Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή ενός άντρα που καθορίζουν το χαρακτήρα του. Άλλοι λένε ότι είναι όταν αλλάζει λάστιχο με βροχή. Άλλοι, όταν στήνει μόνος του έπιπλο από το IKEA χωρίς να περισσέψουν βίδες. Εγώ λέω ότι το πραγματικό τεστ της αντρίλας έρχεται κάθε φθινόπωρο, όταν πρέπει να αντιμετωπίσεις τον μεγαλύτερο εχθρό του σύγχρονου άντρα: την αλλαγή εποχιακής γκαρνταρόμπας.
Ναι, φίλε μου. Το να «κατεβάσεις τα χειμωνιάτικα» δεν είναι απλώς δουλειά. Είναι αποστολή. Είναι μάχη με τη λογική, τη φυσική, τη μνήμη και, κυρίως, με το χάος που κρύβεται στο πατάρι. Γιατί εκεί πάνω, πίσω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα κουτιά με τις φωτογραφίες του 2003, παραμονεύουν τα πλεκτά του περασμένου αιώνα, τα πουλόβερ που σου πήρε η πρώτη σου γκόμενα και η βαριά, μυστηριώδης μυρωδιά ναφθαλίνης. Το aftershave του φόβου.

Η διαδικασία ξεκινά πάντα με υπερβολική αυτοπεποίθηση. «Δύο τσάντες είναι, πέντε λεπτά δουλειά». Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι οι τσάντες αυτές είναι το ελληνικό ανάλογο της Πανδώρας. Τις ανοίγεις και απελευθερώνονται ξεχασμένα ρούχα, κάλτσες-μοναχικές ψυχές, φούτερ που θυμίζουν άλλες εποχές και ένα ζευγάρι γάντια που μυστηριωδώς έχει τρία δεξιά. Κανείς δεν ξέρει πού πάνε τα αριστερά γάντια. Πιθανόν στον ίδιο παράλληλο κόσμο που πάνε και τα τάπερ χωρίς καπάκι.
Εκεί ξεκινά η πραγματική δοκιμασία. Πρέπει να ξεχωρίσεις τι θα φορέσεις, τι θα δώσεις και τι θα κρατήσεις «για μέσα στο σπίτι». Και φυσικά, δεν έχεις ιδέα ποιο είναι ποιο. Το φούτερ που κάποτε φορούσες στο γυμναστήριο τώρα μυρίζει σαν υπόγειο. Το μάλλινο πουλόβερ που αγόρασες πέρσι «επειδή έδειχνε ωραίο στη βιτρίνα» θυμίζει περισσότερο εσωτερική επένδυση αρκούδας. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι το να κατεβάσεις τα χειμωνιάτικα δεν είναι οργανωτικό project — είναι ψυχοθεραπεία. Γιατί βλέπεις, κάθε ρούχο είναι ένα μικρό flashback. Το μπουφάν που φορούσες στο πρώτο σου ραντεβού. Το κασκόλ που σου έπλεξε η μάνα σου και το έχεις ακόμη «για συναισθηματικούς λόγους». Το παντελόνι που δεν κουμπώνει πια, αλλά το κρατάς γιατί είσαι σίγουρος ότι “του χρόνου θα μπω”. Ε, όχι. Δεν θα μπεις. Αλλά δεν το πετάς. Είναι αρχή.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε κουβέρτες, παλτό και αναμνήσεις, η ντουλάπα αρχίζει να σου υπενθυμίζει ποιος είσαι - ή ποιος νόμιζες ότι είσαι. Κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του έχει κάνει αυτή τη σιωπηλή μάχη με τα ρούχα του. Έχει σταθεί μπροστά στη ντουλάπα, με ένα σωρό μισοδιπλωμένα φούτερ στα πόδια, και έχει πει “τι στο καλό, ποιος τα αγόρασε όλα αυτά;” - χωρίς να θυμάται ότι η απάντηση είναι «εγώ».

Φυσικά, υπάρχει και το κλασικό σημείο που μπαίνει στο κάδρο η σύντροφος (αν υπάρχει). Θα περάσει από δίπλα, θα ρίξει μια ματιά στο χάος και θα πει με εκείνη τη φωνή της λογικής: “Να πετάξεις επιτέλους αυτά τα παλιά”. Εκεί, ως άντρας, έχεις δύο επιλογές. Ή θα υποκύψεις και θα αρχίσεις να πετάς με οργή, ή θα δώσεις μια συγκινητική ομιλία περί “χρήσιμου ρουχισμού σε περιόδους κρίσης”. Καμία από τις δύο δεν λειτουργεί, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις - είναι θέμα αξιοπρέπειας. Κάπου στο ενδιάμεσο, θα βρεις και εκείνο το δερμάτινο που πάντα πίστευες ότι σε έκανε να μοιάζεις με τον Ryan Gosling. Το φοράς, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, και η σκληρή αλήθεια είναι ότι μοιάζεις περισσότερο με τον θείο Σάκη στα γενέθλια του ανιψιού του. Αλλά δεν πειράζει. Το ξανακρεμάς, γιατί “είναι κλασικό κομμάτι”.
Όταν τελικά τελειώσεις, ιδρωμένος, σκυφτός, αλλά δικαιωμένος, υπάρχει αυτή η μικρή στιγμή υπερηφάνειας. Η ντουλάπα είναι τακτοποιημένη (κατά 60%), τα ρούχα διπλωμένα (περίπου), και εσύ νιώθεις ότι έχεις επιτελέσει κάτι σημαντικό. Γιατί το να κατεβάσεις τα χειμωνιάτικα δεν είναι αγγαρεία. Είναι δήλωση ύπαρξης. Είναι το “ναι, είμαι εδώ, έτοιμος για το κρύο, για τον λογαριασμό της ΔΕΗ και για τα Σαββατόβραδα με κουβέρτα και Netflix”.
Κι αν κάποιος σου πει ότι αυτό δεν είναι αντρική υπόθεση, πες του απλά:
«Φίλε, μίλα μου όταν θα έχεις βγάλει το κουτί με τις μπότες χωρίς να ρίξεις κάτω το μισό πατάρι».
Γιατί ο πραγματικός άντρας δεν μετριέται από το πόσα κιλά σηκώνει στο γυμναστήριο, αλλά από το πόσες σακούλες χειμωνιάτικα μπορεί να κουβαλήσει χωρίς να γκρινιάξει.