«Σοκ, θρήνος, παγωμάρα, μαυρίλα». Άραγε υπάρχουν κλισέ που μπορούν να περιγράψουν την είδηση ενός παιδιού που δολοφονείται στο όνομα του οπαδισμού; Αισθάνομαι πως αυτό το άρθρο έχει γραφτεί ξανά και ξανά ως κατηγορώ για τις παθογένειες της κοινωνίας. Απαίδευτη κοινωνία, αδιάφορη Πολιτεία και ευχολόγια ώστε ο 20χρονος στη Χαλκίδα να είναι το τελευταίο θύμα αυτής της θλιβερής κατάστασης. Η είδηση που κυριαρχεί στα αθλητικά sites -δυστυχώς- έρχεται από το αστυνομικό δελτίο. Ένα ακόμη παιδί χάθηκε. Ένα ακόμη όνομα προστέθηκε στη μαύρη λίστα μιας Ελλάδας που σκοτώνει για ομάδες, για χρώματα, για «ανήκειν». Ένας 20χρονος στη Χαλκίδα μαχαιρωμένος για τα οπαδικά. Για κάτι που, υποτίθεται, έχει να κάνει με πάθος, αγάπη, κοινή ταυτότητα. Και όμως, έγινε αίμα, έγινε πόνος, θα γίνει κηδεία.
Και δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε καν η δεύτερη. Είναι απλώς άλλη μια σελίδα στο ίδιο βιβλίο βίας, ανοχής και υποκρισίας που ξεφυλλίζουμε κάθε φορά με σοκ και απορία, λες και δεν ξέραμε. Λες και δεν έχουμε δει το έργο εκατό φορές.
Αλλά η αλήθεια είναι πως το ξέρουμε πολύ καλά.
 Ξέρουμε πώς ξεκινάει: με μια βρισιά, μια φανέλα, ένα βλέμμα.
 Ξέρουμε πώς κορυφώνεται: με ένα ραντεβού, με πέτρες, με μαχαίρια.
 Ξέρουμε και πώς τελειώνει: με ένα παιδί κάτω, μια μάνα να ουρλιάζει, και μια κοινωνία να «σοκάρεται».
Το ίδιο σοκ που θα περάσει σε 24 ώρες. Όσο διαρκεί ένα story.
Οπαδισμός ή συλλογική παράκρουση;
Δε μιλάμε για «οπαδικό πάθος» πια. Μιλάμε για ένα παραμορφωμένο καθρέφτη ανδρισμού, για μια στρεβλή αίσθηση ταυτότητας που καλλιεργείται χρόνια μέσα σε γήπεδα, σε συνδέσμους, σε κοινωνίες που έχουν μάθει να βρίσκουν εχθρούς αντί για κοινότητες. Οπαδική βία σημαίνει βία που βαφτίστηκε «πίστη». Γιατί ο οπαδισμός στην Ελλάδα δεν είναι απλώς χόμπι. Είναι καταφύγιο. Είναι τρόπος να ανήκεις κάπου όταν δεν ανήκεις πουθενά. Και όσο η κοινωνία δεν προσφέρει άλλους τρόπους να νιώσουν οι νέοι σημαντικοί, να διοχετεύσουν την ένταση, τη θυμηδία, την οργή τους, τόσο θα βρίσκουν νόημα σε ένα κασκόλ, σε ένα σύνθημα, σε έναν ψευτοπόλεμο που τους δίνει ταυτότητα.
Και εκεί, κάπου, χάνεται η μπάλα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Το γήπεδο έξω από το γήπεδο
Όλοι μιλούν για το «πώς μπήκε το μαχαίρι». Κανείς δε μιλά για το πώς μπήκε στο μυαλό τους. Πώς ένα παιδί 20 ετών έγινε στόχος και πώς άλλα παιδιά, ίδιας ηλικίας, θεώρησαν φυσιολογικό να τον κυνηγήσουν, να τον μαχαιρώσουν, να τον αφήσουν να πεθάνει στο δρόμο.
Αυτό δεν είναι «ακραίο περιστατικό». Είναι κοινωνική παθολογία. Γιατί κάθε φορά που βλέπουμε βία στα γήπεδα και λέμε «έλα μωρέ, μεταξύ τους είναι», κάθε φορά που αφήνουμε τα συνθήματα μίσους να γεμίζουν τις κερκίδες και γελάμε, κάθε φορά που χειροκροτούμε την «μαγκιά» του δικού μας, συντηρούμε το τέρας.
Η Ελλάδα έχει κανονικοποιήσει τη βία τόσο πολύ, που πλέον δεν την αναγνωρίζει αν δεν είναι θεαματική. Δε μας σοκάρουν οι φωνές, δε μας σοκάρουν οι απειλές, ούτε τα μπουκάλια στα ντέρμπι. Μόνο όταν πέσει αίμα θυμόμαστε να μιλήσουμε για «κατάντια».
Και μετά, πάλι σιωπή.
Η ευθύνη δεν είναι των «λίγων ανεγκέφαλων»
Είναι βολικό να λέμε πως φταίνε «κάποιοι ανεγκέφαλοι». Το λέμε χρόνια — το γράφουμε, το ακούμε, το παπαγαλίζουμε. Μόνο που οι «ανεγκέφαλοι» δε ζουν σε άλλο σύμπαν. Είναι παιδιά αυτής της κοινωνίας, μεγαλωμένα στα ίδια σχολεία, στις ίδιες γειτονιές, με τα ίδια παραδείγματα: την τοξική κανονικότητα που συγχέει τη μαγκιά με τη βία, την πίστη με τη μισαλλοδοξία, την ομάδα με τη φατρία.
Όταν η βία γίνεται συνώνυμο του ανδρισμού, όταν το «μην είσαι μαλθακός» περνάει για συμβουλή, όταν η οργή θεωρείται τρόπος να αποδείξεις ποιος είσαι, τότε δε φταίει μόνο το ποδόσφαιρο. Φταίμε όλοι.
Φταίνε τα media που εξυψώνουν τον οπαδισμό όταν πουλάει clicks. Φταίνε οι ομάδες που σιωπούν ή ρίχνουν το φταίξιμο αλλού. Φταίνει το κράτος που αφήνει τους συνδέσμους να λειτουργούν σαν παράνομα φέουδα. Φταίνε οι γονείς που δεν θέλουν να δουν ότι το παιδί τους βουτάει στη λάθος πλευρά. Φταίμε εμείς που κοιτάμε αλλού.
Αν δε σπάσουμε τη σιωπή, θα θρηνούμε παιδιά
Κάθε φορά που χάνεται ένας νέος για τέτοιο λόγο, η κοινωνία μας χάνει λίγο ακόμα την ψυχή της. Και όσο συνεχίζουμε να βλέπουμε τα γήπεδα σαν αρένες και όχι σαν χώρους αθλητισμού, τόσο θα βλέπουμε κι άλλες μάνες να θρηνούν. Δεν είναι αρκετό να «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αυτή η φράση έχει γίνει ανέκδοτο. Είναι το μάντρα της αδράνειας. Το πραγματικό ερώτημα είναι: τι κάνουμε μετά; Τι κάνει η πολιτεία; Τι κάνουν οι ομάδες; Τι κάνουμε εμείς;
Η οπαδική βία είναι ο καθρέφτης μας. Και αυτός ο καθρέφτης δεν δείχνει κανέναν σύλλογο. Δείχνει εμάς. Μια κοινωνία που έχει ξεχάσει τι σημαίνει σεβασμός, τι σημαίνει αθλητισμός, τι σημαίνει ζωή.
Ο αθλητισμός θα έπρεπε να μας ενώνει, αλλά δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Πρέπει να του επιτρέψουμε. Πρέπει να ξαναχτίσουμε κοινότητες που δεν χρειάζονται εχθρούς για να σταθούν. Πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να μην ξαναγραφτεί αυτό το άρθρο.
Μέχρι τότε, κάθε φορά που ένα παιδί θα πέφτει νεκρό για μια φανέλα, η ευθύνη θα είναι συλλογική.
Γιατί η σιωπή, όπως και η βία, έχει κι αυτή συνένοχους.