Αν ο χειμώνας ήταν βασίλειο, με χιόνια να πέφτουν σαν κομφετί και παγωμένους ανέμους να φυσούν σαν γκρινιάρηδες θυρωροί, τότε η κοτόσουπα θα φορούσε στέμμα, γούνα (ψεύτικη, εννοείται) και θα καθόταν στο θρόνο της χαμογελώντας αυτάρεσκα. Γιατί; Γιατί απλούστατα, όταν κάνει κρύο και τα δάχτυλα παγώνουν σαν να τα βούτηξες σε κατάψυξη, κανένα άλλο φαγητό δεν έχει τη δύναμη να σε “ξεπαγώσει” εκ των έσω όπως ένα βαθύ πιάτο με αχνιστή, μυρωδάτη κοτόσουπα.
Ας ξεκινήσουμε με το βασικό: Η κοτόσουπα δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Δεν παριστάνει τη γκουρμέ σταρ. Δεν θα σε ζαλίσει με περίεργα υλικά, εξωτικά μπαχαρικά ή ακατανόητες τεχνικές. Είναι η πιο απλή, ταπεινή και… αυθεντική φίλη που μπορείς να έχεις τον χειμώνα. Αυτή που έρχεται σπίτι σου με τις παντόφλες, σου ρίχνει μια κουβέρτα στους ώμους και σου λέει «χαλάρωσε, σε έχω εγώ». Τι άλλο να ζητήσεις; Και μιλώντας για αυθεντικότητα, ας δούμε πώς λειτουργεί η μαγεία της. Ξεκινάς με ένα καλό κοτόπουλο, οι λάτρεις της παράδοσης το ξέρουν καλά. Το βάζεις να σιγοβράσει, ρίχνεις μέσα καρότα, σέλινο, πατάτες - τα κλασικά μέλη της «βασιλικής αυλής». Το σπίτι αρχίζει να μυρίζει τόσο ωραία που η κατσαρόλα γίνεται σχεδόν μαγνήτης: όλη η οικογένεια κάνει κύκλους γύρω της σαν να περιμένει διάγγελμα. Κι όσο ο ζωμός γίνεται πιο πλούσιος, πιο ζεστός, πιο παρηγορητικός, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι πως η μέρα σου αποκτά νόημα.
Αλλά η κοτόσουπα δεν είναι απλώς “ωραία”. Είναι πολυτάλαντη. Μπορεί να εμφανιστεί ως αυγολέμονο, τέλεια χυλωμένη και ελαφρώς ξινούτσικη, επίσημη ενδυμασία για τις πολύ κρύες μέρες. Μπορεί να σερβιριστεί πιο ανάλαφρη, σαν καθαρός ζωμός που σε κάνει να νιώθεις πως καθαρίζει όχι μόνο ο λαιμός σου αλλά και η ψυχή σου. Μπορεί να γεμίσει χυλοπίτες, ρύζι, ή ό,τι τραβάει η όρεξη του καθενούς. Είναι η σούπα-χαμαιλέοντας: πάντα ίδια, αλλά ποτέ όμοια. Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο; Έχει τη φήμη της… θεραπεύτριας. Όχι τυχαία. Αν είσαι άρρωστος, κουρασμένος, ή απλώς έχεις εκείνη τη διάθεση του «δεν θέλω να κάνω τίποτα», η κοτόσουπα θα εμφανιστεί σαν σωτήρας, με έναν αχνό ατμό να ανεβαίνει σαν φωτοστέφανο. Πιες μια κουταλιά και ξαφνικά νιώθεις ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις και το κρύο και το άγχος και το γεγονός ότι έχεις να βγάλεις τα σκουπίδια από χθες.
Αλλά η κοτόσουπα, εκτός από θεραπευτική, είναι και κοινωνική. Είναι το φαγητό που δεν το τρως μόνος σου μπροστά στο λάπτοπ (αν και φυσικά μπορείς, κανείς δεν κρίνει). Είναι το πιάτο που μοιράζεται. Που σε φέρνει γύρω από το τραπέζι, που κάνει τους πάντες να σταματήσουν για λίγο και να ζεστάνουν χέρια και καρδιές. Είναι η δικαιολογία για να πεις στους φίλους «ελάτε απόψε, θα φτιάξω κοτόσουπα» και να μαζευτείτε όλοι σαν να είναι γιορτή.
Και κάθε χειμώνα, όσο κι αν δοκιμάζουμε άλλες σούπες -κρεμμυδόσουπες, μανιταρόσουπες, ντοματοσούπες- η κοτόσουπα επιστρέφει πάντα στον θρόνο της. Είναι η βασίλισσα γιατί δεν χρειάζεται να προσπαθήσει για να κατακτήσει. Απλά υπάρχει, και μόνο η παρουσία της είναι αρκετή για να σου θυμίσει πως ο χειμώνας δεν είναι μόνο κρύο, αλλά και ζεστασιά. Δεν είναι μόνο γκρίζος ουρανός, αλλά και μυρωδιά ζωμού που σιγοβράζει. Στο τέλος της ημέρας, τίποτα δεν συγκρίνεται με εκείνη τη στιγμή που κάθεσαι, τυλιγμένος σε κουβέρτα, και βουτάς το κουτάλι στην πρώτη ζεστή, χρυσαφένια κουταλιά. Εκεί, μες στην απλή της μεγαλοπρέπεια, καταλαβαίνεις: η κοτόσουπα δεν είναι απλώς ένα πιάτο. Είναι χειμερινή μαγεία.
Για πάντα η Ρεάλ Μαδρίτης της σούπας. Η βασίλισσα.