Σε ένα βαθμό φταίει ο Τζούμας για τις βλακείες που ακούμε κάθε μέρα

Ο πολύπειρος σχολιαστής δεν θα μπορούσε να πει κάτι πιο άστοχο αποκαθηλώνοντας ο ίδιος τον εαυτό του με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο.

Θυμάστε κάποτε μια εποχή που μας έδινε η γιαγιά μας ένα κατοστάρικο, αυτό με τον Μέγα Αλέξανδρο πάνω, και πηγαίναμε στο καφενείο του χωριού να πάρουμε το καθιερωμένο παγωτό που μας επέτρεπε ο σφιχτός προϋπολογισμός της σύνταξης του ΟΓΑ; Στη διαδρομή μεταξύ ψυγείου και ταμείου, στον άτυπο διάδρομο που χώριζε τη σάλα του καφενείου στη μέση, γίναμε για πρώτη ίσως φορά μάρτυρες αυτού που αργότερα μάθαμε ότι λέγεται «κοινωνικός σχολιασμός». Ένας μάλλον χαριτωμένος τρόπος για να περιγράψεις το φαινόμενο εκείνο όπου διάφοροι ημιεγγράμματοι έβγαζαν φιλιππικούς για όλα τα κακώς κείμενα που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία. 

Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο ενωμοτάρχης της περιοχής καθόριζε την ατζέντα αυτής της ιδιοσυγκρασιακής εκκλησίας του δήμου, και ο άνεμος της ελευθεριότητας στη συζήτηση ανταγωνιζόταν αυτόν που πάσχιζε να δροσίσει τα καλοκαιρινά μας απογεύματα. Το θέαμα ήταν ελαφρά εξωτικό στα παιδικά μας μάτια, κάτι τύποι που μας είχαν πει ότι πρέπει να τους σεβόμαστε και μόνο όταν μεγαλώσαμε αρκετά συνειδητοποιήσαμε ότι λένε ένα κάρο ασυναρτησίες. Δεν χρειάστηκε να μεγαλώσουμε αρκετά, το απολυτήριο γυμνασίου ήταν αρκετό. Ε, κάτι ανάλογο συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, κορυφώθηκε στη δεκαετία του ‘90 και έσκασε με πάταγο στα 00s στον δημόσιο λόγο. 

Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η αναπόφευκτη εξωστρέφεια που έφερε μαζί της είδε ένα ολόκληρο έθνος με ένα «κατοστάρικο» στην τσέπη να προσπαθεί να υλοποιήσει το δικό του Greek Dream. Στα παιδικά αυτά βήματα της ελληνικής κοινωνίας υπήρξαν άπειροι τύποι οι οποίοι θεώρησαν εαυτούς ειδήμονες της εξωστρέφειας και ανέλαβαν τον άχαρο ρόλο της διαπαιδαγώγησης του έθνους. 

 

 

Σε ραδιόφωνα, τηλεόραση, περιοδικά, εφημερίδες αναπτύχθηκε εκείνο το είδος soft διανοούμενου που θα λειτουργούσε ως γέφυρα μεταξύ της «Ψωροκώσταινας» και της Εσπερίας. Θα μπορούσε κανείς να του παραλληλίσει με τους εκλαϊκευτές της νεαράς ΕΣΣΔ που όργωναν την αχανή επικράτειά της απαγγέλοντας άρθρα της Πράβντα στους κουλάκους που δεν ήξεραν ακόμα γραφή και ανάγνωση.

Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των τύπων ήταν οι σπουδές σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη. Το πτυχίο τους δεν ήταν ο κολοφώνας του βιογραφικού τους, όσοι το πέτυχαν αυτό έγιναν τεχνοκράτες άλλωστε. Αυτοί ρούφηξαν τον αέρα της Ευρώπης και αποστολή τους ήταν μας δώσουν το φιλί της ζωής μαζί με μια εσάνς ζεστής μπαγκέτας που σπάει την κρούστα της γκρατιναρισμένης κρεμμυδόσουπας.

Βέβαια η πορεία προς τον εξευρωπαϊσμό του έθνους κράτησε πολύ λιγότερο από όσο θα περίμεναν όλοι αυτοί οι σύγχρονοι Πυγμαλίωνες και η οικονομική κρίση εντελώς τυχαία έπεσε μαζί άλλα, πιο ευτυχή γεγονότα για την ελληνική κοινωνία. 

 

 

Η Ευρώπη ήρθε πράγματι πιο κοντά. Τα προγράμματα Erasmus, η δεύτερη ξένη γλώσσα, τα φτηνά αεροπορικά, το Ευρώ, το ίντερνετ, η Σένγκεν και άλλα πολλά μας έδειξαν ότι η Ευρώπη τελικά δεν ήταν και κάτι δα το φοβερό και τρομερό για να έχουμε ανάγκη από κηδεμόνες και «εκλαϊκευτές». Μοιραία όλοι αυτοί οι απίθανοι τύποι αναγκάστηκαν σε μια βίαιη αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού πιάνοντας στασίδι ενός glorified καφενειακού κοινωνικού σχολιασμού. 

Ένας πραγματικός διανοούμενος παράγει σκέψη, προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και συνεχίζει να ανοίγει δρόμους. Όσοι απλά θέλουν να μας πουν πόσο γαμάτο ήταν το Παρίσι και η Νέα Υόρκη πριν από 40 χρόνια, δεν έχουν να μας πουν πολλά πράγματα ακόμα, ειδικά από τη στιγμή που είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια να φτιάχνεται από την αρχή ένα Βερολίνο.

Το κοινό του Τζούμα έχει ενηλικιωθεί για τα καλά και τον αφήνει μόνο του στο καφενείο να γκρινιάζει για τα πάντα επειδή στην πραγματικότητα κανείς δεν τον παίρνει πια στα σοβαρά. Αυτή η άρνηση της πραγματικότητας κάνει πιο γρήγορη τη μετάλλαξη της edgy εξυπνάδας σε σκέτη χοντράδα. Δεν πειράζει όμως, είναι μια χρήσιμη διαδικασία που επιταχύνει την έξοδο από τον δημόσιο λόγο σαν καταλύτης. 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved