Στις αρχές του 2013, σε μια γωνιά ενός απομονωμένου γραφείου στη Χαβάη, ένας άνθρωπος καθόταν μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του, παλεύοντας με ένα βάρος που κανείς γύρω του δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο Έντουαρντ Σνόουντεν, τότε τεχνικός σύμβουλος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NSA), είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι κατείχε το κλειδί για να ξεκλειδώσει τη μεγαλύτερη ίσως αλήθεια της σύγχρονης εποχής: ο κόσμος παρακολουθείται – και κανείς δεν είναι ασφαλής.
Γεννημένος το 1983 στη Βόρεια Καρολίνα, ο Σνόουντεν δεν υπήρξε ποτέ τυπικός. Δεν ολοκλήρωσε πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά διέθετε ένα οξύ μυαλό, μια φυσική κλίση προς την τεχνολογία και μια ακατανίκητη περιέργεια. Από τη CIA μέχρι τη Dell και αργότερα μέσω της Booz Allen Hamilton στη NSA, ο νεαρός τεχνικός είχε αναρριχηθεί αθόρυβα στον σκοτεινό κόσμο των μυστικών δικτύων και των παγκόσμιων συστημάτων επιτήρησης. Στην αρχή, πίστευε ότι υπηρετούσε έναν ανώτερο σκοπό — την προστασία της πατρίδας του. Όμως, όσο περισσότερο πλησίαζε στο κέντρο του συστήματος, τόσο περισσότερο έβλεπε τη σκιά που απλωνόταν: κυβερνήσεις που παρακολουθούσαν πολίτες μαζικά, χωρίς διάκριση, χωρίς συναίνεση. Ήταν μια παγκόσμια μηχανή παρακολούθησης που αδιαφορούσε για την ιδιωτικότητα και που λειτουργούσε σιωπηλά πίσω από τις κουρτίνες της δημοκρατίας.
Το τίμημα της αλήθειας
Το δίλημμα μπροστά του ήταν βασανιστικό. Αν μιλούσε, θα πρόδιδε την υπηρεσία του, θα εγκατέλειπε τη χώρα του και, πιθανότατα, την ελευθερία του. Αν σιωπούσε, θα συνέχιζε να είναι συνένοχος σε ένα γιγαντιαίο σύστημα που παρακολουθούσε δισεκατομμύρια ανθρώπους, φίλους και αγνώστους, εχθρούς και συμμάχους. Ο Σνόουντεν επέλεξε την πρώτη διαδρομή — την πιο μοναχική. Επικοινώνησε μυστικά με τον δημοσιογράφο Glenn Greenwald και τη ντοκιμαντερίστρια Laura Poitras. Μετά από μήνες προετοιμασίας, στις 20 Μαΐου 2013, έφυγε για το Χονγκ Κονγκ, κουβαλώντας μαζί του χιλιάδες απόρρητα έγγραφα που, όταν θα έβγαιναν στο φως, θα άλλαζαν για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εξουσία, την τεχνολογία και την ιδιωτικότητα.
Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν ήταν καταιγιστικές. Το πρόγραμμα PRISM, η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών, email, διαδικτυακής δραστηριότητας – όλα αποδείχθηκαν πολύ χειρότερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Η NSA συνεργαζόταν με τεχνολογικούς κολοσσούς, συλλέγοντας τεράστιο όγκο δεδομένων από απλούς πολίτες, συμμαχικές κυβερνήσεις και ακόμα και από ηγέτες ξένων χωρών. Η εικόνα που ξεδιπλώθηκε ήταν αυτή ενός αχανούς ψηφιακού παραπετάσματος, όπου ο κάθε χρήστης ήταν στόχος, το κάθε κλικ, κάθε συνομιλία, κάθε αναζήτηση – όλα γίνονταν μέρος ενός φακέλου που ο χρήστης δεν θα γνώριζε ποτέ πως υπάρχει. Η έννοια της ιδιωτικότητας κλονίστηκε συθέμελα.
Η αντίδραση ήταν άμεση και διχαστική. Για πολλούς, ο Σνόουντεν ήταν ήρωας, ένας σύγχρονος Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ της κρατικής παρακολούθησης. Για άλλους, ήταν προδότης, ένας άνθρωπος που εξέθεσε μυστικά που θα μπορούσαν, υποτίθεται, να θέσουν ζωές σε κίνδυνο. Η αμερικανική κυβέρνηση τον κατηγόρησε για κατασκοπεία και του αφαίρεσε το διαβατήριο, οδηγώντας τον σε μια κινηματογραφική διαφυγή που τελικά τον εγκλώβισε για εβδομάδες στο αεροδρόμιο της Μόσχας. Εκεί, σε μια ιδιότυπη πολιτική και νομική εξορία, η Ρωσία του προσέφερε προσωρινό άσυλο και αργότερα υπηκοότητα.
Ο απόηχος μιας αποκάλυψης
Οι επιπτώσεις από τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν συνεχίζουν να κυλούν σαν κύματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Νομοθεσίες αναθεωρήθηκαν, το κοινό άρχισε να αντιλαμβάνεται την κλίμακα της ψηφιακής επιτήρησης και το απόρρητο επανήλθε στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Στην Ευρώπη, το GDPR αποτέλεσε άμεση αντίδραση στην ανάγκη για αυστηρότερη προστασία προσωπικών δεδομένων. Οι τεχνολογικές εταιρείες υιοθέτησαν πιο αυστηρές πρακτικές κρυπτογράφησης, ενώ οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολίτες άρχισαν να διεκδικούν το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτική σφαίρα.
Ο ίδιος ο Σνόουντεν, σε μια αυτοβιογραφία που τιτλοφορείται Permanent Record, αποκαλύπτει πως ποτέ δεν επεδίωξε να γίνει σύμβολο ή μάρτυρας. Ήθελε απλώς να βάλει τέλος σε αυτό που περιέγραφε ως «το πιο επικίνδυνο εργαλείο καταστολής στην ιστορία της ανθρωπότητας». Σήμερα, ζει στη Μόσχα με τη σύζυγό του, παραμένοντας ενεργός υπερασπιστής της ιδιωτικότητας και της ελευθερίας της πληροφορίας.
Η κληρονομιά του Σνόουντεν
Ο Σνόουντεν δεν αποκάλυψε απλώς έγγραφα. Αποκάλυψε μια αλήθεια που υπέβοσκε στο παρασκήνιο της ψηφιακής μας εποχής: ότι η ασφάλεια και η ελευθερία βρίσκονται σε μια αέναη πάλη. Και το πιο ανησυχητικό είναι πως η τεχνολογία, όσο εξελίσσεται, καθιστά αυτήν την πάλη ολοένα και πιο άνιση. Ο Σνόουντεν μάς έδειξε πως, αν δεν διεκδικήσουμε την ιδιωτικότητά μας, θα μας αφαιρεθεί σιωπηλά.
Είτε κάποιος τον βλέπει ως προδότη είτε ως ήρωα, το μόνο βέβαιο είναι πως η πράξη του άλλαξε την παγκόσμια συζήτηση. Το "leak" του δεν ήταν μια απλή διαρροή. Ήταν ένας καθρέφτης που μας ανάγκασε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας μέσα στο ψηφιακό μας κλουβί. Και ίσως, χάρη σε αυτόν, να μπορέσουμε τελικά να γίνουμε λίγο πιο ελεύθεροι.