Υπάρχουν δύο σταθερές σε αυτή τη χώρα: ο ήλιος που θα βγει ακόμα κι αν έχει κατακλυσμό, και ο Έλληνας που θα φύγει για το τετραήμερο, ακόμα κι αν έχει μηδέν στον λογαριασμό και το αμάξι σέρνεται με το φως του check engine αναμμένο από τον Δεκαπενταύγουστο.
Πέντε γρήγοροι προορισμοί εντός και εκτός Αθήνας για την 28η Οκτωβρίου
Δεν έχει σημασία τι λέει η κυβέρνηση, τι δείχνει ο καιρός ή τι γράφει η βενζίνη στο πρατήριο. Όταν το ημερολόγιο δείχνει “αργία κολλητή με Σαββατοκύριακο”, ο εγκέφαλος του Έλληνα μπαίνει αυτόματα σε village mode. Είναι σαν να ενεργοποιείται ένα γονίδιο που λέει: “Μάζεψε πρόχειρα δύο βερμούδες, τρία φούτερ και φύγαμε”. Και δεν μιλάμε απλώς για μια εκδρομή. Μιλάμε για ιεροτελεστία. Ο Έλληνας μπορεί να έχει να πάει στο χωριό από το Πάσχα, να μην έχει αλλάξει ακόμα τα λάδια στο αυτοκίνητο και να μην θυμάται καν ποιον θείο πρέπει να χαιρετήσει πρώτα, αλλά θα πάει. Με ή χωρίς λεφτά, με ή χωρίς διάθεση, με ή χωρίς φρένα.

Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί είναι “τετραήμερο, ρε φίλε”.
Από την Σάββατο ξημερώματα ξεκινά το τελετουργικό:
«Να φύγουμε αύριο μεσημέρι ή νωρίς το πρωί
«Νωρίς, να μην πέσουμε στην κίνηση.»
Τελικό αποτέλεσμα: ξεκινάμε στις δώδεκα. Γιατί μέχρι να μαζέψεις τα πράγματα, να βρεις ποιο είναι το σωστό καλώδιο του φορτιστή, να κλειδώσεις το σπίτι και να θυμηθείς αν έσβησες το θερμοσίφωνα, έχει πάει μεσημέρι. Και φυσικά, πέφτεις στην κίνηση. Τα διόδια; Πήχτρα. Ο Έλληνας τα βλέπει και δεν ιδρώνει καν. Κρατάει το τιμόνι, βάζει μουσική, κοιτάζει γύρω του και σκέφτεται με περηφάνια: “Να, όλοι οι δικοί μου είναι εδώ. Φεύγουμε μαζί. Έθνος εν κινήσει.” Μπορεί να κάνει δυόμιση ώρες για 40 χιλιόμετρα, αλλά νιώθει ζωντανός. Στο βενζινάδικο, αγοράζει πατατάκια, νερό, και εκείνα τα γεμιστά κουλουράκια που μόνο σε εθνική οδό αγοράζεις. Μπορεί να έχει πάρει σάντουιτς από το σπίτι, αλλά θα τα φάει στα πρώτα δέκα λεπτά της διαδρομής. Και φυσικά, θα σταματήσει “να ξεπιαστεί” δηλαδή να ψωνίσει κάτι άχρηστο από το κυλικείο.
Όταν φτάνει στο χωριό, όλα αλλάζουν. Η πίεση πέφτει, η φωνή μαλακώνει, το σώμα θυμάται τι σημαίνει χώμα. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να ανοίξει τα παντζούρια και να πει “αχ, άλλος αέρας εδώ”. Πιο μετά βγαίνει στην αυλή, βλέπει τον γείτονα με το λάστιχο και του φωνάζει “Ήρθες κι εσύ, ε;”. Αυτή είναι η κοινωνική του αναγέννηση.

Εκεί, στο χωριό, ο χρόνος δουλεύει αλλιώς. Δεν χρειάζεσαι ρολόι. Ο ήλιος σου λέει πότε να σηκωθείς και η μυρωδιά από τα κεφτεδάκια της μάνας πότε να φας. Το κινητό χάνει σήμα και, για πρώτη φορά, δεν σε νοιάζει. Δεν έχεις meeting, δεν έχεις deadlines, δεν έχεις το άγχος του πάρκινγκ. Έχεις μόνο καρέκλα στην αυλή, τραπεζάκι πλαστικό και το ραδιόφωνο να παίζει λαϊκά από το 1998. Και ναι, θα πεις “δεν έχουμε λεφτά”, αλλά θα κάψεις 70 ευρώ σε βενζίνη, άλλα 60 σε σαντουϊτσοκαφέδες και στα διόδια και θα πας και για φαγητό στο ταβερνάκι γιατί όπως πολύ σωστά σου λέει το σόι σου «δεν γίνεται να μην στηρίξουμε το χωριό». Θα περάσεις τρεις μέρες λέγοντας “δεν κάνει τίποτα εδώ πέρα” - και μετά θα γυρίσεις πίσω στην Αθήνα και θα πεις “να, εκεί ησύχασα λίγο”.
Το χωριό δεν είναι απλώς προορισμός. Είναι ψυχολογική ανάγκη. Είναι το detox του Έλληνα από το μποτιλιάρισμα, τα mails, το take-away και τα “να βγούμε για ένα κρασάκι” που τελικά σου κοστίζουν μισό νοίκι. Εκεί θυμάσαι ότι μπορείς να περάσεις τρεις ώρες χωρίς να κοιτάξεις οθόνη. Ότι υπάρχει ζωή πέρα από την εφαρμογή της ΔΕΗ. Και φυσικά, υπάρχει πάντα το φαινόμενο της επιστροφής. Τη Δευτέρα το απόγευμα, όλοι μαζί, πίσω στα διόδια. Οι φάτσες μαυρισμένες, τα μάτια βαριά, αλλά υπάρχει αυτή η ικανοποίηση: «Πήγαμε. Το τιμήσαμε το τετραήμερο». Μπορεί να σου φύγανε τα μισά λεφτά της εβδομάδας, αλλά νιώθεις σαν να ξαναφόρτισες τις μπαταρίες σου με καθαρό αέρα, παϊδάκια και πατάτες τηγανητές της γιαγιάς.
Η αλήθεια είναι ότι το χρειαζόμαστε. Όλοι. Το χωριό, τη διαδρομή, τη βλακεία της βαλίτσας που δεν κλείνει, τα νεύρα στα φανάρια, το “πότε θα φτάσουμε” . Όλα αυτά είναι το restart μας. Μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνο για να δουλεύουμε, να στέλνουμε email και να μετράμε έξοδα. Είμαστε φτιαγμένοι και για να φεύγουμε.

Κι όσο κι αν γελάμε με το τετραήμερο του Έλληνα, βαθιά μέσα μας το σεβόμαστε. Γιατί δεν είναι θέμα διακοπών, είναι θέμα ψυχικής επιβίωσης. Είναι ο τρόπος μας να λέμε “κρατιέμαι ακόμα”.
Οπότε, την επόμενη φορά που θα δεις τις ουρές στα διόδια και θα σκεφτείς “πού πάνε όλοι αυτοί;”, απάντησε μόνος σου:
Πάνε να θυμηθούν ποιοι είναι, ρε φίλε. Κι αν δεν είναι αυτός λόγος για σεβασμό, τότε ποιος είναι;