Αν βγεις ένα πρωινό σαββατοκύριακου στο κέντρο της Αθήνας, θα δεις μια εικόνα που πριν λίγα χρόνια θα σου φαινόταν παράξενη: δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι, οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, τρέχουν μαζί. Με matching μπλουζάκια, διαφορετικά επίπεδα, διαφορετικούς ρυθμούς, ίδια ενέργεια. Δεν είναι αθλητικό event, δεν είναι μαραθώνιος. Είναι απλώς ένα ακόμη σαββατοκύριακο. Τα running clubs έχουν γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που κάποτε ξέραμε. Και όσο προσπαθούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, ίσως τελικά μιλάμε για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας.
Το τρέξιμο ήταν πάντα ένα μοναχικό άθλημα. Φορούσες ακουστικά, πατούσες το start στο ρολόι και εξαφανιζόσουν για να καθαρίσεις το μυαλό σου ή να ξεφύγεις από το χάος της καθημερινότητας. Σήμερα όμως, η εικόνα αυτή φαίνεται να ξεθωριάζει. Τα running clubs έχουν μεταμορφώσει το τρέξιμο από «me time» σε «we time». Οι άνθρωποι πλέον δεν τρέχουν μόνο για να προπονηθούν, τρέχουν για να ανήκουν.
Και αυτό το «ανήκειν» είναι το κλειδί.
Η γενιά που μεγάλωσε στα social media, με infinite scroll σχέσεων που μοιάζουν με συνδέσεις αλλά συχνά δεν είναι, έχει αρχίσει να αναζητά το ανάποδο: πραγματική κοινότητα, πραγματικούς ανθρώπους, πραγματική αλληλεπίδραση. Το running club, όσο απλό κι αν ακούγεται, είναι ένα ασφαλές, δομημένο πλαίσιο για να κάνεις ακριβώς αυτό. Δε χρειάζεται να φλερτάρεις, δε χρειάζεται να συστηθείς με αμήχανο τρόπο, δε χρειάζεται να «αποδείξεις» τίποτα. Απλώς τρέχεις. Και, με έναν περίεργο τρόπο, αυτό φτάνει.
Για αυτό και βλέπουμε μια εκρηκτική άνοδο. Όχι μόνο διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα. Στις συνοικίες της Αθήνας, από το Κουκάκι μέχρι τη Νέα Σμύρνη και από το Μαρούσι μέχρι τον Πειραιά, ξεφυτρώνουν ομάδες δρομέων που συνδυάζουν άσκηση, παρέα και lifestyle. Μερικές έχουν έντονο performance στοιχείο, άλλες λειτουργούν με το «όλα τα επίπεδα ευπρόσδεκτα», άλλες μοιάζουν περισσότερο με social clubs που απλώς τυχαίνει να τρέχουν. Κάποιες έχουν προπονητές, κάποιες απλώς έναν δημιουργό με πάθος. Και το πιο εντυπωσιακό; Όλες γεμίζουν.
Οι λόγοι είναι πολλοί και καθόλου επιφανειακοί. Πρώτα απ’ όλα, το τρέξιμο είναι δημοκρατικό. Δε χρειάζεσαι συνδρομές, εξοπλισμό, εμπειρία, ούτε καν ιδιαίτερη φυσική κατάσταση για να ξεκινήσεις. Αυτό, σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν να έχουν γίνει premium (από το φαγητό μέχρι την ψυχαγωγία) το καθιστά ένα από τα τελευταία πραγματικά accessible hobbies. Και όταν το συνδυάσεις με κοινότητα, τότε αποκτά κάτι σχεδόν εθιστικό: επέκταση ταυτότητας. Δεν είσαι απλώς κάποιος που τρέχει, ανήκεις σε ένα crew.
Υπάρχει όμως και το άλλο κομμάτι, αυτό που δεν λέγεται συχνά: τα running clubs είναι για πολλούς η επιστροφή σε έναν τρόπο ζωής που είχε χαθεί. Είναι η πρώτη «συλλογική συνήθεια» που δεν σχετίζεται με ξενύχτι, ποτό ή παθητική διασκέδαση. Είναι η πιο υγιής μορφή κοινωνικοποίησης της τελευταίας δεκαετίας. Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί βλέπουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να αντικαθιστούν το σαββατόβραδο σε μπαρ της Αθήνας, με ένα τρέξιμο το πρωί της Κυριακής. Η ενέργεια της παρέας παραμένει, απλώς αλλάζει το setting.
Πότε είναι η καλύτερη ώρα για να πας για τρέξιμο;
Φυσικά, δεν είναι όλα ιδανικά. Η ραγδαία αύξηση δημιουργεί αναπόφευκτα και προβλήματα. Κάποιοι αρχάριοι δοκιμάζουν να συμμετάσχουν και συνειδητοποιούν ότι, παρά τα μεγάλα λόγια, η ομάδα δεν είναι τόσο «all paces welcome» όσο υπόσχεται. Άλλοι νιώθουν ότι το club λειτουργεί περισσότερο ως κλειστή παρέα ή ως social “φούσκα”. Και υπάρχουν και οι πιο ανταγωνιστικές ομάδες, όπου το performance είναι πάνω απ’ όλα, κάτι που κάνει αρκετούς να αισθάνονται ότι δεν χωράνε. Όμως αυτή είναι η φύση της κοινότητας: εξελίσσεται, πειραματίζεται, βρίσκει ισορροπίες. Όσο περισσότερα clubs δημιουργούνται, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ο καθένας να βρει αυτό που πραγματικά του ταιριάζει. Μια ομάδα με τον δικό της ρυθμό, τη δική της φιλοσοφία, τον δικό της χαρακτήρα.
Το πιο σημαντικό κομμάτι, ίσως, βρίσκεται σε κάτι που δε φαίνεται με την πρώτη ματιά. Τα running clubs έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν μια νέα κουλτούρα υγείας, ευεξίας και καθημερινότητας. Μια κουλτούρα που εστιάζει στο σώμα, στην κίνηση, στη συνέπεια, στην πειθαρχία αλλά χωρίς τη βαριά, ελιτίστικη αισθητική του παλιού fitness. Είναι σαν ένα rebranding της άθλησης: λιγότερο «φτιάξε κορμί για το καλοκαίρι» και περισσότερο «έλα να τρέξουμε μαζί για να νιώσουμε καλύτερα». Δεν είναι μόνο fitness, είναι η κάθαρση του μυαλού.
Αυτό το shift είναι πολιτισμικά ενδιαφέρον. Μας δείχνει ότι η άσκηση δεν είναι πλέον μόνο αποτέλεσμα ενοχής («πρέπει να γυμναστώ») αλλά αποτέλεσμα επιθυμίας («θέλω να βγω με την ομάδα»). Όσο η κουλτούρα των clubs μεγαλώνει, τόσο περισσότερο βλέπουμε το τρέξιμο να ενσωματώνεται στην καθημερινότητα σαν κάτι φυσικό: όχι σαν υποχρέωση, αλλά σαν κοινωνικό ritual.
Και ίσως, στο τέλος της ημέρας, εκεί βρίσκεται η μεγάλη επιτυχία: τα running clubs κατάφεραν να ενώσουν το χρήσιμο με το ευχάριστο. Να συνδέσουν την πειθαρχία με την διασκέδαση, την άσκηση με την παρέα, την υγεία με την ταυτότητα. Στον κόσμο της υπερ-σύνδεσης αλλά και της υπερ-μοναξιάς, είναι μια από τις λίγες δραστηριότητες που συνδυάζουν τα δύο χωρίς να τα γελοιοποιούν.
Δεν ξέρω αν τα running clubs είναι «μόδα» ή αν θα μείνουν για πάντα. Αυτό που ξέρω είναι ότι αποτυπώνουν ξεκάθαρα το πού βαδίζουμε ως κοινωνία. Θέλουμε κοινότητα. Θέλουμε υγεία. Θέλουμε να ανήκουμε. Θέλουμε να κινούμαστε. Και, στην πιο απλή μορφή του, το τρέξιμο είναι η κίνηση στην καθαρότερη εκδοχή της.
Το σίγουρο είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα trend των social media αλλά σε μια πολιτισμική στροφή: μια γενιά που επιλέγει να ιδρώνει παρέα και όχι να πίνει παρέα. Μια γενιά που ανακαλύπτει ότι η ευεξία μπορεί να είναι και κοινωνική εμπειρία. Μια γενιά που, λίγο απροσδόκητα, βρήκε το νέο της meeting point στους δρόμους.
Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πιο υγιές πράγμα που μας έχει συμβεί εδώ και χρόνια.