Η είδηση της αυτοκτονίας του James Ransone είναι από εκείνους τους διαπεραστικούς ήχους ένεκα των ημερών. Όχι σαν κραυγή, αλλά σαν εκείνο το χτύπημα που αργεί να γίνει αντιληπτό και, όταν το καταλάβεις, έχει ήδη φωλιάσει στο σώμα. Ένας άνθρωπος γνωστός, ένας ηθοποιός με πρόσωπο οικείο, ένας πατέρας δύο παιδιών που όπως τόσοι άλλοι, δεν άντεξε άλλο. Και αυτό το «δεν άντεξε» είναι πάντα πιο σύνθετο απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Η αυτοκτονία δεν είναι στιγμιαία απόφαση. Είναι συσσώρευση. Είναι βάρος που μαζεύεται αθόρυβα, χρόνια ολόκληρα, σε μέρη που οι άλλοι δεν βλέπουν. Στην περίπτωση του Ransone, η ιστορία ξεκινά πολύ νωρίς, το 1992, όταν ως παιδί βρέθηκε αντιμέτωπος με σεξουαλική παρενόχληση από τον μαθηματικό του. Ένα γεγονός που δεν τελειώνει όταν τελειώνει η πράξη. Συνεχίζει να υπάρχει στο σώμα, στη μνήμη, στη σχέση με τον εαυτό. Τα παιδιά που κακοποιούνται δεν «ξεπερνούν» απλώς κάτι. Μαθαίνουν να ζουν με ένα ρήγμα που συχνά μένει αόρατο. Για εκείνον ήταν ακόμα χειρότερο πως, όταν αποφάσισε να κυνηγήσει πριν μερικά χρόνια τον συγκεκριμένο άνθρωπο νομικά, η Πολιτεία έκρινε πως τα στοιχεία δεν επαρκούσαν. Όλα αυτά, πολύ νωρίτερα, τον έριξαν στην ηρωίνη όταν ακόμη ήταν 27 χρονών.
Η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία δεν είναι απλώς τραύμα. Είναι ανατροπή του κόσμου. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει ασφάλεια, υπάρχει φόβος. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει εμπιστοσύνη, γεννιέται σύγχυση και ντροπή. Πολλά αγόρια, ειδικά, μεγαλώνουν χωρίς τη γλώσσα για να μιλήσουν γι’ αυτό. Μαθαίνουν να σιωπούν, να αντέχουν, να μην ενοχλούν. Και η σιωπή, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται συνήθεια.
Ο James Ransone έζησε μια ζωή που εξωτερικά έμοιαζε γεμάτη επιτυχία. Όμως η ψυχική υγεία δεν υπακούει στη λογική της επιφάνειας. Δεν μετριέται με επιτεύγματα. Δεν ισορροπεί επειδή κάποιος «τα κατάφερε». Συχνά, μάλιστα, η δημόσια εικόνα λειτουργεί σαν πρόσθετο βάρος. Η ανάγκη να δείχνεις λειτουργικός, δυνατός, παρών, όταν μέσα σου κάτι καταρρέει, εξαντλεί. Η αυτοκτονία δεν γνωρίζει γιορτές. Δεν σταματά επειδή ανάβουν λαμπάκια ή επειδή το ημερολόγιο γράφει ‘‘Δεκέμβριος’’. Αντίθετα, για πολλούς ανθρώπους, οι περίοδοι που υποτίθεται πως είναι χαρούμενες γίνονται καθρέφτης της μοναξιάς τους. Η αντίθεση ανάμεσα στο «πρέπει να είμαι καλά» και στο «δεν είμαι» μεγαλώνει. Και για άντρες που έχουν μάθει ότι η θλίψη είναι αδυναμία, το χάσμα γίνεται επικίνδυνο.Τα ποσοστά αυτοκτονιών στους άντρες παραμένουν υψηλά εδώ και δεκαετίες. Όχι επειδή οι άντρες πονάνε περισσότερο, αλλά επειδή πονάνε πιο μόνοι. Η κοινωνία εξακολουθεί να εκπαιδεύει τα αγόρια να μην ζητούν βοήθεια, να μην κλαίνε, να μην παραδέχονται ότι φοβούνται ή ότι έχουν ανάγκη. Όταν αυτό το μοτίβο συναντά τραύμα, κατάθλιψη ή ανεπεξέργαστη κακοποίηση, το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει μοιραίο.
Στην ιστορία αυτή υπάρχουν και δύο παιδιά. Δύο ζωές που θα μεγαλώσουν με μια απουσία που δεν εξηγείται εύκολα. Τα παιδιά όσων αυτοκτονούν δεν χάνουν απλώς έναν γονιό, αλλά κληρονομούν ερωτήματα, σιωπές και συχνά ένα βάρος που δεν τους αναλογεί. Το πένθος τους είναι διαφορετικό, γεμάτο αντιφάσεις. Αγάπη, θυμός, σύγχυση, όλα μαζί. Και χρειάζονται έναν κόσμο που να μπορεί να τα κρατήσει με τρυφερότητα, όχι με ταμπού. Η αυτοκτονία αφήνει πίσω της ένα είδος παγωμένου χρόνου. Οι άνθρωποι γύρω προσπαθούν να καταλάβουν τι δεν είδαν, τι δεν άκουσαν, τι θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς. Όμως το ζητούμενο δεν είναι να αναζητούμε ενόχους, αλλά να μαθαίνουμε. Να ακούμε καλύτερα. Να πιστεύουμε τους ανθρώπους όταν λένε ότι δεν είναι καλά, ακόμα κι αν «δεν φαίνεται». Η περίπτωση του James Ransone δεν είναι μεμονωμένη. Είναι μέρος ενός ευρύτερου, ανησυχητικού μοτίβου που αφορά την ψυχική υγεία των αντρών, τα παιδικά τραύματα που δεν θεραπεύονται και μια κοινωνία που ακόμα δυσκολεύεται να προσφέρει πραγματική στήριξη. Αν κάτι μας καλεί να κάνουμε αυτή η απώλεια, είναι να μιλήσουμε πιο ανοιχτά. Να δημιουργήσουμε χώρους όπου ο πόνος δεν χρειάζεται να κρύβεται για να είναι αποδεκτός.
Η αυτοκτονία δεν είναι επιλογή ζωής. Είναι ένδειξη ότι κάπου, κάποτε, χάθηκε η ελπίδα. Και η ελπίδα δεν χάνεται απότομα. Σβήνει όταν δεν βρίσκει ανταπόκριση. Αν θέλουμε να προστατεύσουμε ζωές, πρέπει να μάθουμε να ακούμε πριν η σιωπή γίνει τελική. Όχι μόνο στις ειδήσεις. Αλλά στους ανθρώπους δίπλα μας.