James Cameron. Δύο λέξεις που, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, λειτουργούν σαν εγγύηση τεχνολογικού σοκ. Κάθε του ταινία δεν ήταν απλώς ένα blockbuster, αλλά ένα «πριν» και ένα «μετά» για το σινεμά: The Abyss, Terminator 2, Titanic κ.α. έδωσαν μεγάλη ώθηση στην εξέλιξη της βιομηχανίας, πιο βαθιά, πιο ακριβά. Το ίδιο συνέβη και με όλους εμάς όταν πρωτοείδαμε το αυθεντικό Avatar το 2009 και εκτιμήσαμε παραπάνω το 3D, το γεγονός όμως ότι πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να βγει το σίκουελ, The Way of Water το 2022 κάπως μας προσγείωσε την όρεξη για τα τεκτενόμενα στην Pandora, αλλά για όσους υπήρξαν πιστοί στη φυλή των Na’vi, περίμεναν με ανυπομονησία το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας, Fire and Ash.
Και η αλήθεια είναι ότι το τρίτο Avatar δεν είναι μια κακή ταινία, αλλά δεν έχει αυτό το κάτι που μας έκανε εντύπωση το 2009. Και αυτό είναι ότι μοιάζει υπερβολικά… γνώριμη.
Το πρώτο Avatar έκρυβε τα κλισέ του μέσα σε έναν αχαρτογράφητο πλανήτη. Το δεύτερο μετέτρεπε το eco-παραμύθι σε υδάτινη οικογενειακή τραγωδία, το Fire and Ash όμως κοιτάζει τα αποκαΐδια των προηγούμενων μαχών και αναρωτιέται «και τώρα τι;». Θεμιτό ερώτημα. Απλώς οι χαρακτήρες δεν έχουν το βάθος για να το σηκώσουν.
Η ταινία συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε το The Way of Water: η οικογένεια Saly πενθεί, οι πληγές είναι ανοιχτές και ο πόλεμος με τους ανθρώπους δεν έχει τελειώσει. Ο Jake κλείνεται σε στρατιωτικό mode, η Neitiri βράζει από οργή και ο Spider, το ανθρώπινο παιδί χωρίς μπλούζα και χωρίς ξεκάθαρο δραματικό λόγο ύπαρξης, τοποθετείται στο κέντρο της αφήγησης.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα
Γιατί όταν ο Spider μετατρέπεται από side character σε βασικό μοχλό δράματος, το έργο αρχίζει να τρίζει. Από χαριτωμένο narrative εργαλείο, γίνεται κάτι σαν surfer-version του Jar Jar Binks. Δεν είναι ότι δεν έχει τις στιγμές του, αλλά οριακά γελάς όταν φωνάζει «You’re the man!» σε διαστημικές φάλαινες. Και όταν η ταινία σου ζητά να τον πάρεις σοβαρά σε σκηνές ζωής και θανάτου, απλώς δεν μπορείς.
O James Cameron «τα έχει πάρει κρανίο» που του αμφισβητούν τον Τιτανικό
Το ότι υπάρχει ένας «Jar Jar Binks» δεν σημαίνει ότι το Fire and Ash υπολείπεται ιδεών. Έχει, και μάλιστα πολλές. Η εισαγωγή της φυλής των Mangkwan, των “Ash People”, είναι μακράν το πιο φρέσκο στοιχείο της ταινίας. Ένας λαός που εγκατέλειψε την Eywa μετά την καταστροφή του τόπου του και αγκάλιασε τη βία ως επιβίωση, με τον Cameron να αγγίζει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον που έχει το βλέπουμε πολύ στο σήμερα και αυτό έχει να κάνει με το πόσο πολύ αλλάζουν οι αξίες μιας κοινωνίας μετά την καταστροφή.
Ο Josh Gad δεν έπαιξε στο «Avatar» επειδή θα έμοιαζε με ψηλό, παχουλό στρουμφάκι
Και μετά μπαίνει στο κάδρο η Varang
Η Oona Chaplin παραδίδει μια από τις πιο απολαυστικές παρουσίες του franchise. Mια φλεγόμενη, σχεδόν μυθολογική φιγούρα εξουσίας, με σαφή dominance vibes και μια σχέση με τον Quaritch που ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στον πόλεμο, τη φετιχοποίηση και την απόλυτη παρακμή. Η χημεία τους είναι παράξενη, άβολη, αλλά ζωντανή και ειρωνικά, το πιο ουσιαστικό character work ολόκληρης της ταινίας.
Δυστυχώς, μόλις η ιστορία φτάνει στην Τρίτη πράξη, ο Cameron επιστρέφει σε γνώριμα μονοπάτια. Μια μεγάλη τελική μάχη, déjà vu set-pieces, αλλά με λιγότερη ένταση απ’ όση περιμένεις. Η δράση είναι άρτια σκηνοθετημένη, ο κόσμος είναι τόσο καλά δομημένος που θα μπορούσε να είναι πραγματική εικόνα και όχι προϊόν εφέ, ωστόσο, δεν σου προκαλεί εκείνο το “ουάου” που σε κολλούσε στο κάθισμα στις προηγούμενες ταινίες. Κανένα Payakan moment. Κανένα βέλος που σου σηκώνει την τρίχα.
Και αυτό είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα του Fire and Ash. Όχι ότι είναι κατώτερο από το μέσο blockbuster, αλλά ότι είναι κατώτερο από τον ίδιο τον Cameron, ο οποίος για πρώτη φορά δείχνει να έκανε μια ταινία υποχρέωσης και όχι της κλασικής του εμμονής. Σαν ένα κεφάλαιο που έπρεπε να γραφτεί, όχι που καιγόταν να ειπωθεί.
Αξίζει να το δεις;
Ναι, ακόμα και το χειρότερο Avatar είναι λόγος να πας σινεμά, με την οπτικοακουστική εμπειρία να παραμένει κορυφαία. Αν όμως ο Cameron, είναι ο άνθρωπος που μας έμαθε να περιμένουμε το αδιανόητο, τότε το Fire and Ash είναι απλώς… επαρκές.
Γιατί το Fire and Ash δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ούτε καν το χλιαρό The Way of Water. Όχι επειδή του λείπει το μέγεθος ή η τεχνική αρτιότητα, αλλά επειδή του λείπει το αίσθημα της ανακάλυψης. Και επειδή μιλάμε για τον James Cameron, το «επαρκές» μοιάζει με ήττα.