Πόσο εύκολα ξαναβλέπεις τις Δύο Καπνισμένες Κάννες;

Το Lock, Stock and Two Smoking Barrels είναι σαν το παλιό καλό κρασί. Όλο και καλυτερεύει.

Για τους φανς των ταινιών του Guy Ritchie, υπάρχει ακόμα αυτή η άτυπη κόντρα ανάμεσα στις Δύο Καπνισμένες Κάνες και το Snatch για το ποια είναι η καλύτερη. Δεν θα παίρναμε ποτέ θέση καθότι δηλώνουμε φαν και των δύο, αλλά μπορούμε να πούμε αυτό: αν το Snatch ήταν η πιο ολοκληρωμένη του, οι Δύο Καπνισμένες Κάννες είναι σίγουρα το πρώτο ακατέργαστο διαμάντι. Και για πάνω από έναν λόγους.

Τα έχουμε ξαναπεί πως ο Guy Ritchie ήταν ένας τύπος που μεγάλωσε περίεργα. Αρκετά ανήσυχος σαν έφηβος, που έμπλεκε σε καβγάδες και έφαγε μία γερή δόση από τον αγγλικό υπόκοσμο. Ωστόσο η αλήθεια είναι πως οι Millenialls, όσον αφορά τις μαφιόζικες ταινίες, δεν είχαν κάτι της γενιάς τους που να τους καθορίζει. Το έτος είναι 1998 και ο Guy Ritchie δημιουργεί μια ταινία που δεν έχει σχέση με τα μαφιόζικα που έχει δει ο κόσμος μέχρι τότε. Από την cosa nostra του Godfather και την ωμή βία του Scarface και την στιλάτη μαφιόζικη νότα των Goodfellas, σε όλα πρωτοστατούσε κάτι κοινό: το Χόλιγουντ. Ο Guy Ritchie δεν θέλησε να κάνει κάτι κραυγαλέο και να εισάγει ένα νέο «κακό» του σινεμά με δεκάδες μαφιόζους τριγύρω του, με οικογένειες και όρκους αίματος. Όχι. Βαρετό και κοινότυπο για εκείνον.

 

 

Αντιθέτως, οι μικροκακοποιοί της κακιάς ώρας, οι αλεπουδιάρηδες, οι σκιτζήδες, αυτά τα ρεμάλια-ήρωες που έλεγε και ο Νίκος Τσιφόρος, ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες φάτσες. Δύο χρόνια νωρίτερα άλλωστε είχε κυκλοφορήσει και το Trainspotting του Danny Boyle, που ουσιαστικά ήταν ένα πετυχημένο πείραμα. Δήλωνε δηλαδή, πως δεν χρειάζεται να είσαι ένας σοβαρός κουστουμάτος με θανατηφόρες ατάκες και πολυβόλο για να τραβήξεις το κοινό. Μάλλον είναι πιο ενδιαφέρον αν είσαι χάλιας και κυνηγάς την αρπαχτή. Ό,τι πιάσεις, ό,τι βγάλεις, ό,τι αρπάξεις. Οι μικροκακοποιοί είχαν ακριβώς αυτό το πιο προσιτό στοιχείο που έψαχνε ο Ritchie και που του θύμιζε την γειτονιά του – και δεν χρειάζονταν να είναι χρήστες ναρκωτικών όπως στο Trainspotting. Για την ακρίβεια, η συνταγή του Long, Stock and Two Smoking Barrels έλεγε το εξής: αν είσαι χωρίς στο ήλιο μοίρα, προσπαθείς να κάνεις απατεωνιά και έχεις και λίγο χιούμορ, θα κινήσεις πιο εύκολα το ενδιαφέρον του θεατή. Και πέτυχε.

 

 

Mε μόλις 800.000 λίρες budget, ο Guy Ritchie έφερε στο προσκήνιο τέσσερις ανεπρόκοπους Λονδρέζους με τον Jason Statham να κάνει το πρώτο αληθινό breakthrough σε ταινία και τον Vinnie Jones στην -πιθανότατα- καλύτερη ερμηνεία της ζωής του. Εκεί κάπου ξεκίνησε και η κινηματογραφική ταυτότητα του Guy Ritchie. Κορυφαίες μουσικές επιλογές από κομμάτια που άκουγε ο ίδιος, ατάκες που τοποθετούνταν κάπου ανάμεσα στις βρισιές και στο κωμικό στοιχείο και -φυσικά- στην απότομη αλληλουχία των γεγονότων. Στις ταινίες του Guy Ritchie μπορείς να βρεις μία τσάντα γεμάτη χρήματα και την ίδια στιγμή να γαντζωθεί κατά λάθος σε ένα λεωφορείο που θα την ρίξει στη χωματερή. Θα πας να πάρεις την τσάντα και ένα φορτηγό θα ρίξει ασβέστη ενώ ο ήρωας θα καπνίζει ατάραχος λέγοντας μία πολύ Λονδρέζικη αργκό ή κάποια άλλη βρισιά. Είναι τόσο απότομο και τόσο συγκεκριμένο, που ουσιαστικά ο Ritchie δεν ακολουθεί κάποιο καλό ή κακό τέλος. Ακολουθεί το «ό,τι να ‘ναι». Τα πάντα μπορούν να συμβούν γιατί έτσι είναι η ζωή.

 

 

Και μετά είναι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή έχεις τον Soap, τον Bacon, τον Tom και τον Eddie που η ζωή τους περιορίζεται στο να κάνουν απάτες και να πίνουν μπίρες, αλλά υπάρχουν πάντα και μεγαλύτερα ψάρια στο παιχνίδι. Υπάρχουν «άρχοντες» του υποκόσμου, οι μπράβοι τους που συνήθως είναι κάτι τύποι με μοσχαρίσιο σβέρκο που σε πνίγουν, σε στραγγαλίζουν και έχουν περίεργα παρατσούκλια δίνοντας μία καλή δόση αγγλικού υποκόσμου. Σε αυτόν τον κινηματογραφικό κόσμο του Guy Ritchie δεν έχει ήρωες που ξέρουν κουνγκ-φου και τύπους που δέρνουν. Ούτε καν. Έχει πιστολίδι, έχει βία ωμή που συνοδεύεται από τραγούδια τύπου ‘‘I Wanna Be Your Dog’’ και όποιον πάρει ο Χάρος. Κυριολεκτικά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και ανέκδοτο. Μπαίνουν οκτώ τύποι σε ένα δωμάτιο και δεν βγαίνει κανείς. Ξαφνικά μπαίνει ένας και παίρνει την τσάντα από τους νεκρούς. Αυτό ήταν. Έχεις μία κορυφαία ιστορία λονδρέζικης κομπίνας που λέγεται Long, Stock and Two Smoking Barrels, έχεις πρόσωπα που πέτυχαν και που θα τα ξαναδείς στις επόμενες ταινίες του Guy Ritchie και που όταν βάζεις την ταινία για να την ξαναδείς, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που αγαπάς στις ταινίες του.

 

 

Πόσο εύκολα το ξαναβλέπεις σήμερα;  



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved