Αν κάτι παραμένει σταθερό σ’ αυτή τη χώρα –εκτός από την κίνηση- είναι η διαχρονική μας αδυναμία απέναντι στην κακοκαιρία. Έτσι είναι παιδιά, τι να κάνουμε; Και όχι, δεν μιλάμε για τυφώνες κατηγορίας 5 σαν αντούς που έβλεπες στο Twister, ούτε για χιονοθύελλες σε επίπεδο πολικής αρκούδας. Μιλάμε για κακοκαιρία. Έντονη μεν για κάποιες ώρες, αλλά κακοκαιρία. Αυτή που σε άλλες χώρες αντιμετωπίζεται χάρη στις υποδομές και εδώ παρουσιάζεται σαν να έρχεται ο κατακλυσμός του Νώε Νο2: Reboot Edition.
Η κακοκαιρία «Μπάιρον» δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αντίθετα, λειτούργησε σαν υπενθύμιση ότι, στην Ελλάδα, ζούμε σε μια χώρα όπου η έννοια «υποδομές» χρησιμοποιείται μάλλον με συμβολικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που ο ουρανός σκοτεινιάζει, όλοι γύρω μας κάνουν εκείνο το βλέμμα, το γνωστό: «Ωχ… πάλι θα κολυμπάμε». Και πράγματι, όποτε πέφτουν πάνω από τρεις σταγόνες, το ίδιο έργο παίζεται ξανά και ξανά, σαν επανάληψη ελληνικής σειράς από τα 90s. Οι δρόμοι μετατρέπονται ακαριαία σε ορμητικούς χειμάρρους, τα φρεάτια παριστάνουν ότι δεν μας ξέρουν και τα αυτοκίνητα κάνουν τη δική τους παρθενική εμφάνιση ως… υποβρύχια. Η Αθήνα ειδικότερα, είναι μια πόλη που, αν είχε μασκότ για την κακοκαιρία, θα ήταν μάλλον ένα μικρό φουσκωτό βαρκάκι με παπιγιόν.
Ας μιλήσουμε όμως για τις πλημμύρες. Αυτές οι πλημμύρες έχουν ένα ταλέντο: συμβαίνουν παντού. Δρόμοι, πεζοδρόμια, υπόγειες διαβάσεις, αυλές, πάρκινγκ. Δεν υπάρχει διακριτικότητα, δεν υπάρχει μέτρο. Είναι η απόλυτη δημοκρατία του νερού. Το νερό ανήκει σε όλους, οπότε όλοι το λουζόμαστε. Στην κυριολεξία. Και κάθε φορά ακούμε τις ίδιες δικαιολογίες: «Η βροχή ήταν πρωτοφανής», «Έπεσε πολύ νερό σε λίγο χρόνο», «Οι υποδομές άντεξαν, αλλά…». Το «αλλά» εδώ αποτελεί το πιο ειλικρινές σημείο της πρότασης. Γιατί ξέρουμε όλοι τι σημαίνει: δεν άντεξαν. Και σαν να μην έφταναν οι δρόμοι, έχουμε και το μετρό. Το οποίο, κατά καιρούς, θυμάται ότι είναι… υπόγειο, άρα γεμίζει όπως κάθε υπόγειος χώρος που πλημμυρίζει. Το αποτέλεσμα; Σταθμοί που μετατρέπονται σε σκηνικά από ταινία καταστροφής, με νερά που κυλάνε από τις σκάλες λες και είμαστε σε κάποια λουτρόπολη από την αρχαία Ρώμη. Αν ποτέ αποφασίσει το μετρό να βάλει ταμπέλα «Κατάδυση για αρχάριους», δεν θα εκπλαγεί κανείς. Αυτό το βίντεο που κυκλοφορεί στα social από το μετρό στον Ευαγγελισμό, απλά δεν μπορώ να το ξεχάσω.
Τα αυτοκίνητα, από την άλλη, ζουν τη δική τους αγωνία. Γιατί κάθε Αθηναίος οδηγός, όταν ξεκινάει με κακοκαιρία, έχει εκείνη τη μικρή φωνή στο κεφάλι του που λέει: «Κι αν με βρει το ποτάμι στην Κηφισίας;» Ειλικρινά, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν η χώρα πρέπει να βάλει υποχρεωτικά μάθημα κωπηλασίας στα σχολεία. Όχι για άθληση, αλλά για μετακίνηση. Και για να γίνει το θέμα ακόμη πιο ειρωνικό: κάθε χρόνο ακούμε για έργα που θα γίνουν, για σχέδια που προωθούνται, για «ολοκληρωμένη αντιμετώπιση» των καιρικών φαινομένων. Αυτό το «ολοκληρωμένη» ειδικά, το αγαπάμε. Όμως, το μόνο πράγμα που ολοκληρώνεται με συνέπεια είναι η λίστα των περιοχών που πλημμύρισαν. Όπως και η λίστα των αυτοκινήτων που βρέθηκαν έρμαια της κακοκαιρίας. Έχει φτάσει στο σημείο ένας απλός περίπατος στη βροχή να μοιάζει με extreme sport. Αν βγει ανακοίνωση «Αθήνα: Επίπεδο Κινδύνου 4 – Μην ξεχνάτε τα βατραχοπέδιλα», θα είναι απλώς η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
Εν τω μεταξύ, στα social media γίνεται χαμός. Βίντεο με νερά που τρέχουν μέσα σε σπίτια, αυτοκίνητα που παρασύρονται σε παράδρομους, άνθρωποι που κάνουν άλματα πάνω από λίμνες στη μέση του δρόμου. Και μέσα σε όλα αυτά, κυκλοφορεί πάντα το κλασικό σχόλιο: «Μα καλά, δεν καθάρισαν τα φρεάτια;» Η απάντηση είναι συνήθως ένα αμήχανο «Έγινε ό,τι ήταν δυνατόν». Όμως το «ό,τι ήταν δυνατόν» μοιάζει κάπως περιορισμένο, δεδομένου ότι τα φρεάτια συχνά θυμίζουν αποθήκες φύλλων, κλαδιών, πλαστικών και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Και ενώ τα ζούμε όλα αυτά, υπάρχει κάτι ακόμη πιο τρομακτικό: Η κανονικοποίηση. Το γεγονός ότι δεν εκπλησσόμαστε πια. Ότι το έχουμε αποδεχθεί. Μιλώντας με φίλους μετά την κακοκαιρία «Μπάιρον», άκουσα την εξής ατάκα: «Μωρέ, ευτυχώς δεν ήταν χειρότερα». Ο πήχης, δηλαδή, έχει φτάσει στο πάτωμα. Και το πάτωμα μάλλον είναι βρεγμένο. Τελικά, το πρόβλημα δεν είναι απλώς η κακοκαιρία. Είναι η πρόβλεψη ότι, ό,τι κι αν γίνει, θα είμαστε απροετοίμαστοι. Ότι μια πόλη εκατομμυρίων κατοίκων συνεχίζει να φοβάται μια βροχή, λες και ζούμε ακόμα σε εποχές όπου για να στραγγίξει ένας δρόμος χρειαζόταν προσευχή. Και το χειρότερο; Όλοι ξέρουμε ότι θα ξανασυμβεί. Ότι την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί μια κακοκαιρία –όποιο όνομα κι αν έχει, Μπάιρον, Ξενοφών, Μπιλ Γκέιτς– θα περάσουμε ακριβώς τα ίδια.
Η ειρωνεία, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια στάση. Είναι άμυνα. Γιατί αν δεν το πάρουμε με χιούμορ, θα πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά. Και εκεί αρχίζουν τα δύσκολα.