Φανταστείτε το σκηνικό ένα κρύο πρωινό στις 11η Νοεμβρίου του 1918. Η ομίχλη να απλώνεται πάνω στα κατεστραμμένα πεδία της Γαλλίας, εκεί όπου για τέσσερα χρόνια το χώμα είχε ποτιστεί με αίμα, λάσπη και αρρώστιες. Οι τελευταίες ώρες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να κυλούν αργά, γεμάτες αβεβαιότητα με εξάντληση και θανάτους στρατιωτών κάθε μέρα. Στην άκρη ενός δάσους, κοντά στο χωριό Ρετόντ της Κομπιέν, ένα απλό βαγόνι τρένου είχε μετατραπεί σε τόπο ιστορικής μνήμης. Εκεί, αντιπρόσωποι της νικημένης Γερμανίας θα υπέγραφαν τη συνθηκολόγηση που θα έβαζε τέλος στον πιο αιματηρό πόλεμο που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα.
Από τα μέσα Οκτωβρίου του 1918, η Γερμανία βρισκόταν σε αποσύνθεση. Οι στρατιώτες είχαν κουραστεί, οι αποθήκες είχαν αδειάσει, ο λαός πεινούσε και οι συμμαχικές δυνάμεις προέλαυναν σε όλα τα μέτωπα. Ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ είχε χάσει κάθε έλεγχο, ενώ στα μεγάλα λιμάνια του Ράιχ ξεσπούσαν ναυτικές εξεγέρσεις. Η επανάσταση του Κιέλου στα τέλη Οκτωβρίου εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά σε ολόκληρη τη χώρα. Εργάτες και στρατιώτες σχημάτιζαν συμβούλια, ζητώντας ειρήνη, φαγητό και δημοκρατικές διαδικασίες. Στις 9 Νοεμβρίου, ο Κάιζερ εγκατέλειψε το θρόνο και κατέφυγε στην Ολλανδία, αφήνοντας την Γερμανική Αυτοκρατορία να καταρρεύσει.

Την ίδια ημέρα, στο Βερολίνο, ο Φίλιπ Σάιντεμαν, σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, ανακήρυξε από το παράθυρο του Ράιχσταγκ τη Γερμανική Δημοκρατία. Ο νέος καγκελάριος, Φρίντριχ Έμπερτ, ανέλαβε να διασώσει ό,τι μπορούσε από το ερείπιο. Πρώτο του καθήκον, να σταματήσει τον πόλεμο. Ο γερμανικός στρατός, υπό την πίεση των συμμαχικών προελάσεων, δεν μπορούσε πια να πολεμήσει. Στις 8 Νοεμβρίου μια γερμανική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ματίας Έρτσμπεργκερ, πολιτικό του Καθολικού Κέντρου και αντίπαλο του πολέμου, αναχώρησε για τη Γαλλία. Ήταν ένα ταξίδι μέσα στη σιωπή και τη ντροπή. Οι εκπρόσωποι ταξίδευαν με λευκές σημαίες, μέσα από κατεστραμμένες πόλεις και χωριά. Ο Έρτσμπεργκερ σημείωσε αργότερα πως «η γη μύριζε θάνατο, και η σιωπή ήταν πιο βαριά από τον ήχο των κανονιών».
Το πρωί της ίδιας ημέρας, το γερμανικό τρένο σταμάτησε στο δάσος της Κομπιέν. Λίγο παραπέρα, μέσα σε ένα άλλο βαγόνι, περίμενε ο στρατάρχης Φος, ο αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ψυχρός, επιβλητικός, καθόταν με το βλέμμα στραμμένο στα χαρτιά του, όταν μπήκαν οι Γερμανοί. Οι συνομιλίες δεν κράτησαν πολύ. Οι όροι ήταν σκληροί και ταπεινωτικοί. Άμεση αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Αλσατία και τη Λωρραίνη. Παράδοση όπλων, αεροπλάνων, πλοίων και υποβρυχίων. Περιλαμβανόταν επίσης η κατοχή του Ρήνου από συμμαχικά στρατεύματα και διατήρηση του αποκλεισμού που είχε ήδη προκαλέσει πείνα στη χώρα. Ο στρατάρχης Φος δεν δέχτηκε καμία διαπραγμάτευση, δίνοντας στους Γερμανούς 72 ώρες για να απαντήσουν. Η αντιπροσωπεία αποσύρθηκε σιωπηλά στο δικό της βαγόνι, μέσα στο σκοτάδι του δάσους, για να μεταφέρει τα νέα στο Βερολίνο. Εκεί, η νέα κυβέρνηση δεν είχε επιλογές. Ο στρατός είχε διαλυθεί και η χώρα απειλούνταν με εσωτερικό χάος. Ο Έμπερτ έδωσε την εντολή: Να υπογραφεί η ανακωχή.
Η νύχτα της 10ης προς 11η Νοεμβρίου ήταν ψυχρή. Στο μέτωπο, οι στρατιώτες περίμεναν χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς συνέβαινε. Οι φήμες διαδίδονταν ότι η ειρήνη είχε έρθει, ότι οι Γερμανοί είχαν υπογράψει, ότι όλα τελείωναν. Κανείς όμως δεν τολμούσε να το πιστέψει. Ο ουρανός φώτιζε ακόμα από κανονιοβολισμούς. Κάποιοι αξιωματικοί επέμεναν να συνεχίζουν τις επιθέσεις ως το τέλος, μη θέλοντας να χάσουν «την τιμή του πολεμιστή». Άλλοι απλώς κάθονταν, κοιτώντας τις φλόγες, νιώθοντας πως τίποτα πια δεν είχε νόημα.

Στις 5:00 το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1918, στο ίδιο εκείνο βαγόνι στο δάσος της Κομπιέν, οι αντιπροσωπείες συναντήθηκαν ξανά. Ο Έρτσμπεργκερ, εξαντλημένος, πήρε στα χέρια του το έγγραφο της ανακωχής. Ο Φος έγνεψε προς το μέρος του και ο Γερμανός εκπρόσωπος υπέγραψε. Ήταν 5:12 π.μ. Η ανακωχή θα έμπαινε σε ισχύ στις 11:00 της ίδιας ημέρας. Έξι ώρες ακόμα πολέμου. Έξι ώρες που θα στοίχιζαν, ειρωνικά, τη ζωή σε χιλιάδες άνδρες, σκοτωμένους ενώ η ειρήνη είχε ήδη υπογραφεί. Όταν οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν έντεκα, τα κανόνια σώπασαν. Στα χαρακώματα, άνδρες που δεν είχαν πια δάκρυα κοιτάζονταν σιωπηλά. Κάποιοι γονάτισαν, άλλοι ξέσπασαν σε κλάματα. Από τα παράθυρα του Παρισιού, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, αγκαλιάζονταν, χόρευαν, έκλαιγαν από χαρά και ανακούφιση. Τα ίδια και στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη.
Μα στη Γερμανία, η σιωπή ήταν διαφορετική. Δεν υπήρχαν πανηγυρισμοί, παρά μόνο κόπωση, πείνα και φόβος. Ένα έθνος συντετριμμένο, που αναζητούσε ποιος φταίει. Ο Έρτσμπεργκερ, ο άνθρωπος που υπέγραψε την παράδοση, θα δολοφονηθεί λίγα χρόνια αργότερα από εθνικιστές, που τον θεωρούσαν «προδότη». Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, συνολικά, στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 16 εκατομμύρια ανθρώπους — στρατιώτες και αμάχους. Εκατομμύρια άλλοι έμειναν ανάπηροι, ψυχικά και σωματικά. Αυτοκρατορίες διαλύθηκαν: η Αυστροουγγρική, η Οθωμανική, η Ρωσική και η Γερμανική. Ένας κόσμος παλιός έσβηνε, και ένας νέος, γεμάτος αβεβαιότητα, γεννιόταν. Όμως, όπως έδειξε η Ιστορία, η ειρήνη της Κομπιέν δεν έφερε πραγματική ειρήνη. Οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919), που επιβλήθηκαν αργότερα στη Γερμανία, θα ταπείνωναν βαθιά το έθνος και θα έσπειραν τον σπόρο της εκδίκησης, από τον οποίο θα γεννιόταν ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος.

Κάθε χρόνο, στις 11:00 π.μ. της 11ης Νοεμβρίου, η Ευρώπη σιωπά για δύο λεπτά. Είναι η στιγμή που ο κόσμος θυμάται πώς τελείωσε ο «Μεγάλος Πόλεμος» και πόσο εύθραυστη είναι η ειρήνη. Το βαγόνι της Κομπιέν έγινε σύμβολο, όχι μόνο του τέλους, αλλά και της υπενθύμισης ότι καμία νίκη δεν είναι αληθινή όταν το τίμημα είναι τόσο απάνθρωπο. Η εικόνα εκείνης της μέρας μένει ζωντανή: η ομίχλη, τα κουρασμένα πρόσωπα, το χτύπημα της πένας στο χαρτί, και ύστερα η σιωπή. Μια σιωπή που δεν ήταν μόνο το τέλος ενός πολέμου, αλλά το ξεκίνημα ενός αιώνα που θα πάλευε ξανά να μάθει τι σημαίνει ειρήνη.
Τελικά, όλα οδήγησαν στην άνοδο ενός άντρα που έφερε μαζί του τον τρόμο και ένα νέο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Αδόλφο Χίτλερ.