Getty Images | Orjan F. Ellingvag Πώς τα βιβλία του Philip Roth μας έκαναν να αγαπήσουμε το γράψιμο

85 χρόνια ζωής, 31 βιβλία, άπειρα μαθήματα για τον εαυτό σου.

Η πρώτη φορά που διάβασα Ροθ ήταν στο Πανεπιστήμιο. Ο τότε 50χρονος επικοινωνιολόγος και καθηγητής μας,  Έινταν Κάλλοου, είχε αναφέρει σε μία διάλεξή του ότι «Είναι διαφορετικό να διαβάζεις λογοτεχνία και διαφορετικό  να διαβάζεις Φίλιπ Ροθ». Ο πατέρας μου τον είχε μόνο ακουστά. Οι συμφοιτητές δεν τον ήξεραν. Έπρεπε να φτάσω στη δεύτερη μου δουλειά στα περιοδικά για ν’ ακούσω να μιλάνε για τον Ροθ με την ίδια βαρύτητα που μιλούσαν οι αθλητικοί δημοσιογράφοι για τον Μαραντόνα. Έναν άνθρωπο που κατάφερε να μετατρέψει το γράψιμο σε εμπειρία.

 

W6ZQYJS4AZCCZB2SF7ULVWFZNE

 

Αν δεν κάνω λάθος, σας έχω ξαναμιλήσει για κείνο το συκώτι που αγόρασα από ένα χασάπικο και το πήδηξα πίσω από μια γιγαντοαφίσα, καθοδόν για το μάθημα του μπαρ-μίτσβα. Ε, λοιπόν, Παναγιότατε, θέλω να τα βγάλω όλα από μέσα μου. Αυτή...εεε...αυτό, δεν ήταν το πρώτο μου κομμάτι. Το πρώτο μου κομμάτι το γλέντησα στο ίδιο μου το σπίτι, τυλιγμένο γύρω από την π***** μου, στο μπάνιο, στις τρεισήμιση - και μετά, στις πεντέμιση, καρφωμένο σ' ένα πηρούνι, μαζί με τ' άλλα τα μέλη της δύστυχης, αθώας, οικογένειάς μου. (Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, Εκδόσεις Πόλις).

 

b35062ff 69a8 4781 ab3b c6db248f6290

 

Η πρώτη επαφή

Είχα προλάβει να διαβάσω Μπουκόβσκι πριν ξεκινήσω το «Σύνδρομο Πόρτνοϊ». Ένα βιβλίο που έδειχνε ιδιαίτερα κωμικό και συνάμα σκοτεινό. Που έβαζε στο στόχαστρο την καταπίεση και το δήθεν πρότυπο που πρέπει να έχει η οικογένεια.

Η Εβραϊκή κοινότητα το είχε πάρει ιδιαίτερα προσωπικά όταν το βιβλίο έγινε best seller, με τις αφηγήσεις του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ για την αυστηρή μάνα του, τον δυσκοίλιο πατέρα του και την ιδιαίτερη σχέση που είχε ο Άλεξ με το πουλί του μεγαλώνοντας. Το είπαν σκουπίδι, μαρτύριο ή και «ό,τι χειρότερο έχει γραφτεί». Ήταν όμως μία άποψη ζωής. Ένα ακόμη κοινωνικό φαινόμενο. Για την ακρίβεια, όσο περισσότερο διάβαζες τον Ροθ τόσο ευκολότερα μπορούσε να σε πείσει ότι επρόκειτο για κοινωνιολόγο.

Χρησιμοποιούσε τρανταχτά παραδείγματα μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες. Τα ζευγάρια, οι πρωταγωνιστές, ο κόσμος, ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Η «απέναντι» από τον δρόμο οικογένεια. Και πίσω από κάθε κεντρικό στόρι, ο Ροθ έδινε πάντα το μήνυμα του «Αυτοί είμαστε, σας αρέσει δεν σας αρέσει. Χωνέψτε το και ξεκολλάτε». Είτε χανόσουν με τον διονυσιακό Μίκι του «Το θέατρο του Σάμπαθ», είτε προσπαθούσες να φανταστείς το γάμο σου να πρωταγωνιστεί στο «Παντρεύτηκα έναν Κομμουνιστή», κατέληγες ότι ο Ροθ δεν στόχευε μόνο στο να διηγηθεί μία ιστορία, αλλά να βγάλει κοινωνιολογικά πορίσματα μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. «Γιατί οι άνθρωποι άλλωστε είναι το μοναδικό πράγμα που μετράει στον πλανήτη. Απλά δεν ισχύει για όλους», είχε πει σε συνέντευξή του.

 

h 00008383

 

 

Το σύνδρομο Ροθ

Για εμάς τους συντάκτες του περιοδικού Τύπου, ο Ροθ ήταν δάσκαλος. Μέντορας. Αυτό που προσπαθείς να γίνεις, αλλά ξέρεις ότι δεν θα φτάσεις ποτέ να το καταφέρεις. Ειδικότερα υπήρχε και υπάρχει σε όλους αυτή η ενδόμυχη επιθυμία να βγάζεις κάτι που να παραπέμπει τον άλλο σε κάποιον διάσημο συγγραφέα. Κανείς δεν πρόκειται να το παραδεχτεί αλλά ισχύει. Δηλαδή, μέχρι και σήμερα, είναι κομπλιμέντο να γυρίσεις σε κάποιον και να πεις ότι η γραφή του «Μπουκοβσκίζει».

Με τον Ροθ δυσκολευόσουν να το κάνεις αυτό. Όχι μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε αλλά για την ορμή που είχε η ροή του κειμένου του. Προσπαθούσαμε τόσο πολύ να του μοιάσουμε σε ό,τι και αν γράφαμε, σε σημείο που -σε μία παλιά δουλειά- είχαμε αρχίσει να έχουμε ως αστείο πως πάσχουμε από κάποιο «Σύνδρομο του Φίλιπ Ροθ». Και ήμασταν χαρούμενοι γι’ αυτό. Όχι μόνο επειδή είχαμε την τύχη να διαβάζουμε τα βιβλία του, αλλά επειδή μας δόθηκε η ευκαιρία να κοιτάξουμε τα κείμενα του με την ίδια προσοχή μίας επιστημονικής διατριβής.

Και δεν ήταν μόνο εξαιτίας του Πούλιτζερ που είχε κερδίσει, ούτε εξαιτίας των διθυραμβικών κριτικών που τον ήθελαν ως τον σημαντικότερο εν ζωή λογοτέχνη της εποχής μας. Ήταν ότι, σαν γραφιάδες, βλέπαμε πως μας έκανε καλύτερους. Το πόσο βοήθησε το δικό μας γραπτό να καλλιεργηθεί και να εξελιχθεί, σε σημείο που όταν διαβάζαμε παλιά μας κείμενα, μονολογούσαμε «Πώς έγραφα έτσι, ρε γαμώτο;». Αυτός ήταν ο Ροθ. Ένας μπαμπάς που είχε τόσα παιδιά χωρίς καν να το γνωρίζει. Και που εν αγνοία του, μέσα από τις λέξεις του, τους άφησε ολόκληρη παρακαταθήκη.

 

jp roth 1 popup

 

Τον εαυτό σου τον φαντάζεσαι μόνο να παίζει μπάλα, να φτιάχνει γάντια και να παντρεύεται την Μις Αμερική. Εκεί έξω με την Μις Αμερική, να ζείτε μες στη σιωπή και την αποβλάκωση. Εκεί έξω, να το παίζετε τυπικοί λευκοί προτεστάντες, μια σκατο-Ιρλανδεζούλα από τα ντοκ του λιμανιού του Ελίζαμπεθ κι ένας κωλο-Εβραίος από το Λύκειο του Γουικουέικ. Οι αγελάδες. Η Κοινωνία των αγελάδων. Η παλιά Αμερική της περιόδου των αποικιών (Αμερικανικό Ειδύλλιο, Εκδόσεις Πόλις). 

 

Το αληθινό τέλος

Πολιτική σάτιρα. Κατακεραύνωση της αμερικανό-εβραϊκής αστικής τάξης. Σεξ και κοινωνία. Μέσα σε 31 βιβλία ο Ροθ τα κάλυψε όλα. Τόσο πολύ, που είχε το σθένος να αποχωρήσει από την συγγραφή πριν καεί ολοσχερώς. Και αυτές οι οικειοθελείς αποχωρήσεις χρειάζονται αρχίδια. «Συγκεντρώνομαι στο μεγάλο έργο να μην κάνω τίποτε. Πέρασα πολύ ωραίες στιγμές αυτά τα τρία -τέσσερα τελευταία χρόνια. Τώρα που δεν γράφω πια, δεν θέλω παρά να φλυαρώ», είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στο BBC συμπληρώνοντας «Έφθασα στο τέρμα. Δεν υπάρχει πια τίποτε για να γράψω».

Ακόμη και αν πέθανε τα ξημερώματα από ανακοπή σε ηλικία 85 ετών, εμείς την μεγάλη απώλεια του Ροθ τη ζήσαμε το 2014. Τότε που ανακοίνωσε πως θα μείνει μακριά από την συγγραφή και τις δημόσιες εμφανίσεις. Και παρότι η «Νέμεσις» ήταν το τελευταίο του, ελπίζαμε πως ίσως και να επέστρεφε. Όμως και ο ίδιος ο Ροθ, ήξερε πως οι συγγραφείς, οι καλοί συγγραφείς, αυτοί που ποτίζουν με ιδέες και εμπειρίες τα μυαλά των ανθρώπων, πεθαίνουν όταν σταματούν να γράφουν και ανασταίνονται για λίγο μόλις ξεφυλλίζεις τα βιβλία τους.

 

 BN VC927 bkrvro GR 20170914135923

 

Ο Φίλιπ Ροθ με βοήθησε να σκέφτομαι έξω από το κατεστημένο και τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά αν κατάφερε να μου δώσει ένα δώρο, ήταν αυτή η καθημερινή αμφιβολία που υπάρχει και που πρέπει να υπάρχει, για να μπορείς να συνεχίζεις να γράφεις. Αυτή η πρόταση που απαιτείται να μένει ζωντανή για να κάνει την διαφορά στα κείμενα και τις λέξεις. Αυτό το βάσανο εκατομμυρίων γραφιάδων εκεί έξω που δεν θέλουν να ξεφορτωθούν το μικρόβιο της συγγραφής για να μπορούν να λένε καθημερινά. «Μπα. Μπορώ και καλύτερα».  

Ακολούθησε τον Κώστα Χρήστου στο Facebook



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved