Και ύστερα ήρθε ο κορονοϊός...

Τι θα λέμε στα παιδιά μας για τον κορονοϊό σε 10 χρόνια από τώρα.

Αθήνα, 2030.

Τα φώτα στο δωμάτιο της Λυδίας είχαν χαμηλώσει. Ακόμη μια κουραστική εβδομάδα είχε φτάσει στο τέλος της. Ο μπαμπάς της, ο Δημήτρης, την είχε σαν τα μάτια του. Κάθε παροιμία, κάθε απόφθεγμα για τις κόρες και τους πατεράδες, έβρισκε εφαρμογή στο χαμόγελό τους, όταν κοιτούσε την Λυδία. Αυτή η Παρασκευή, ήταν πιο κρύα από τις άλλες. Τα τερτίπια της άνοιξης βλέπετε...

«Μπαμπά, σήμερα θα μου πεις παραμύθι;», ψιθύρισε η Λυδία ενώ είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται. Τα μάτια της, ωστόσο, αντιστέκονταν με σθένος. Ήθελε να ακούσει την φωνή του Δημήτρη να της λέει μια ιστορία. Μια ιστορία που θα την έστελνε στην αγκαλιά του Μορφέα για να κοιμηθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Στα 7 της, είχε ήδη «φορτωμένο» πρόγραμμα. Μπαλέτο, αγγλικά, σχολείο. Πόσο χρόνο να έχει ένα παιδί στην ηλικία της για να χαρεί το παιχνίδι και την ανεμελιά;

«Θα σου πω μια ιστορία, αλλά μου υπόσχεσαι πως αύριο θα μου εξηγήσεις τι κατάλαβες;», της μουρμούρισε ο Δημήτρης ενώ μάζευε τα ρούχα της μικρής από το πάτωμα.

«Ναι μπαμπά. Αλλά να είναι μεγάλη», είπε η Λυδία και χάθηκε μέσα στο πάπλωμά της.

Λίγο μετά τα 43, ο Δημήτρης είχε βρει στην κόρη του και τον νεογέννητο γιο του, την απόλυτη γαλήνη. Ένα συναίσθημα που δεν εξαγοράζεται με όλο τον χρυσό του κόσμου. Η γυναίκα του, ήταν κοντά του εκείνη την άνοιξη. Την άνοιξη του κορονοϊού...

«Θα σε παω πίσω στο 2020. Τόσο μακριά. Εγώ και η μαμά σου πηγαίναμε βόλτες, σινεμά, στην θάλασσα. Όπως πηγαίνουμε και τώρα αγάπη μου. Οι ζωές μας ήταν ήσυχες. Πηγαίναμε στις δουλειές μας, οι παππούδες σου κάθονταν σπίτι. Είχαμε και έναν μεγάλο σκύλο, τον Άρη. Πολύ μεγάλο, που ο παππούς τον έβγαζε βόλτα συνέχεια. Όλα ήταν ήσυχα. Και ύστερα ήρθε ο κορονοϊός. Τα Χριστούγεννα όμως, ακούσαμε για μια αρρώστια μακριά. Πολύ μακριά. Ξέρεις που είναι η Κίνα;», της είπε με δήθεν απορία ο Δημήτρης.

«Μακριάαααααα», φώναξε με όση δύναμη είχε η Λυδία, ανοίγοντας τα χέρια της σκίζοντας τον αέρα.

«Ναι, τόσο μακριά. Αυτή η αρρώστια ήταν στην αρχή πολύ ήσυχη. Όμως όσο πέρναγε ο καιρός άρχισε να γίνεται πιο δυνατή. Και πιο δυνατή. Οι άνθρωποι εκεί σταμάτησαν να δουλεύουν. Κλείστηκαν στα σπίτια τους. Όσοι όμως δεν το έκαναν αρρώστησαν αγάπη μου. Και μετά αρρώστησαν και οι μαμάδες τους, οι μπαμπάδες τους. Τα παιδιά τους. Επειδή δεν πρόσεχαν. Και ο καιρός περνούσε και εμείς δεν δίναμε σημασία μωρό μου. Βλέπεις ήταν πολύ μακριά. Όμως η αρρώστια αυτή, ήρθε και εδώ. Σαν να είχε κολλήσει η κυρία Μαρία απέναντι...».

«Η μαμά του Κωστάκη;», είπε ταραγμένη η Λυδία...

«Ναι, σκέψου τόσο κοντά μας. Και δεν πρόσεχαν ούτε αυτοί. Και μια μέρα ήρθε και εδώ αγάπη μου. Εδώ στην Ελλάδα. Αλλά εμείς είχαμε δει τι έγινε στους γείτονές μας και ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε».

Τα μάτια της Λυδίας είχαν αφήσει τα... ρολά ορθάνοιχτα και κοίταγε τον μπαμπά της γεμάτη απορία.

«Τι κάνατε μπαμπά;»

«Κάτσαμε σπίτι. Γιατί έπρεπε να μην αρρωστήσουμε. Κάτσαμε στο σπίτι για να προστατεύσουμε τον παππού και την γιαγιά. Τον θείο τον Στέλιο και τα ξαδέρφια σου. Όλοι κάτσαμε σπίτια μας. Η μαμά σου φοβόταν πολύ. Φοβόταν γιατί δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Αλλά ακόμη και τότε έπρεπε να κάτσει σπίτι. Αλλά δεν έκατσαν όλοι...», της είπε ο Δημήτρης με την φωνή του να τόσο ψιθυριστή, που μετά βίας ακουγόταν.

«Γιατί μπαμπά δεν έκατσαν όλοι σπίτι;», είπε η Λυδία με το πρόσωπό της συνοφρυωμένο, με τις κοτσίδες της να ανεμίζουν και αυτές εκνευρισμένες όσο κούναγε το κεφάλι της από απορία.

«Γιατί μερικοί άνθρωποι δεν έχουν μάθει να σέβονται μωρό μου. Είναι οι άνθρωποι που στο σινεμά έρχονται μπροστά μας ενώ περιμένουμε. Αυτοί που σε θυμώνουν συνέχεια και με ρωτάς γιατί το κάνουν. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι σαν αυτούς που πάμε στο μπαλέτο και δεν μπορείς να κατέβεις να μπεις, γιατί έχουν το αμάξι τους στην πόρτα μπροστά. Είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν να σέβονται μωρό μου. Και το κακό είναι πως δεν σκέφτηκαν αυτό που θα συνέβαινε...». Ο Δημήτρης άρχισε να θυμάται τον Μάρτιο του 2020. Εκείνον τον καταραμένο Μάρτιο...

Η Λυδία είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τον Μορφέα για τα καλά...

«Τι έγινε μπαμπά;»

«Μια μέρα μας απαγόρευσαν να βγαίνουμε στον δρόμο. Δεν μπορούσαμε να βγούμε. Ήταν για το καλό μας, αλλά κανείς δεν το είχε σκεφτεί. Ο παππούς και η γιαγιά αρρώστησαν και αυτοί. Και ο παππούς έφυγε από το σπίτι αγάπη μου. Και η γιαγιά έκατσε μόνη της, για να μην γίνει χειρότερα. Τώρα ο παππούς είναι και αυτός μακριά. Και αυτό έγινε σε πολλά σπίτια. Οι μέρες περνάγανε αγάπη μου. Αλλά όσο περνάγανε οι μέρες και ενώ μέναμε σπίτι, όλα πήγαιναν καλύτερα. Λίγο-λίγο, ημέρα με την ημέρα. Όλα πήγαιναν λίγο καλύτερα», της χαμογέλασε ο Δημήτρης, ενώ τα μάτια του είχαν αρχίσει να γυαλίζουν.

«Πόσο καλύτερα μπαμπά;», είπε με φωνή γεμάτη προσμονή η Λυδία.

«Ο μπαμπάς πήγε στη δουλειά μετά από ένα μήνα. Η μαμά σου το ίδιο. Τα παιδιά βγήκαν ξανά στις παιδικές χαρές. Λίγο αργότερα πήγαν στο σχολείο. Την πρώτη ημέρα μετά από δυο μήνες, Μάιος ήταν, φάγαμε όλοι μαζί, με τον θείο σου και την γιαγιά. Για ένα μήνα, είχαμε πανηγύρι. Σε κάθε αυλή, τρώγανε όλοι μαζί, αγαπημένοι. Ακόμη και οι τσακωμένοι έγιναν φίλοι. Η αρρώστια δεν είχε φύγει, αλλά είχαμε καταφέρει να την κλείσουμε κάπου με ασφάλεια. Έκανε και ζέστη πολύ. Πήγαμε για μπάνιο στην θάλασσα, όπως πάμε τώρα. Όχι όλοι μαζί. Λίγο-λίγο, γιατί έπρεπε να προσέχουμε. Και στο supermarket, που σου αρέσει να πηγαίνουμε, τα ράφια ήταν ξανά γεμάτα. Χαμογελάσαμε ξανά. Όλοι χαμογελούσαμε. Φτωχοί και πλούσιοι. Και πήγαμε ξανά ολοι στην δουλειά. Οι συνάδελφοι του μπαμπά, κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι και φάγαμε. Δεν τσακωθήκαμε ξανά. Και προσέχαμε μετά πολύ. Τα πάρκα, τις θάλασσες, το χώμα. Και όλα τελείωσαν ένα χρόνο μετά...», χαμογέλασε με νοσταλγία και ανακούφιση ο Δημήτρης.

«Γιατί ένα χρόνο μετά μπαμπά;», του είπε η Λυδία, που είχε κουκουλωθεί.

«Γιατί οι γιατροί κατάφεραν κάτι σπουδαίο αγάπη μου. Δούλευαν κάθε μέρα, χωρίς να σταματήσουν, για να είμαστε εμείς καλά. Και βρήκαν ένα φάρμακο, που έκανε καλά όσους είχαν αρρωστήσει. Αλλά άργησαν λίγο να το βρουν, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν. Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Άντε τώρα κοιμήσου γιατί δεν θα ξυπνάς αύριο να δεις το παιδικό που σου αρέσει», είπε ο Δημήτρης και σηκώθηκε από το κρεβάτι, φιλώντας την μικρή στο μέτωπο με στοργή.

«Μπαμπά, θα ξαναέρθει η αρρώστια;», είπε η Λυδία τρομαγμένη.

«Όχι μωρό μου. Οι γιατροί νίκησαν την αρρώστια. Κάθε αρρώστια νικάνε οι γιατροί. Το μόνο που δεν καταφέραμε να νικήσουμε, ήταν αυτό που έκαναν οι άνθρωποι, όταν έπρεπε να προστατεύσουν αυτούς που αγαπάνε. Γιατί πρέπει να προσέχεις πιο πολύ τον άλλο για να είσαι καλά και εσύ. Και δεν το νικήσαμε αυτό. Καληνύχτα μωρό μου».

«Καληνύχτα μπαμπά», είπε η Λυδία και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

Αύριο θα πήγαινε σινεμά με τους γονείς της. Την Κυριακή σε μια φίλη της να παίξει. Πώς οι άνθρωποι κατάφεραν να κλειστούν σπίτι τους μόνοι τους; Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. 

Οι άνθρωποι τα είχαν καταφέρει...

Πάντα τα κατάφερναν...

Όπως την άνοιξη του 2020...



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved