριβώς δίπλα στο Στοιχειωμένο Σπίτι/Τρενάκι του τρόμου.

 

 

Η αμοιβή μου ήταν 12 χιλιάδες δραχμές το Που-Σου-Κου και η πιο συχνή παρατήρηση που μου έκαναν ήταν ότι το πήγαινα αρκετά γρήγορα. Ήμουν 15 χρονών για να μπω στη διαδικασία να με πιάσουν τα ψυχολογικά μου και ο μηδενισμός για τη ζωή, αλλά το να είσαι χειριστής σε μία από τις πιο βαρετές διαδρομές τρένου που έχεις δει στη ζωή σου δεν σε γεμίζει και με μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον. Άλλωστε το να βλέπεις για 8 ώρες ένα τρένο να κάνει γύρω γύρω και να αναρωτιέσαι γιατί αρέσει τόσο πολύ στα παιδάκια, είναι μία μικρή αρχή για όλα εκείνα τα δυσνόητα πράγματα που δεν έχουν έρθει ακόμη και δεν θα καταλάβεις ποτέ.

Ήταν μία δουλειά βαρετή, μία δουλειά μη εξελίσσιμη, μία δουλειά που αν κάπνιζα θα έκανα δυόμιση πακέτα την ημέρα. Κράτησε μόνο ένα καλοκαίρι και άφησε πίσω της ένα μεγάλο κουσούρι. Σιχαίνομαι τα λούνα παρκ.

 

BONUS: Και μία γυναίκα...

 

Η Σοφία Μαυραντζά πληρώθηκε σε... κουμπαρά

Ήμουν στο τέταρτο έτος της σχολής όταν αποφάσισα να εργαστώ στην τοπική εφημερίδα της πόλης που έτυχε να σπουδάζω. Έναν ολόκληρο χρόνο με είχαν στο «περίμενε», λέγοντάς μου «ότι η πρόσληψή θα γίνει μεσοπρόθεσμα». Μέχρι που googlαρα τι σημαίνει «μεσοπρόθεσμα», ψάχνοντας σε blog την έννοια που δίνει ο καθένας στον όρο, μήπως κάτι δεν αντιλαμβανόμουν ορθά. Τελικά, τα πρώτα μου χρήματα τα πήρα μετά από έναν χρόνο, σε έναν φάκελο για «Καλά Χριστούγεννα» (500 ευρώ) και η «απληρωσιά» συνεχίστηκε. Έφτασα να εργάζομαι το πρωί δημοσιογράφος και το βράδυ μέσα/έξω και επί τα αυτά σε μπαρ/καφετέριες και... πλοία (έκανα τη σερβιτόρα... σαμπάνιας σε εκδηλώσεις σε σκάφη).

 

 

 

Αποφάσισα να σοβαρευτώ και να εργαστώ ως καθηγήτρια (το πρώτο πτυχίο μου) σε ιδιωτικό σχολείο και με τα πρώτα 850 ολόκληρα ευρώ που έβγαλα από τη δουλειά μου (ήταν δουλειά αυτό, δεν ήταν εργασία -σας το ορκίζομαι) νοίκιασα ένα σπίτι με 200 ευρώ το μήνα, σε ημιόροφο που έβλεπε στον ακάλυπτο.

Τελικά με προσέλαβαν στην εφημερίδα. Και με πλήρωναν σε 2ευρα. Παραλάμβανα μια σακούλα γεμάτη 2ευρα. Για χρόνια. 2ευρα μόνο. Πλήρωνα το ενοίκιό μου σε 2ευρα. Μέχρι σήμερα βλέπω 2ευρω και θέλω να το εξαφανίσω, να το πατήσω κάτω, να το μασήσω.

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved