Ο Hideo Kojima είναι ένα από τα πιο παράδοξα φαινόμενα της βιομηχανίας των βιντεοπαιχνιδιών∙ μια μορφή που συχνά περιγράφεται ως «auteur», ένας δημιουργός με προσωπικό αποτύπωμα τόσο ισχυρό ώστε κάθε έργο του να φέρει πάνω του την ανεξίτηλη σφραγίδα του. Αν τα παιχνίδια είναι συνήθως συλλογικές παραγωγές, με αμέτρητες ομάδες προγραμματιστών, καλλιτεχνών και σεναριογράφων, ο Kojima μοιάζει να κατόρθωσε να υψωθεί πάνω από αυτή την ανωνυμία. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με ένα ύφος, μια φιλοσοφία, ένα συγκεκριμένο είδος αφήγησης που αναζητά να ξεπεράσει τα όρια του μέσου.
Γεννημένος το 1963 στην Ιαπωνία, ο Kojima μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο εικόνες και ιστορίες. Ο κινηματογράφος υπήρξε η μεγάλη του αγάπη∙ ταινίες επιστημονικής φαντασίας, γουέστερν και πολεμικά δράματα έθρεψαν τη φαντασία του. Ο ίδιος έχει περιγράψει ότι στα παιδικά του χρόνια περνούσε ατελείωτες ώρες μόνος, παρατηρώντας τον κόσμο με βλέμμα σχεδόν σκηνοθετικό, σαν να φιλμάρει την καθημερινότητα γύρω του. Αυτή η προδιάθεση για εικόνα και αφήγηση ήταν που τον οδήγησε, όταν εντάχθηκε στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, να τη δει όχι απλώς σαν χώρο διασκέδασης, αλλά σαν καμβά αφήγησης.
Η πρώτη του μεγάλη συμβολή ήρθε το 1987 με το Metal Gear, που κυκλοφόρησε στο MSX2. Εκείνη την εποχή, η πλειονότητα των παιχνιδιών είχε ως κύριο στόχο την άμεση δράση και την πρόκληση· εχθροί, σκορ, επιβίωση. Ο Kojima, αντιθέτως, τόλμησε να βάλει τον παίκτη σε μια θέση πιο σύνθετη: όχι να εξοντώνει αδιάκοπα αντιπάλους, αλλά να αποφεύγει τη μάχη, να σκέφτεται, να κινείται σιωπηλά. Έτσι γεννήθηκε ουσιαστικά το είδος του stealth game. Ήταν μια σχεδόν ανατρεπτική πρόταση∙ η βία δεν ήταν το μοναδικό εργαλείο, αλλά κάτι που έπρεπε να αποφευχθεί. Και μαζί με τον μηχανισμό του stealth, γεννήθηκε και μια νέα μορφή αφήγησης μέσα στο παιχνίδι. Ο Kojima εισήγαγε κινηματογραφικές σκηνές, διαλόγους, χαρακτήρες με κίνητρα που δεν ήταν απλά προσχηματικά.
Με το πέρασμα των χρόνων και κυρίως με την έκρηξη της σειράς Metal Gear Solid στο PlayStation το 1998, η φήμη του Kojima εκτινάχθηκε. Εκείνο το παιχνίδι αποτέλεσε τομή: για πρώτη φορά οι παίκτες είχαν μπροστά τους ένα βιντεοπαιχνίδι που φλέρταρε τόσο ανοιχτά με τον κινηματογράφο. Οι σκηνές αφήγησης, οι γωνίες της κάμερας, η μουσική, όλα θύμιζαν μια πολεμική ταινία υψηλών προδιαγραφών. Όμως δεν ήταν μόνο το ύφος. Η θεματική του παιχνιδιού αφορούσε την πολιτική, τον πόλεμο, την ηθική της τεχνολογίας, τις σκιές της πυρηνικής απειλής. Ο Kojima έφερε στο προσκήνιο ερωτήματα που λίγοι δημιουργοί είχαν τολμήσει να ενσωματώσουν τόσο ανοιχτά στα βιντεοπαιχνίδια. Δεν επρόκειτο απλώς για ψυχαγωγία, αλλά για έναν στοχασμό πάνω στον 20ό αιώνα και τα όπλα του.
Κάθε νέο κεφάλαιο της σειράς εξελίχθηκε σε πείραμα: αφηγηματικές τεχνικές, παιχνίδια με τον τέταρτο τοίχο, απρόσμενα μονοπάτια στην αλληλεπίδραση παίκτη–παιχνιδιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διάσημη μάχη με τον Psycho Mantis στο πρώτο Metal Gear Solid, όπου το παιχνίδι ζητούσε από τον παίκτη να αλλάξει χειριστήριο ή να δει τα αποθηκευμένα του δεδομένα. Ήταν μια στιγμή που θόλωνε τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψηφιακού κόσμου∙ μια υπενθύμιση ότι τα βιντεοπαιχνίδια μπορούν να «συνομιλήσουν» με τον χρήστη με τρόπους που κανένα άλλο μέσο δεν μπορεί.
Η συμβολή του Kojima δεν έγκειται μόνο στη δημιουργία μηχανισμών ή στην πρωτοποριακή αφήγηση. Έγκειται κυρίως στο ότι επέμεινε να βλέπει τα βιντεοπαιχνίδια ως τέχνη. Σε μια εποχή που τα περισσότερα στούντιο τα αντιμετώπιζαν σαν προϊόντα κατανάλωσης, εκείνος μιλούσε για συναισθήματα, για ιδέες, για πολιτική σκέψη. Δεν δίστασε να καταπιαστεί με θέματα όπως η επιτήρηση, ο έλεγχος της πληροφορίας, η ανθρώπινη μοναξιά στην εποχή της υπερ-διασύνδεσης. Με το Death Stranding (2019), το πρώτο του μεγάλο έργο μετά την αποχώρηση από την Konami, παρουσίασε μια σχεδόν ποιητική αλληγορία για τη σύνδεση των ανθρώπων σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Για πολλούς, ήταν ένα παράδοξο παιχνίδι, γεμάτο αργούς ρυθμούς και φιλοσοφικά βάρη· για άλλους, μια απόδειξη ότι το μέσο μπορεί να ξεπεράσει την «ψυχαγωγία» και να γίνει φορέας καλλιτεχνικής έκφρασης με την πιο αυστηρή έννοια.
Η σημασία του Kojima έγκειται και στο πώς επηρέασε γενιές δημιουργών. Πολλοί σχεδιαστές που σήμερα αποτελούν κορυφές της βιομηχανίας έχουν δηλώσει ότι τα έργα του τους έκαναν να σκεφτούν διαφορετικά. Ο τρόπος που η αφήγηση μπαίνει μέσα στο gameplay, που η μορφή συναντά το περιεχόμενο, που οι μηχανισμοί γίνονται σχόλιο για την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, όλα αυτά διαμόρφωσαν μια νέα γλώσσα. Κι αν κάποτε τα βιντεοπαιχνίδια θεωρούνταν «χαμηλή» διασκέδαση, σήμερα αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως πολιτισμικό προϊόν ισότιμο με τον κινηματογράφο ή τη λογοτεχνία. Ο Kojima υπήρξε καθοριστικός σε αυτή τη μεταστροφή. Δεν ήταν μόνο ότι δημιούργησε εμπορικές επιτυχίες∙ ήταν ότι απέδειξε πως μπορείς να αγγίξεις τον παίκτη σε επίπεδο υπαρξιακό. Η σκιά του απλώνεται πέρα από τα ίδια του τα έργα, μέσα στη συλλογική φαντασία ενός μέσου που ακόμη αναζητεί τα όριά του.
Ο Hideo Kojima, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας δημιουργός βιντεοπαιχνιδιών. Είναι ένας ποιητής της ψηφιακής εποχής, ένας σκηνοθέτης που αντί για κάμερα κρατάει ένα χειριστήριο και αντί για φιλμ χρησιμοποιεί γραμμές κώδικα. Η συμβολή του στη βιομηχανία δεν μετριέται μόνο σε πωλήσεις ή σε βραβεία, αλλά στη δύναμη που έδωσε στους παίκτες να σκεφτούν, να νιώσουν, να δουν τα παιχνίδια όχι ως παιδική απασχόληση, αλλά ως εμπειρία ζωής. Και αν η ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών συνεχίζει να γράφεται με τόλμη και φιλοδοξία, είναι γιατί ο Kojima υπήρξε εκεί, να υπενθυμίσει ότι τα όνειρα και οι ιστορίες μπορούν να βρουν καταφύγιο και σε έναν εικονικό κόσμο.