Χαμένος στα προάστια: Η απρόοπτη χρησιμότητα του να μην θυμάσαι που πάρκαρες

Η Οδύσσεια ενός συντάκτη που ποτέ δεν θυμάται που έχει παρκάρει.

Ο Emil Cioran έγραψε το '49 στο «Bréviaire des vaincus» κάτι που μου ‘χει μείνει σφαλισμένο στα νεφρά όπως το ζώπυρο, ωσάν πέρασμα σκληρής άμμου, και κάθε φορά που κάτι πάει γελοιωδώς στραβά στο βίο μου, ανασκαλεύω τον τρίβο μου με τα γνωμικά και το ξαναφέρνω στο φως διότι μου συνδράμει στο να θυμηθώ που βρίσκομαι και προς τα που οδεύω:

«Το χάος είναι να απορρίπτεις ότι έχεις μάθει».

 7

Δήλωση φαινομενικά απλή και κατανοητή, που αν όμως παραλληλισθεί με πραγματικά και σπαρταριστά γεγονότα τότε αποκαλύπτεται η μεγαλοφυία και η πρωτόλεια βαθύτητα της.

Ναι, βρισκόμασταν σε σύγχυση - τετριμμένη κατάσταση απ' το 1995 κι ύστερα - εισερχόμενοι καθώς είμασταν σ’ ελαφρά μέθη και καθημαγμένοι απ’ το μόχθο της ημέρας - δύο στοιχεία που συνήθως πάνε απόλυτα μαζί και συνταιριάζουν σαν εξ ανάγκης αδερφικοί χορευτές ή παθιασμένοι εραστές. Τα συμπαρομαρτούντα είναι μόνο οι συνέπειες αυτής της εξαίρετης αλχημικής ένωσης.

 Πώς το μπαρ έγινε ο παράδεισος ενός αμετανόητου και μοναχικού εργασιομανή

 

Ήμουν ξέπνοος και μαζί με τη συνδαιτημόνα μου, την προηγουμένως ομοτράπεζη μου επί τοπικού οβελιστηρίου εξαίρετης ποιότητος, βαδίζαμε αναφανδόν σ’ ένα κατάφυτο προαστιακό σοκάκι της Αγίας Παρασκευής, ημέρα γενικής αργίας, με την υγρασία να ‘χει φτάσει σε ύψη τροπικών ζωνών. Είχαμε σκαρφαλώσει πιο πριν πεζή προς το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού, δίπλα απ’ το ραντάρ του Πολεμικού Ναυτικού, ακριβώς πάνω απ’ το μεγάλο Αμερικάνικο κολλέγιο, στο γνωστό προάστιο των Αθηνών.

5

Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω...

Κατατρεχόμενος καθώς ήμουν υπό ενός περιέργου σθένους να βρεθώ στο μέσα του μοναστηριού, αποφάσισα να χτυπήσω τη θύρα, αλλά η συνοδοιπόρος μου προτίμησε να με περιμένει απέξω. Το έκανα περισσότερο από ενδιαφέρον προς την αρχιτεκτονική της μονής παρά από κάποια ξαφνική έξαρση απαράμιλλης λατρείας μου προς τα Θεία.

3

Οι μεταλλικές επιγραφές προειδοποιούσαν πως πρέπει να ‘ναι κανείς σεμνός για να εισέλθει στον ιερό χώρο. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Η μοναχή μου άνοιξε κι εγώ αμέσως, καταπατημένος απ’ το δαιμόνιο μου για ανακάλυψη νεοφανών λαβυρίνθων, πήγα, σαν βιαστικό παιδί, απευθείας εκεί που δεν έπρεπε να βρίσκομαι σε καμία περίπτωση. Εκείνη κάτι μουρμούρισε που όμως μέσα απ’ τη μάσκα δεν κατάφερα να μεταφράσω σε απλά νεοελληνικά. Τελικά έκανα το μοιραίο λάθος να καταλήξω επίμοχθα κι ανόητα στο θεσπέσια κατασκευασμένο κοτέτσι της μονής, εκεί δηλαδή που δεν έπρεπε να μπω εξ αρχής. Η μοναχή μ' επέπληξε κάπως γλυκά και μου επισήμανε πως είτε θα πρέπει να παρακολουθήσω σιωπηλά τον εσπερινό είτε να εξέλθω του ιερού χώρου. Προτίμησα να φύγω, διότι με περίμεναν.

Γατοπατέρας: Ένα παρά τρίχα Ομηρικό έπος με κοφτερά νύχια και φονικές αλλεργίες

 

Οι άνθρωποι που υπηρετούν ορκισμένοι τον Χριστό έχουν μία πολύ συγκεκριμένη εκφορά των λέξεων, έναν στοματικό, σχεδόν Βυζαντινό χρωματισμό που μ’ εκπλήσσει κάθε φορά που προσγειώνεται στ’ αυτιά μου, γεγονός το οποίο πάντοτε με πιάνει αδιάβαστο. Όχι γιατί δεν καταλαβαίνω τι εννοούν, αλλά διότι όλα τα λεγόμενα τους έχουν μία σχεδόν ηλεκτρική τάση να διαπερνούν το στέρνο μου σάμπως και πρόκειται γι’ αστροπελέκια.

 23

Γιατί όμως το ανέφερα αυτό; Προς τι αυτή η (αν)Ορθόδοξη παρένθεση;

Ήταν ο πρώτος λοξός οιωνός, προοικονομία που θα έσπερνε πορείες προς μονοπάτια δυσανάγνωστα και ελαφρώς κωμικά, στην συνέχεια.

Αφού αφεθήκαμε για λίγο στην έντονη ατμοσφαιρική ποιότητα του λόφου κι απολαύσαμε - όσο είναι δυνατόν αυτό από πλάσματα λυπομανή, κλήρες χημικών ενώσεων αντοχής, εκπαιδευμένα και μαθημένα σε περίεργη μοίρα, ν’ αναπνέουν οξυγόνο εμπλουτισμένο με διάφορα ύποπτα καύσιμα και νεφελώματα εφ’ όρου ζωής - κατηφορίσαμε πάλι, με την μποτίλια του οίνου σχεδόν κενή κι επ’ ώμου, προς αναζήτηση του σαράβαλου μας και για την μεγάλη επιστροφή μας στους γνώριμους φωλεούς του αγαπητού μας κέντρου.

122

Αμ δε! Πολύ θα το θέλαμε βέβαια, αλλά το αυτοκίνητο ήτανε άφαντο! Τα πρόσωπα μας αλλάξανε λάθρα αποχρώσεις πάμπολλες, ίδια ουράνια τόξα της αγωνίας. Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι και μάλιστα νέοι να πάθουν κάτι τόσο άτοπο; Στην αρχή βέβαια νομίζαμε πως είχαμε πέσει θύματα απαλλοτρίωσης αλλά μετά βάλαμε κάτω τα λογικά μας, τα πατήσαμε και τα στήψαμε από τυχόν ίχνη παραισθήσεων, υπολογίζοντας τα, ψυχρά και λογιστικά.

 Ο Άκης Καπράνος θέλει να σώσει την αυθεντικότητα του σινεμά

 

Ναι, τα προαστιακά σοκάκια της Αγίας Παρασκευής θυμίζουν πολύ το ένα τ’ άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε πως βρισκόμασταν καθηλωμένοι σ’ έναν απέραντο λαβύρινθο και το αυτοκίνητο τελούσε χρέη Μινώταυρου. Εμείς όμως ουδεμία συγγένεια δεν είχαμε με κάποια αναπλασμένη Αριάδνη, μίτους δεν είχαμε στα ιμάτια μας κι ούτε τίποτα Βούδες εκ προαστίων είμασταν πλέον.

56

Είχαμε λοιπόν, σχεδόν εγκληματικά, λησμονήσει παντελώς τις συντεταγμένες του οχήματος μας. Ο οίνος και η κατάποση του φυσικά και δεν βοηθούσε, η κούραση μας επίσης, όπως και η αδημονία μας για άμεση αναχώρηση και προσγείωση σε κάποια προσωπική μας ενδοστρέφεια.

Μετά από τόσο φρέσκο αέρα που είχαμε εισπνεύσει, ζαλιζόμασταν κιόλας.

677

Και κάπου εδώ κατάλαβα πως θα έβρισκα το όχημα μας, έπρεπε να ακολουθήσουμε την πορεία των οικημάτων και των πολυκατοικιών, φαινομενικά χαώδης, διέπονταν όμως από μία εσωτερική τάξη η οποία συνάγονταν με τις αναμνήσεις μου άμεσα. Ναι όλες οι πολυκατοικίες έμοιαζαν να είναι βγαλμένες απ’ την δεκαετία του ’90, γεγονός πολύ διαφορετικό απ’ τις πολυκατοικίες του κέντρου της Αθήνας που ως επί το πλείστον είναι απ’ το ’60 ή το ’50.

Η παιδική ηλικία μου θα μας έβγαζε από αυτή την ολοένα μεγεθυνόμενη απογευματινή μας φρικίαση.

Υποχόνδριος: Όλες οι αγαπημένες μου ασθένειες που ποτέ δεν τις είχα

 

Αυτή η συνειδητοποίηση με συνεπήρε και σχεδόν ξέχασα το πρόβλημα μας του χαμένου οχήματος. Άρχισα να κοιτάω με λαιμαργία τα μπαλκόνια και τις αρχιτεκτονίες των πολυκατοικιών. Η κάθε μία ήταν εντελώς ξεχωριστή, αλλά όλες ήτο βγαλμένες από το παρελθόν μου. Είχα κάνει λάθος. Φαινομενικά μόνο έμοιαζαν μεταξύ τους κι αυτό λόγω του ότι η Αγία Παρασκευή είναι γεμάτη, στην κυριολεξία, με πολυκατοικίες, τόσο που στον οφθαλμό σου διενεργείται μία αυταπάτη.

245

Αισθανόμουν πως είχα επιστρέψει μέσω της λανθάνουσας αυτής περιπλάνησης μας, πίσω στην άβολη αλαλία της εφηβεία μου. Οι γωνίες των μπαλκονιών τρυπούσαν τον αμφιβληστροειδή μου με τόση απόλαυση που δεν χόρταινα να τις κοιτάω. Ήταν σαν να είχα επισκεφτεί κάποιο κοιμητήριο των παλαιών μου ημερών, αυτή τη φορά όμως, επιστρεφόμενος με περισσότερη γνώση, πάρεξ όξινων συναισθημάτων.

Πλέον μπορούσα να εκτιμήσω το παρελθόν μου και το τι είχα εντός μου τόσα χρόνια και δεν ήμουν ικανός να το προσδιορίσω, έστω και αρχιτεκτονικά. Μέσω αυτής την λανθάνουσας άξαφνης παννυχίδας των πεζοδρομίων ήταν σαν ν’ ανακάλυπτα τους λόγους ύπαρξης της συγκεκριμένης αισθητικής μου.

9

Το ότι χάσαμε το αυτοκίνητο, για μένα, ήταν ένα λυγμικό θαύμα, μία αιτία να επιστρέψω, κάπως αθέμητα, πίσω στον εαυτό μου και να ξεδιαλύνω - έστω και προς στιγμήν - το εσώτερο χάος που τον διέπει εκ γενετής

Δεν είχα ποτέ υποψιαστεί πως είναι δυνατόν η ψίχα ενός άγνωστου προς ημάς προαστίου που ‘ναι δομημένο από ατσάλι, μπετό και καταβαραθρωμένα ρείθρα, ν’ ακουμπήσει τόσο αδρά αλλά αποτελεσματικά την χαυνωμένη καρδιά μου.

2

Και να τελικά που εφάνη μες την σκονισμένη του δόξα, ομπρός μας το όχημα, σιμά ενός εξαίσιου αλλά κρυμμένου ερειπίου, τ' οποίο βέβαια ουδείς ντόπιος δυστυχώς δεν εγνώριζε τι ήταν κάποτε, τι πρέσβευε και ποιοι το διαπερνούσαν. Το βαθύ παρελθόν ήρθε και πάρκαρε δίπλα μας, μειδιάζοντας πονηρά, υπενθυμίζοντας μας τον ανελέητο εξαφανισμό των πάντων, καθώς εμείς είμασταν χαμένοι στο ασήμαντο, πρόσφατο και απόλυτα προσωπικό παρόν μας.

Λαβύρινθε σ’ ασπάζομαι. Μακάριοι όλοι οι χαμένοι που κρύβεις μέσα σου.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved