Αν με ρωτάς, δεν έχω την ίδια κάψα με το ποδόσφαιρο όπως στο παρελθόν. Θέλεις γιατί μεγάλωσα, θέλεις γιατί -θεωρώ-πως τα έχω δει όλα, όπως και να ‘χει, δε με ψήνει να κάτσω να δω ένα Clasico όπως πριν 10-15 χρόνια. Ωστόσο, στην πραγματικότητα κανείς δε με ρώτησε για το πού… πάει το ποδόσφαιρο και η γνωμούλα μου δεν αφορά κανέναν. Αλλά το πρόσφατο Clasico ανάμεσα στη Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπαρτσελόνα ήρθε να με επιβεβαιώσει. Παρότι είχε τα πάντα, όπως πάθος, ένταση, αποβολή, “ποδοσφαιρικό ξύλο”, είχε και ένα φινάλε που έμοιαζε περισσότερο με καβγά σχολικής αυλής παρά με εικόνα από το κορυφαίο ντέρμπι του κόσμου. Κι αν κάποτε το “πάθος” ήταν συνώνυμο της αποφασιστικότητας και της υπερηφάνειας, σήμερα μοιάζει να μεταφράζεται σε εγωισμό, θεατρινισμούς και προσωπικά δράματα μέσα σε έναν αγωνιστικό χώρο που έχει ξεχάσει τι σημαίνει ποδόσφαιρο.
Ο Βινίσιους Τζούνιορ και ο Λαμίν Γιαμάλ ήταν οι πρωταγωνιστές του τελευταίου επεισοδίου. Όχι επειδή έκαναν κάτι μαγικό με την μπάλα (εξάλλου άλλοι καθάρισαν την μπουγάδα), αλλά γιατί ξέφυγαν, λεκτικά, ψυχολογικά και νοητικά. Ο πρώτος βρίζει τον προπονητή του επειδή τον κάνει αλλαγή, ο δεύτερος μαλώνει σαν έφηβος που δεν του έδωσαν τη σειρά στο playstation. Οι εικόνες αυτές ταξιδεύουν παντού, στα social, στις τηλεοράσεις, στις οθόνες των παιδιών που μεγαλώνουν πιστεύοντας πως το “να έχεις attitude” είναι πιο σημαντικό από το να έχεις σεβασμό.
Κι εκεί κάπου αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι το ποδόσφαιρο αλλάζει, όχι τακτικά, όχι τεχνολογικά, αλλά πολιτισμικά.
Η γενιά που μεγάλωσε μέσα στην εικόνα
Οι νέοι σταρ δεν ζουν πια για το παιχνίδι. Ζουν μέσα στο παιχνίδι , αλλά για την εικόνα. Από τα 15 τους, έχουν followers, stylist, media training και βιογραφικά με χορηγούς. Η ταυτότητά τους δεν διαμορφώνεται στα αποδυτήρια αλλά στα hashtags. Και αυτό αλλάζει τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι νεαροί ποδοσφαιριστές δείχνουν να μην αντέχουν το “όχι”. Δεν αντέχουν την κριτική, δεν αντέχουν την αντικατάσταση, δεν αντέχουν τη σιωπή των social. Έχουν μάθει να ζουν με ένα μόνιμο βλέμμα πάνω τους και όταν αυτό το βλέμμα απομακρύνεται, καταρρέουν.
Ο Βινίσιους δεν είναι απλά ένας εκρηκτικός χαρακτήρας. Είναι το προϊόν μιας εποχής που μετρά το πάθος σε views και το ταλέντο σε engagement. Όταν φωνάζει “εγώ αλλαγή;” δεν το λέει στον Αλόνσο, το λέει σε κάθε προπονητή εκεί έξω, σε κάθε μάνατζερ, το λέει, βασικά, στο κοινό του Instagram. Και το ίδιο συμβαίνει και με κάθε Γιαμάλ που νομίζει πως ο σεβασμός είναι προαιρετικός, αρκεί να έχει dribbling.
Από τον Ζιντάν στον Βινίσιους: δύο κόσμοι, ένα άθλημα
Κάποτε, το ποδόσφαιρο είχε προσωπικότητες που κέρδιζαν τον σεβασμό χωρίς να το ζητούν. Ο Ζιντάν, ο Φίγκο, ο Μπέκαμ, ο Ντελ Πιέρο, ο Ριβάλντο, ο Μαλντίνι. Παίκτες με τεράστιο ταλέντο, αλλά και με έναν εσωτερικό κώδικα που δεν τους άφηνε να γίνουν καρικατούρες του εαυτού τους. Ήξεραν ότι η εικόνα τους δεν χτίζεται με stories, αλλά με το πώς στέκεσαι στο γήπεδο όταν χάνεις, όταν γίνεσαι αλλαγή, όταν αδικείσαι.
Ο Ζιντάν έβαλε την μπάλα κάτω και όργωνε το κέντρο. Ο Φίγκο σιωπούσε και απαντούσε με σέντρα. Ο Μπέκαμ, παρά το celebrity status, ποτέ δεν “έσπασε” δημόσια απέναντι σε προπονητή. Ποτέ δεν τόλμησε να κουνηθεί στον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Κανείς τους δεν ένιωθε μεγαλύτερος από το παιχνίδι. Σήμερα, πολλοί απλώς νιώθουν μεγαλύτεροι από όλους τους υπόλοιπους.
Αυτό δεν είναι απλά διαφορά γενιάς. Είναι διαφορά παιδείας. Γιατί οι παλιοί είχαν μεγαλώσει σε γήπεδα χώματος, σε προπονήσεις που πονούσαν, με προπονητές που δεν χαμογελούσαν. Οι σημερινοί μεγαλώνουν σε ακαδημίες με tablets, ψυχολόγους και social managers. Όλα απαραίτητα, αλλά και όλα ικανά να σε κάνουν να ξεχάσεις τι σημαίνει να χτίζεις χαρακτήρα μέσα από δυσκολία.
Το ποδόσφαιρο ως καθρέφτης της κοινωνίας
Αν το ποδόσφαιρο αντικατοπτρίζει την κοινωνία, τότε ίσως το πρόβλημα δεν είναι των παικτών, αλλά όλων μας. Ζούμε στην εποχή της άμεσης επιβράβευσης. Αν δεν πάρεις like, δεν αξίζεις. Αν δεν μιλήσεις, δεν υπάρχεις. Αν δεν προκαλέσεις, δε θα σε θυμηθεί κανείς. Αυτή η λογική έχει περάσει και στα αποδυτήρια. Ο νεαρός ποδοσφαιριστής δεν χρειάζεται πια να γίνει ηγέτης μέσα στο γήπεδο. Του αρκεί να είναι viral. Δεν έχει ποδοσφαιρικό εγωισμό αλλά ναρκισσισμό. Και όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θέλει, ξεσπά. Όχι γιατί πονάει για την ήττα, αλλά γιατί χάνει τον ρόλο του πρωταγωνιστή στο σενάριο που ο ίδιος έχει φτιάξει για τον εαυτό του.
Όταν οι Ρονάλντο, Ανρί και Φίγκο έπαιζαν την επιβίωσή τους κλειδωμένοι σ’ ένα κλουβί
Το ίδιο βλέπεις παντού: στα social, στις δουλειές, στη δημόσια ζωή. Μια γενιά που έχει μάθει να ζει πιο πολύ για το φαίνεσθαι παρά για το είναι. Το ποδόσφαιρο απλώς το καθρεφτίζει πιο έντονα, γιατί παίζεται μπροστά σε εκατομμύρια μάτια.
Η απώλεια της αυτοπειθαρχίας
Κάποτε η λέξη “πειθαρχία” ήταν τιμή. Τώρα ακούγεται σαν περιορισμός. Οι προπονητές δεν τολμούν να επιβληθούν γιατί φοβούνται την “αντίδραση” του σταρ. Τα media χαϊδεύουν αυτιά γιατί θέλουν clicks. Οι ομάδες προστατεύουν τους παίκτες σαν brands. Όλο το σύστημα δουλεύει υπέρ της έλλειψης ορίων. Όταν ένας 25χρονος φωνάζει “φεύγω από την ομάδα” επειδή έγινε αλλαγή, δεν είναι απλώς κακή συμπεριφορά. Είναι έλλειψη συναισθηματικής ωριμότητας. Ένας άνθρωπος που δεν έχει μάθει να διαχειρίζεται την απογοήτευση, γιατί κανείς δεν τον έμαθε ποτέ να τη ζει. Κάθε εμπόδιο στη ζωή του έχει αφαιρεθεί, κάθε γωνία έχει στρογγυλευτεί. Το ταλέντο του δεν αμφισβητείται. Αλλά χωρίς αυτοπειθαρχία, το ταλέντο είναι σαν supercar χωρίς έμπειρο οδηγό: εντυπωσιακό, αλλά επικίνδυνο.
Το ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται άλλους influencers. Χρειάζεται ηγέτες. Χρειάζεται παίκτες που να μπορούν να διαχειριστούν το φως χωρίς να καούν. Παίκτες που θα θυμούνται ότι δεν είναι μεγαλύτεροι από την ομάδα τους, ούτε από το άθλημα.
Αυτό ξεκινάει από τις ακαδημίες. Από τη στιγμή που ο πιτσιρικάς μαθαίνει ότι η αποτυχία δεν είναι ντροπή, ότι η υπομονή είναι αρετή και ότι ο σεβασμός είναι μη διαπραγματεύσιμος. Γιατί αλλιώς, κάθε επόμενος Βινίσιους και Γιαμάλ θα μεγαλώνει νομίζοντας ότι το ταλέντο αρκεί. Κι όμως, το ταλέντο ήταν πάντα το πιο εύκολο κομμάτι.
Η ουσία είναι αλλού: στο πώς στέκεσαι όταν όλα πάνε στραβά.
Το πρόβλημα δεν είναι οι νέοι, είναι το περιβάλλον που τους μεγαλώνει
Πριν τους κατακρίνουμε όλους, ας αναρωτηθούμε: εμείς οι ίδιοι τι τους δείχνουμε; Τους ζητάμε να είναι “brands”, να μιλούν, να προκαλούν, να είναι cool. Όταν όμως το κάνουν, τους λέμε ανώριμους. Όταν σωπαίνουν, τους λέμε βαρετούς. Τους θέλουμε ταυτόχρονα είδωλα και παραδείγματα, entertainers και πρότυπα. Η αντίφαση αυτή τούς διαλύει. Και κάπου εκεί χάνονται οι ισορροπίες. Δεν είναι εύκολο να είσαι 18 ή 22 και να κουβαλάς στις πλάτες σου δισεκατομμύρια βλέμματα, εκατομμύρια likes και μια κοινωνία που περιμένει να είσαι τέλειος αλλά και αληθινός.
Το ζητούμενο δεν είναι να καταδικάσουμε, αλλά να θυμίσουμε. Ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι show. Είναι άθλημα. Είναι πάθος, αλλά και μέτρο. Είναι έκφραση, αλλά και αυτοέλεγχος.
Το Clasico θα περάσει, όπως και κάθε επεισόδιο θυμού μέσα στο ποδόσφαιρο. Αλλά η ουσία μένει. Αν συνεχίσουμε να χειροκροτούμε τον κωλοπαιδαρισμό, τότε το ποδόσφαιρο θα πάψει να είναι σχολείο ζωής και θα γίνει απλώς ακόμη ένα reality show.
Κάποτε, οι ποδοσφαιριστές ήταν ήρωες γιατί μας έδειχναν πώς να κερδίζεις, πώς να χάνεις, πώς να στέκεσαι όρθιος. Τώρα, αρκετοί δείχνουν μόνο πώς να τραβάς προσοχή.
Κι αν υπάρχει κάτι που αξίζει να θυμηθούμε από εκείνη την παλιά γενιά του Ζιντάν, του Μπέκαμ και του Ριβάλντο, είναι ότι το μεγαλείο δεν φαίνεται στις ντρίμπλες, αλλά στον τρόπο που διαχειρίζεσαι τη στιγμή που δεν είσαι εσύ στο επίκεντρο.
Γιατί το πραγματικό ταλέντο, στο τέλος, δεν είναι να ξεχωρίζεις. Είναι να ωριμάζεις.