Υπάρχουν συγγραφείς που διαβάζονται. Κι υπάρχουν συγγραφείς που σε διαβάζουν. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Σου γλιστρά στο χέρι σαν παγωμένο μέταλλο, σε κοιτάζει στα μάτια με βλέμμα κατευθείαν από το μέτωπο της ζωής και της απώλειας και πριν καλά-καλά τον καταλάβεις, σε έχει πείσει να συνεχίσεις να διαβάζεις. Όχι μόνο για εκείνον και τους ήρωές του, αλλά για όλο τον κόσμο μέσα από τα μάτια του.
Ο Χέμινγουεϊ, με το αδρό, γυμνό ύφος του και την ανελέητη ακρίβεια των προτάσεών του, ήταν για πολλούς από εμάς η πρώτη φορά που είδαμε πώς η γλώσσα μπορεί να σιωπά για να πει περισσότερα. Στα μυθιστορήματά του, όπως Ο γέρος και η θάλασσα, Αποχαιρετισμός στα όπλα, ή Για ποιον χτυπά η καμπάνα, δεν βρήκαμε μόνο ιστορίες. Βρήκαμε τον εαυτό μας σε στιγμές σιωπής, πόνου, θάρρους και μοναξιάς. Κάθε λέξη ήταν μια απογύμνωση. Κάθε πρόταση μια αναπνοή μέσα στην καταιγίδα.
Η ανάγνωση, λένε, είναι μια μορφή απόδρασης. Αλλά με τον Χέμινγουεϊ δεν δραπετεύεις· επιστρέφεις. Σε σημεία του εαυτού σου που νόμιζες πως είχες ξεχάσει. Μας δίδαξε ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο διαφυγή, είναι και αναμέτρηση. Αναμέτρηση με το εσωτερικό κενό, με την απώλεια, με τη βία, αλλά και με την τρυφερότητα. Δεν χρειάζεται φλυαρία για να εκφράσεις το μεγαλείο. Δεν χρειάζεται περιττή ωραιοποίηση για να αποδώσεις την αλήθεια. Μερικές φορές, μια απλή φράση όπως «ο άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί, αλλά δεν μπορεί να νικηθεί» λέει περισσότερα απ’ όσα χιλιάδες σελίδες φιλοσοφίας.
Η γοητεία της γραφής του είναι ότι δείχνει, δεν εξηγεί. Ακολουθεί την αρχή του παγόβουνου (σ.σ.: το περιβόητο “iceberg theory”) σύμφωνα με την οποία το ουσιαστικό βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Ο αναγνώστης πρέπει να διακρίνει τα μη ειπωμένα, να αισθανθεί την απουσία πίσω από τις πράξεις, να καταλάβει τι σημαίνει ένας αμήχανος διάλογος ή μια σιωπηλή πράξη ηρωισμού. Κι έτσι, η ανάγνωση μετατρέπεται σε συνδημιουργία. Ο Χέμινγουεϊ μάς έμαθε ότι η ανάγνωση δεν είναι παθητική εμπειρία, αλλά μια πράξη συμμετοχής - σχεδόν μια συνωμοσία μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη.
Πέρα όμως από το προσωπικό βίωμα, ο Χέμινγουεϊ καθόρισε τη φυσιογνωμία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Με τον κοφτό, σχεδόν τηλεγραφικό λόγο του, επηρέασε γενιές συγγραφέων, από τον Ρέιμοντ Κάρβερ ως τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Έφερε την απλότητα στο προσκήνιο, όχι ως ένδεια, αλλά ως αρετή. Η τέχνη του να λες πολλά με λίγα έγινε η νέα λογοτεχνική ηθική. Αφαίρεση, ουσία, αλήθεια. Αυτό ήταν το νέο ευαγγέλιο.
Διάβασε επίσης: Ο επιθανάτιος κρότος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Η θεματολογία του επίσης στάθηκε τολμηρή: πόλεμος, έρωτας, ήττα, φύση, αυτοκτονία, βία και χάρη. Δεν ωραιοποίησε τον άνθρωπο —ακριβώς το αντίθετο. Τον έδειξε στην τραχύτητά του, αλλά και στην ικανότητά του για αξιοπρέπεια εν μέσω της πτώσης. Η «χαμένη γενιά», εκείνη των διαψευσμένων της μεταπολεμικής περιόδου, βρήκε στον Χέμινγουεϊ έναν εκφραστή όχι μόνο των πληγών της, αλλά και της εσωτερικής της αντίστασης.
Μας δίδαξε να αγαπάμε το διάβασμα γιατί έκανε τη λογοτεχνία χειροπιαστή. Δεν χρειαζόταν να είσαι λόγιος ή ακαδημαϊκός για να τον διαβάσεις. Αρκούσε να είσαι άνθρωπος που ένιωθε. Ένα ψάρεμα στη θάλασσα, ένα ποτήρι κρασί στην Ισπανία, ένας ξεχασμένος λόφος στην Ιταλία μπορούσαν να κρύβουν μέσα τους μια ολόκληρη ανθρώπινη τραγωδία —κι εσύ ήσουν εκεί, στη μέση της, με τις λέξεις του να σε οδηγούν, λιτές και βαθιές σαν τις γραμμές μιας χαρακιάς. Ο Χέμινγουεϊ δεν μας έκανε απλώς να αγαπήσουμε το διάβασμα· μας έκανε να αγαπήσουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα βιβλία. Μας δίδαξε ότι κάθε γραμμή έχει το βάρος της εμπειρίας και κάθε σιωπή έχει το ηχόχρωμα της αλήθειας. Μας έβαλε σε μια βάρκα μεσοπέλαγα και μας είπε: «κοίτα». Και κοιτάξαμε. Πρώτα το κύμα, μετά τον εαυτό μας, και ύστερα τον κόσμο όλο, με άλλο βλέμμα.
Στην παγκόσμια λογοτεχνία, ο Χέμινγουεϊ δεν είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας. Είναι μια πυξίδα. Ένας σταθμός αναφοράς που μας θυμίζει ότι, όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, η δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας —όταν ειπωθεί με ειλικρίνεια και βάθος— παραμένει ακατανίκητη. Μας έμαθε να γράφουμε με το αίμα μας, να διαβάζουμε με την ψυχή μας, και να ζούμε με την επίγνωση ότι το σημαντικότερο δεν είναι να μην πέσεις, αλλά να πέφτεις όρθιος.
Κι έτσι, κάθε φορά που πιάνουμε ένα βιβλίο, ένα απόσπασμα, μια πρόταση, ακούμε κάπου βαθιά να ηχεί εκείνη η σιγανή, αλλά αταλάντευτη φωνή που συνήθιζε να λέει:
«Γράψε την πιο αληθινή πρόταση που μπορείς. Και μετά, συνέχισε».