Όσες φορές και να επαναπροσδιοριστεί η έξοδός μας, όσο και να βγαίνουμε, όσο και να υιοθετούμε νέες τάσεις, η αλήθεια είναι ότι το να πηγαίνουμε σε ρακάδικα, ρεμπετάδικα, κουτούκια ή ακόμη και μεζεδοπωλεία δεν παύουν ποτέ να είναι μέρος της κουλτούρας εξόδου μας. Ο Έλληνας σε όποια ηλικία και να βρίσκεται, θέλει να βγει με την παρέα του σε ένα μέρος για να συζητήσεις, να φάει μαζί με τους φίλους και όχι μόνο.
Σε αυτό το πλαίσιο σκεφτόμουν πώς μπορεί να έχει μείνει αλώβητος αυτός ο θεσμός το να πηγαίνει ο Έλληνας δηλαδή, σε ένα κουτούκι και δεν θέλω να βάλω ως παράμετρο τη μουσική. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία για διευκρινήσεις, εννοώ αν είναι ρεμπετάδικα με την ακριβή ένννοια ή όχι, όπως και να τα πεις είτε τσιπουράδικα είτε ρεμπετάδικα είτε κουτούκια έχουν την ίδια σημασία, είναι τα μέρη εκείνα που μαζευόμαστε τα χαλαρά μαγαζιά, που τρώμε μεζέδες, πίνουμε ελληνικά αποστάγματα και συζητάμε με την παρέα.
Και εντάξει υπάρχουν λόγοι που τα ρακάδικα παραμένουν πάντα διαχρονικά στην έξοδο.
Το σαβουάρ βιβρ της καλοκαιρινής ταβέρνας
Σε μια εποχή όπου τα cocktail bars, οι gourmet μπρουσκέτες και οι fusion κουζίνες έχουν κατακλύσει τις πόλεις, το κουτούκι παραμένει ζωντανό και αγαπημένο στέκι για τον Έλληνα. Και δεν είναι απλώς θέμα γεύσης. Είναι η ανάγκη για κάτι πιο αυθεντικό, πιο απλό, πιο ανθρώπινο: Είναι η σύνδεση, είναι η ψυχή που βάζουμε στο τραπέζι κάθε φορά.
Το κουτούκι δεν είναι απλώς ένας χώρος
Τα κουτούκια, είτε στις γειτονιές της Αθήνας, είτε σε σοκάκια της Πλάκας, είτε σε χωριά της επαρχίας, έχουν μια μοναδική ιδιότητα: Σε κάνουν να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Ξύλινα τραπέζια, κρασί σε καράφα, μεζέδες απλούς αλλά τίμιους και, κυρίως, ανθρώπους που δεν ήρθαν απλώς να «φανούν», αλλά να περάσουν καλά. Είναι ένα κομμάτι της ψυχής σου που αφήνεις, όταν βγαίνεις και ο Έλληνας πάει στο κουτούκι για να βρει την παρέα.
Εκεί δεν παίζει ρόλο αν είσαι διευθυντής ή φοιτητής, αν φοράς πουκάμισο ή t-shirt. Το μόνο που μετράει είναι να γεμίσει το τραπέζι με καλό φαγητό, να πάρει «φωτιά» η κουβέντα και να σηκωθεί κανείς για ένα ζεϊμπέκικο όταν η κιθάρα και το μπουζούκι πιάσουν παλιά ρεμπέτικα. Βάζεις ένα ελληνικό απόσταγμα ξέρεις, ρακή, ούζο, τσίπουρο ή κρασί για ξεκινήσεις να ανοίγεις τη ψυχή σου.
Όταν τα πίνεις με τους κολλητούς σου κάνεις καλό στην υγεία σου
Είναι το μέρος όπου οι ιστορίες κυλούν μαζί με το κρασί και τα γέλια, όπου οι στεναχώριες μοιράζονται και οι χαρές πολλαπλασιάζονται. Είναι εκείνη η αίσθηση ότι το βράδυ σου έχει ουσία -όχι επειδή φωτογραφήθηκες δίπλα σε έναν εντυπωσιακό καναπέ, αλλά γιατί άνοιξε την ψυχή σου στον φίλο σου.
Ίσως γιατί βαθιά μέσα του, ο Έλληνας νοσταλγεί τις εποχές που όλα ήταν πιο απλά, που οι βραδιές δεν είχαν story, αλλά μόνο μεθυσμένα γέλια, ιστορίες από τον στρατό και πολιτικές συζητήσεις που πάντα κατέληγαν στο «έλα, βάλε ένα ακόμα ποτηράκι».
Το κουτούκι δεν είναι απλώς ένας χώρος. Είναι τρόπος ζωής. Και όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, ο Έλληνας θα συνεχίσει να το ψάχνει, γιατί εκεί, βρίσκει λίγο από το παρελθόν του και, ίσως, τον πιο αυθεντικό εαυτό του.
Εκεί είναι που γίνομαστε όλοι λίγο πιο αληθινοί.