Η ευλογία του να μεγαλώνεις σε ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο

Εκεί που κάποτε δέσποζαν βιβλία, τώρα πίνουν τα ούζα τους οι θαμώνες ενός καφενείου.

Το βιβλιοπωλείο μας δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα της εποχής. Ή τουλάχιστον, όχι στα δικά μου τα μάτια. Ήταν ένας ασυνήθιστα μεγάλος -αλλά γεμάτος- χώρος, που εύκολα θα μπορούσε να δώσει τη θέση του σήμερα σε ένα Αμερικάνικο εστιατόριο και εκεί που κάποτε δέσποζαν οι σελίδες των μεγαλύτερων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τώρα να έψηναν φτερούγες κοτόπουλου με τραγανό και πικάντικο κουρκούτι. Όχι ότι στο τέλος συνέβη κάτι το εντελώς διαφορετικό από το εν λόγω σενάριο.

 

Η πρώτη εικόνα

Αυτό που έβλεπες έξω από το μαγαζί ήταν οι μπάλες μπάσκετ και ποδοσφαίρου, οι αφίσες στο σιδερένιο σταντ, δύο παιδικά ποδήλατα και μία μικρή συρταριέρα που είχε μετατραπεί σε πλατφόρμα όπου ακουμπούσαν έναν τεράστιο αρκούδο. Ποτέ δεν κατάλαβα τη χρησιμότητά του εκεί. Βρωμιζόταν συνέχεια και το πλυντήριο έμπαινε σε λειτουργία κάθε τρεις και λίγο μόνο για εκείνον. Άσε που όταν σουρούπωνε ήταν αρκετά τρομακτικός. Τα δήθεν χαρούμενα, βιδωτά του μάτια γυάλιζαν κάτω από τα φώτα της εξόδου και τον προβολέα του πεζοδρομίου και τον μετέτρεπε σε μία αρκετά ανατριχιαστική ύπαρξη που σε παρακολουθούσε σιωπηλά και κατέστρωνε σχέδια. Αυτά άλλαζαν ανάλογα τη μέρα, και την γενναιότητά μου.

Τότε ήμουν περί τα 8 μου χρόνια. Τα μαλλιά μου ήταν πάντα κοντοκουρεμένα. Επιλογή του σπιτιού. Ίσως επειδή έτσι έλυναν πολλά θέματα πρακτικότητας και διευκόλυνσης στην καθημερινότητα. Δεν μπορώ να πω ότι με ένοιαζε και ιδιαίτερα. Τα σαββατοκύριακα, προτεραιότητά μου τότε ήταν να βλέπω τα παιδικά της τηλεόρασης νωρίς το πρωί και μετά να κατεβαίνω ακριβώς κάτω από το σπίτι στο βιβλιοπωλείο. Στεκόμουν και το κοιτούσα καμιά φορά και γέμιζα ζεστασιά, και ένα τεράστιο χαμόγελο. Μετά, ανακάλυψα τη Ματίλντα, καταχωνιασμένη σε ένα σκονισμένο ράφι δίπλα στο γραφείο με την ταμειακή μηχανή και ο Roald Dahl έκανε πολύ καλή δουλειά να με πείσει ότι οι πιο ικανές μικρές μάγισσες δεν ήθελαν μακριά μαλλιά. Κοιτούσαν έντονα το πόμολο της πόρτας και αυτή έκλεινε. Το δοκίμασα αρκετές φορές και δεν έπιασε ούτε μία.

 

 

Το βιβλιοπωλείο είχε έναν δικό του αέρα

Η αριστερή πλευρά καθώς έμπαινες δε με απασχολούσε. Δίπλα στην πόρτα ήταν γεμάτο κούκλες κάθε λογής, ενώ πίσω τους περίμεναν αγωνιστικά αυτοκινητάκια. Δύο πάγκους πιο κει υπήρχαν αυτοκόλλητα, άλμπουμ ζωγραφικής, φωτογραφιών και λευκώματα ειδικά για να τα μοιράσεις σε όλους σου τους συμμαθητές και να σου απαντήσουν στις πιο προσωπικές ερωτήσεις που τους έκανες. Τίποτα από αυτά δε με συγκινούσε. Μοναδική εξαίρεση – μία τεράστια γάτα που κατέφτασε κάποια στιγμή, καθισμένη πάνω σε ένα κόκκινο βασιλικό μαξιλάρι για να σου νιαουρίζει και να κουνάει το κεφάλι της κάθε φορά που πίεζες το κουμπί στο δεξί της πόδι. Κάθε μέρα την πλησίαζα και ποτέ δε βαριόμουν να πατήσω άλλη μία φορά εκείνο το κουμπί. Ώσπου μετά από δύο εβδομάδες, μία οικογένεια ήρθε και την αγόρασε για τα γενέθλια του μικρού γιου, γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να τον κάνει να διαβάσει βιβλία.

 

Εγώ με το που περνούσα τη βιτρίνα, συνέχιζα εντελώς ευθεία και λίγο πριν το γραφείο του αφεντικού -όπου αφεντικό - η μαμά μου-, έστριβα δεξιά και πάλι δεξιά και έφτανα με φόρα τέρμα κάτω και δίπλα στην πόρτα από τη δεξιά της πλευρά. Ήταν το σημείο ακριβώς πίσω από μία τεράστια, χάρτινη θήκη για αφίσες, κάτι που δημιουργούσε την τέλεια κάλυψη ώστε να μη με βλέπουν οι περαστικοί απέξω και να μπορώ να δημιουργήσω το δικό μου φρούριο. Ένα φρούριο που για τοίχους χρησιμοποιούσε τα βιβλία στις ραφιέρες δεξιά και αριστερά και για φύλακα μία μετρίου αναστήματος λεοπάρδαλη που είχα βρει στην άλλη πλευρά και ζήτησα να κρατήσω στο βασίλειό μου. Για ευνόητους λόγους, φυσικά. Κάθε βασίλειο χρειάζεται εποπτεία.

Όλος αυτός ο διάδρομος ήταν αφιερωμένος στα βιβλία. Σχολικά, λογοτεχνικά, εγκυκλοπαίδειες, κόμικς, ό,τι, τέλος πάντων, είχε σελίδες δεμένες μεταξύ τους. Δε ρώτησα ποτέ με ποιο να αρχίσω. Η διαδικασία της διαλογής ήταν απλή. Πρώτα, κοιτούσα τον τίτλο. Αν αυτός με τράβαγε, τότε έβγαζα το βιβλίο από το ράφι. Έπειτα, πήγαινα στο εξώφυλλο, όπου δεν αφιέρωνα περισσότερο από δύο δευτερόλεπτα, εκτός κι αν ήταν κάτι εξαιρετικό. Στο τέλος, γυρνούσα πίσω και διάβαζα την περίληψη. Στην περίπτωση που και αυτή με έπειθε, είχαμε νικητή. Καθόμουν με τα πόδια οκλαδόν και την πλάτη πάνω στις ξύλινες προεξοχές των ραφιών -κάτι καθόλου βολικό, γι’ αυτό και στη συνέχεια πρόσθεσα το μαξιλάρι μίας από τις καρέκλες που είχαμε στο μπαλκόνι- και ξαναείχες παιδί μόλις γυρνούσε και η τελευταία σελίδα του βιβλίου.

bookstore3

Ένα βράδυ κοιμόμουν στο σαλόνι του σπιτιού. Το παράθυρο ήταν στην ίδια ακριβώς παράλληλο με του βιβλιοπωλείου, απλώς έναν όροφο πάνω. Με το που άκουσα δύο μεγάλους γδούπους και τζάμια να σωριάζονται στο έδαφος ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όλοι στο σπίτι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους. Βγήκαμε στο μπαλκόνι να εποπτεύσουμε με ασφάλεια το θέμα και είδαμε αυτό που όλοι φανταζόμασταν αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να ξεστομίσει μέχρι τότε. Ο ήχος από τα τζάμια που έσπασαν προερχόταν από την τζαμαρία που τώρα μάλλον δεν υπήρχε από τη δεξιά πλευρά του μαγαζιού. Μόνο τα κομμάτια πεταμένα στο πεζοδρόμιο μπορούσες να δεις από ψηλά. Κανέναν φταίχτη. Ούτε η αστυνομία που ήρθε μπόρεσε να βρει τον υπαίτιο, ο οποίος είτε ήθελε να κλέψει αλλά δεν περίμενε ότι θα προκαλούσε τόσο θόρυβο στη γειτονιά είτε απλώς ήθελε να προκαλέσει τη ζημιά.

Στο μυαλό μου εκείνο το περιστατικό ήταν η αρχή όλων. Ίσως επειδή με είχε τρομάξει. Ίσως επειδή έκανα καιρό να στρατοπεδεύσω ξανά στη γωνία μου μαζί με όλα τα βιβλία. Στην πραγματικότητα, ήταν μία απλή σύμπτωση. Οι πωλήσεις στο μαγαζί είχαν ήδη αρχίσει να σημειώνουν πτώση. Στο μαγαζί μας ψώνιζαν όλο και λιγότεροι, λες και επρόκειτο για κάποια λέσχη όπου έμπαινες μόνο με ειδική πρόσκληση. Οι πελάτες που ήταν τακτικοί βρίσκονταν με αυξανόμενη συχνότητα στα μεγάλα πολυκαταστήματα. Εκείνα που μπαίνεις μέσα για ένα βιβλίο και φεύγεις με τρεις σακούλες για κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Ακόμα και με εκείνα τα άχρηστα και άψυχα διακοσμητικά φιγουράκια που είδες στο ταμείο λίγο πριν πληρώσεις και είπες «Έλα μωρέ, 50 λεπτά κάνει», λίγο πριν το τοποθετήσεις στο καλάθι για τον τελικό λογαριασμό.

 

 

Έβλεπα ότι η μαμά μου πια κοιτούσε τα λογιστικά βιβλία προβληματισμένη. Τα χρήματα δεν έβγαιναν. Σημείωνε διάφορα στα χαρτιά Α4 που είχε δίπλα της και κατέληγε να ξεφυσάει. Ώσπου μία μέρα συνέβη αυτό που φοβόμουν. Ανακοινώθηκε στο μεσημεριανό τραπέζι ότι θα κατεβάζαμε ρολά. Όλοι στενοχωρήθηκαν. Όλοι. Ακόμα και ο γείτονας που είχε τσακωθεί με τη μαμά μου για την τιμή μίας τσάντας και έκαναν δύο μήνες να μιλήσουν μετά από αυτό. Εγώ, μπερδεμένη. Περισσότερο κι απ’ όταν είχα ανακαλύψει την Ιστορία Δύο Πόλεων πίσω από τον Moby Dick και είχα χαθεί στις σελίδες του Dickens κάπου ανάμεσα σε Λονδίνο και Παρίσι.

Από εκείνη τη στιγμή, ήταν υπόθεση ούτε ενός μήνα να αδειάσει όλο το μαγαζί. Περνούσες απέξω και το μόνο που είχε απομείνει ήταν μερικά σταντ και χαρτιά παραπεταμένα εδώ κι εκεί. Τίποτα που να θυμίζει το γεμάτο ζωντάνια βιβλιοπωλείο στις δόξες του. Την επόμενη σεζόν, εκεί που κάποτε υπήρχαν βιβλιοθήκες, τώρα ήταν ράφια με χαμηλά ποτήρια. Εκεί που άλλοτε υπήρχαν τσάντες, χάρακες και κουτιά με παιχνίδια, τώρα ήταν στρογγυλά τραπέζια με ξύλινες καρέκλες και σερβιτόρες να περνάνε ανάμεσα σερβίροντας την πελατεία. Στη γωνία μου, καθόταν μία παρέα αντρών και έπινε τα ουζάκια της με μερικούς μεζέδες. Ο ένας κρατούσε μία αθλητική εφημερίδα στα χέρια και οι άλλοι δύο σχολίαζαν τους περαστικούς. Το βιβλιοπωλείο ήταν πια παρελθόν. Το μέλλον ανήκε σε ένα καφενείο.

 
Όταν ήρθε η ώρα για σχολικά ψώνια, πήγαμε κι εμείς στο μεγάλο πολυκατάστημα. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και κοιτάξαμε προς την κατεύθυνση της εισόδου κάπως διστακτικά. Όλοι υποκρίνονταν ότι τίποτα δεν ήταν περίεργο. Ένα βλέμμα, όμως, ήταν αρκετό για να δείξει ότι πίσω από το άβολο χαμόγελο υπήρχε μία βαθιά στενοχώρια. Και προσπάθεια προσαρμογής στον νέο, διαφορετικό κόσμο. Πήραμε το πλαστικό καλάθι πίσω από τις αυτόματες πόρτες που άνοιξαν καθώς ανίχνευσαν την κίνηση των σωμάτων. Διασχίσαμε τους φαρδείς βιομηχανικούς διαδρόμους. Ρωτήσαμε μία υπάλληλο και μας υπέδειξε την κατεύθυνση για τις κασετίνες. Παραδίπλα ήταν ένας ολόκληρος πολιτισμός από γόμες και μολύβια. Καθώς φτάναμε στο ταμείο, είδαμε τα καλάθια με τις μικροσκοπικές σφραγίδες και τους μαγνήτες. Ό,τι έπιανες - μισό ευρώ. Πήραμε από ένα και τα προσθέσαμε στο σύνολο. Πληρώσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο. Βάλαμε τις σακούλες στο πορτ μπαγκάζ στην ίδια ρουτίνα που βάζαμε τα τυριά και τα γάλατα από το σούπερ μάρκετ.

Η μαμά έβαλε μπρος τη μηχανή. Ξεφύσηξε. Κοίταξε στη θέση του συνοδηγού που καθόταν ο αδερφός μου και έστρεψε το βλέμμα της στη λεωφόρο. Εγώ, στα πίσω καθίσματα. Όχι στη μέση, όπου καθόμουν πάντα για να βλέπω σαν να καθόμουν κι εγώ μπροστά. Στο δεξί παράθυρο. Κοιτούσα το διώροφο κτίριο με την τεράστια φωτεινή επιγραφή. Και δεν ένιωθα τίποτα.

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved