Αν πίστευες ότι μέχρι σήμερα τα είχες δει όλα σε αυτή τη χώρα, τότε κάτσε να δεχτείς ένα ακόμη χαστούκι ντροπής από τη νοσηρή πραγματικότητα. Στο σημερινό επεισόδιο εξευτελισμού, πρωταγωνιστεί ο Κωνσταντίνος Τσιφτσόπουλος: ένας άνδρας με αναπηρία, ο οποίος τρύπησε μόνος του το πεζοδρόμιο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης για να φτιάξει πρόσβαση εκεί όπου το κράτος απέτυχε. Η ιστορία του δεν είναι υλικό για virality αλλά μία ωμή καταγγελία. Μία ντροπή που στάζει τσιμέντο και βροχή. Είναι ένας καθρέφτης και αυτό που βλέπουμε μέσα του δε μας τιμά. Αλλά περισσότερο δεν τιμά την Πολιτεία.
Ο Κωνσταντίνος, ένα άτομο με αναπηρία, έπιασε ένα πιστολέτο και άρχισε να ανοίγει τρύπες στο τσιμέντο στη διασταύρωση Βενιζέλου και Παπαδοπούλου, κάτι που έναν ολόκληρο χρόνο δεν κατάφερε να κάνει ο Δήμος. Τι ακριβώς; Να εξασφαλίσει ασφαλή, αξιοπρεπή πρόσβαση σε έναν άνθρωπο που ζει, κινείται και φορολογείται σε αυτήν. Αυτή η εικόνα δεν είναι ρομαντική. Είναι εξοργιστική.

Όταν το αυτονόητο γίνεται ακτιβισμός
Ο Κωνσταντίνος είπε ότι η πράξη του ήταν «ακτιβιστική και συμβολική». Ναι, ήταν. Αλλά μόνο επειδή η πόλη τον ανάγκασε να γίνει ακτιβιστής. Να γίνει εργάτης. Να γίνει τεχνίτης. Να γίνει εκείνος που κυριολεκτικά χαράζει με τα χέρια του μια πρόσβαση που η Πολιτεία αρνήθηκε να του δώσει. Ας το καταλάβουμε: ένας άνθρωπος με κινητική αναπηρία αναγκάστηκε να σκάψει το πεζοδρόμιο κάτω από τη βροχή, όχι γιατί θέλει να κάνει show, αλλά γιατί δεν μπορεί να περάσει από εκεί. Γιατί η πόλη που ζει, του αρνείται τη βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: την αυτονομία.
Και ναι, ο κόσμος ανταποκρίθηκε. Καταστηματάρχες έτρεξαν με εργαλεία, περαστικοί στάθηκαν δίπλα του, οδηγοί σταμάτησαν να τον ενθαρρύνουν. Η «σωστή Ελλάδα» ήταν εκεί. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς: κι αυτό κομμάτι του προβλήματος είναι. Γιατί ζούμε σε μια χώρα όπου η αυθόρμητη αλληλεγγύη των πολιτών έχει γίνει υποκατάστατο της απουσίας του κράτους. Και όσο συγκινητική κι αν είναι η σκηνή, άλλο τόσο καταγγέλλει τον θεσμικό εκφυλισμό που έχουμε αποδεχτεί ως καθημερινότητα.

Η υποκρισία της “έξυπνης πόλης”
Την επόμενη μέρα, ο Δήμος έσπευσε να φτιάξει τη ράμπα. Γρήγορα αντανακλαστικά θα πουν κάποιοι. Ναι. Αλλά ας το πούμε όπως είναι: δεν έκανε δουλειά. Έκανε damage control. Αν δεν υπήρχαν κάμερες, δημοσιεύματα, shares και η εικόνα ενός ανθρώπου με αμαξίδιο ξαπλωμένου στο βρεγμένο πεζοδρόμιο να απλώνει μπετόν, η ράμπα θα ήταν ακόμα ανύπαρκτη. Αυτό δεν λέγεται ανταπόκριση. Λέγεται ντροπή.
Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η Θεσσαλονίκη αποτυγχάνει στα βασικά. Οι δρόμοι της είναι ένα εμπόδιο για οποιονδήποτε δεν είναι αρτιμελής άντρας 25–40 ετών με sneakers και ισορροπία ακροβάτη. Ηλικιωμένοι πέφτουν και χτυπούν. Γονείς με καρότσια ελίσσονται ανάμεσα σε γούβες και παρκαρισμένα μηχανάκια. Τουρίστες σκοντάφτουν στα σπασμένα πεζοδρόμια του κέντρου.
Ο Άγγελος Πεντάρης συνεχίζει να μην υπακούει στην αναπηρία του
Και ο Κωνσταντίνος; Απλώς δεν μπορούσε να περάσει. Όχι μόνο εκεί. Σε δεκάδες σημεία της πόλης. Αλλά το συγκεκριμένο, όπως λένε οι κάτοικοι, είναι χρόνια πληγή. Από το 2018 φαρμακοποιός της γειτονιάς φροντίζει ανθρώπους που πέφτουν εκεί. Έχει κάνει δεκάδες αιτήσεις. Και φυσικά τίποτα. Αν μια πόλη δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι οι δρόμοι της είναι διάσχιμοι, τότε δεν μιλάμε για πόλη. Μιλάμε για ζούγκλα από τσιμέντο και αδιαφορία.

Ο Κωνσταντίνος χαρακτήρισε τη ράμπα του «πρόχειρη». Δεν το είπε για να αποποιηθεί ευθύνη. Το είπε για να πει το αυτονόητο: ένας απλός πολίτης δεν θα έπρεπε να κάνει τη δουλειά του Δήμου. Δεν θα έπρεπε να δακρύζει πάνω από έναν κουβά με μπετόν για να διεκδικήσει αυτό που σε μια σύγχρονη πόλη είναι δεδομένο.
Κι όμως, εκείνος το έκανε. Με πείσμα, με δύναμη, με αξιοπρέπεια. Γονάτισε, ξάπλωσε στο έδαφος, δούλεψε μέσα στη βροχή. Γιατί; Για να περάσει. Για να περάσουν άλλοι σαν κι εκείνον. Για να περάσουν ηλικιωμένοι, μητέρες, πεζοί. Η προσβασιμότητα δεν είναι προνόμιο. Δεν είναι extra feature. Δεν είναι πολυτέλεια. Είναι υποχρέωση. Και όταν ένας άνθρωπος σε αμαξίδιο φτιάχνει μόνος του ράμπα, αυτό σημαίνει πως η πόλη τον εγκατέλειψε. Σημαίνει πως τα αυτονόητα έχουν χαθεί. Σημαίνει πως η κοινωνία έχει μάθει να ζει με την προχειρότητα, μέχρι που κάποιος, κυριολεκτικά, σκάβει για να ξαναβρεί την αξιοπρέπεια.

Τι σημαίνει, ωστόσο, αυτή η εικόνα για όλους μας; Μία αλήθεια που αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Ότι η Ελλάδα δεν είναι εχθρική προς τα άτομα με αναπηρία επειδή το θέλει. Είναι επειδή δεν έχει μάθει να τους βλέπει ως ισότιμους πολίτες. Η αδιαφορία έχει γίνει τέτοια συνήθεια, που όταν ένας άνθρωπος διεκδικεί το αυτονόητο, το λέμε “ακτιβισμό”. Ο Κωνσταντίνος έδωσε ένα τεράστιο μάθημα ζωής. Όχι μόνο στην Πολιτεία αλλά και στην κοινωνία. Μέσα στη βροχή. Στο πεζοδρόμιο. Μπροστά σε όλους μας. Με τα ίδια του τα χέρια. Και ξέρεις γιατί;
Για να μην μπορεί κανείς, ποτέ ξανά, να πει ότι “δεν ήξερε”.