Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο δεν υποδύθηκε απλώς γκάνγκστερ· τους ενσάρκωσε με τόση αλήθεια που το ίδιο το είδος, στον κινηματογράφο, μετριέται πλέον με το όνομά του. Όταν εμφανίζεται στην οθόνη ως άνθρωπος του υποκόσμου, η ατμόσφαιρα αλλάζει: ο αέρας γίνεται πυκνότερος, οι σκιές βαθύτερες, οι λέξεις βαραίνουν. Δεν βλέπεις έναν ηθοποιό να μιμείται τον κακοποιό – βλέπεις έναν άντρα που μοιάζει να γεννήθηκε για να επιβιώσει σε κόσμους όπου η τιμή και η προδοσία, η βία και η σιωπή, είναι τα μόνα σταθερά νομίσματα. Υπάρχει κάτι το τελετουργικό σε κάθε του κίνηση: το πώς ανάβει ένα τσιγάρο, το πώς κοιτάζει έναν συνεργάτη, το πώς κλείνει μια πόρτα γνωρίζοντας ότι από πίσω της μπορεί να μην υπάρχει επιστροφή.
Η πρώτη του πραγματικά μνημειώδης κατάδυση στον γκανγκστερικό κόσμο ήρθε το 1974, όταν υποδύθηκε τον νεαρό Βίτο Κορλεόνε στο The Godfather Part II. Εδώ, ο Ντε Νίρο είχε την τεράστια πρόκληση να «σταθεί» δίπλα στον θρύλο του Μάρλον Μπράντο, όχι αντιγράφοντάς τον, αλλά δημιουργώντας έναν προγενέστερο Βίτο που δεν είχε ακόμη μεταμορφωθεί στον επιβλητικό πατριάρχη της πρώτης ταινίας. Ο δικός του Βίτο είναι σιωπηλός, υπομονετικός, με βλέμμα που μετρά κάθε κίνηση και σπάνια αφήνει το συναίσθημα να διαρρεύσει. Εκείνη η αργή, μελετημένη άνοδος από τον φτωχό μετανάστη στον σεβαστό –και φοβισμένο– αρχηγό, έβαλε τον Ντε Νίρο στο πάνθεον και έδωσε το πρώτο στίγμα του για το πώς βλέπει τον εγκληματία: όχι σαν καρικατούρα, αλλά σαν άνθρωπο με δικούς του κανόνες τιμής.
Αν ο Βίτο Κορλεόνε ήταν η γέννηση ενός «βασιλιά», τότε ο Τζίμι Κόνγουεϊ στο Goodfellas ήταν η ενσάρκωση του γοητευτικού λύκου της μαφίας. Ο Τζίμι, εμπνευσμένος από τον πραγματικό Τζίμι Μπερκ, δεν είναι ηγεμόνας αλλά ένας παίκτης υψηλού ρίσκου, που ξέρει να χαμογελά πλατιά και την ίδια στιγμή να οργανώνει μια δολοφονία με την ίδια ευκολία που θα παρήγγελνε ένα ποτό. Στην ταινία του Σκορσέζε, ο Ντε Νίρο αποδεικνύει ότι η πραγματική δύναμη του μαφιόζου δεν βρίσκεται στην κραυγή, αλλά στο ψιθύρισμα. Η πιο τρομακτική του στιγμή δεν είναι σε σκηνή βίας, αλλά όταν κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο με βλέμμα που λέει «ξέρεις ότι δεν μπορώ να σε αφήσω να ζήσεις». Είναι η δύναμη του υπαινιγμού, η τέχνη του να παγώνεις τον άλλον χωρίς να σηκώσεις φωνή.
Και μετά ήρθε το Casino, ίσως η πιο πλήρης μελέτη του Ντε Νίρο πάνω στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Ως Σαμ “Ace” Ρόθσταϊν, παίζει έναν άνθρωπο που δεν είναι γέννημα της μαφίας, αλλά προϊόν της αφοσίωσης, της ικανότητας και της εμμονής με την τελειότητα. Ο Ρόθσταϊν δεν πυροβολεί – ελέγχει, επιβλέπει, φροντίζει κάθε λεπτομέρεια σε μια αυτοκρατορία που στήθηκε για να φέρνει χρήμα στο Σικάγο. Εδώ ο Ντε Νίρο δείχνει το άλλο πρόσωπο του γκάνγκστερ: τον επιχειρηματία που ζει μέσα στην πολυτέλεια αλλά γνωρίζει πως όλα είναι δανεικά και πως η παραμικρή λάθος κίνηση μπορεί να γκρεμίσει τον κόσμο του. Στο Casino, η συνεργασία του με τον Σκορσέζε φτάνει σε ωριμότητα: κάθε του βλέμμα, κάθε του χειρονομία είναι σαν κεφάλαιο σε βιβλίο κανόνων για το πώς να ηγείσαι σε έναν κόσμο χωρίς έλεος.
Πιο πρόσφατα, το The Irishman ήταν κάτι σαν κύκνειο άσμα στον γκανγκστερικό μύθο του Ντε Νίρο. Ως Φρανκ Σίραν, ο “Ιρλανδός”, είναι ένας εκτελεστής που περνά δεκαετίες υπηρετώντας τη μαφία, χωρίς να αμφισβητεί ποτέ την εντολή που του δίνεται. Εδώ, όμως, η ερμηνεία του είναι πιο στοχαστική, πιο αργή, σαν να κουβαλά το βάρος όλων των προηγούμενων μαφιόζων που υποδύθηκε. Η βία δεν είναι πλέον γοητευτική· είναι ρουτίνα, φθορά, ένας δρόμος που οδηγεί μόνο στη μοναξιά. Η τελευταία σκηνή, όπου ο Σίραν κάθεται μόνος στο γηροκομείο, είναι το αντίβαρο σε όλες τις παλιές εικόνες της δόξας και της εξουσίας – και ίσως η πιο ειλικρινής ματιά του Ντε Νίρο πάνω στο τίμημα της ζωής μέσα στον υπόκοσμο.
Κατά τη γνώμη μου, ο Ντε Νίρο είναι ο ηθοποιός που έδωσε στο γκανγκστερικό σινεμά μια νέα διάσταση: το απελευθέρωσε από την ανάγκη να είναι μόνο εντυπωσιακό και το έκανε ανθρώπινο. Οι μαφιόζοι του δεν είναι απλώς κακοί ή καλοί – είναι σύνθετοι, γεμάτοι αντιφάσεις, ικανοί για πράξεις τρυφερότητας και ωμής βίας στην ίδια ανάσα. Αυτός ο ρεαλισμός, η αίσθηση ότι βλέπεις πραγματικούς ανθρώπους που έτυχε να ζουν στον υπόκοσμο, είναι που κάνει τις ερμηνείες του αξεπέραστες.
Η κληρονομιά του στα γκανγκστερικά φιλμ δεν είναι μόνο οι ατάκες που θυμόμαστε ή οι σκηνές βίας που μας συγκλονίζουν. Είναι ο τρόπος που, μέσα από το βλέμμα, τη σιωπή, το μισό χαμόγελο, σου μεταφέρει την αίσθηση ότι όλος ο κόσμος των χαρακτήρων του υπάρχει και όταν η κάμερα σβήσει. Είναι η κατανόηση ότι οι γκάνγκστερ δεν είναι ήρωες ούτε τέρατα – είναι άνθρωποι που ζουν με δικούς τους κανόνες, συχνά σκληρότερους από κάθε νόμο.
Όταν οι μελλοντικοί θεατές θα μιλούν για το γκανγκστερικό σινεμά, είναι αδύνατο να μην περάσουν μέσα από το βλέμμα του Ντε Νίρο. Από τον σιωπηλό Βίτο Κορλεόνε, στον γοητευτικό Τζίμι Κόνγουεϊ, στον αυστηρό “Ace” Ρόθσταϊν και τον μοναχικό Φρανκ Σίραν, δημιούργησε μια τετραλογία χαρακτήρων που αποτυπώνουν ολόκληρη την ψυχολογία του υποκόσμου. Και αν οι ιστορίες τους είναι συχνά ιστορίες βίας, προδοσίας και απληστίας, μέσα από τον Ντε Νίρο γίνονται και ιστορίες για την ανθρώπινη φύση .
Και γι’ αυτό θα μείνουν για πάντα.