Intime Οι «Μπισμπίκηδες» της διπλανής πόρτας και ο κανιβαλισμός των media

Η ιστορία με τον Βασίλη Μπισμπίκη δεν είναι απλώς ένα τροχαίο με «επώνυμο» πρωταγωνιστή. Είναι ένας καθρέφτης που αντικατοπτρίζεται η ίδια μας η κοινωνία.

Αν δε ζεις σε πυρηνικό καταφύγιο χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, σίγουρα έχεις μάθει για την υπόθεση Βασίλη Μπισμπίκη. Ο καταξιωμένος ηθοποιός ήπιε ένα, δύο, πέντε, δέκα, είκοσι (;) ποτηράκια παραπάνω και πήρε σβάρνα όποιο αμάξι βρέθηκε μπροστά του στη Φιλοθέη. Το καλό της υπόθεσης είναι πως δε θρηνήσαμε θύματα ή κάποιον τραυματισμό. Επίσης, όλο αυτό το σουσού, αποτελεί μία καλή ευκαιρία για να κάνουμε την αυστηρή αυτοκριτική μας. Διότι η ιστορία με τον Βασίλη Μπισμπίκη δεν είναι απλώς ένα τροχαίο με «επώνυμο» πρωταγωνιστή. Είναι ένας καθρέφτης. Και, όσο κι αν δε μας αρέσει να το βλέπουμε, σε αυτόν τον καθρέφτη αντικατοπτρίζεται η ίδια μας η κοινωνία. Γιατί; Επειδή πίσω από το όνομα, πίσω από τα πρωτοσέλιδα, κρύβεται κάτι πολύ πιο επικίνδυνο: η κουλτούρα μας γύρω από την οδήγηση, το ποτό και την ατιμωρησία.

Ας το παραδεχτούμε: υπάρχουν πολλοί «Μπισμπίκηδες» γύρω μας. Είναι ο γείτονας που μπαίνει στο αμάξι μετά το γλέντι μεθυσμένος. Είναι ο φίλος που λέει «έλα μωρέ, δυο ποτηράκια ήπια μόνο». Είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, όταν κάποια στιγμή στη ζωή μας υποτιμήσαμε τον κίνδυνο και πήραμε το τιμόνι χωρίς να έπρεπε. Δε χρειάζεται να είσαι ηθοποιός, ούτε να έχεις σχέση με τη Βανδή για να βρεθείς σε αυτή τη θέση. Αρκεί ένα ποτήρι παραπάνω.

 

 

Η Ελλάδα είναι χώρα που κλείνει τα μάτια στην επικίνδυνη οδήγηση. Τα στατιστικά τροχαίων είναι τραγικά, κι όμως συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε το ποτό και το τιμόνι με την ελαφρότητα της παρέας στο καφενείο. «Έχω γερό συκώτι», «εγώ ξέρω να κρατάω τιμόνι», «θα πάω σιγά». Αυτές οι ατάκες είναι το soundtrack της ελληνικής ασυνειδησίας. Ένα soundtrack που συνοδεύει κάθε χρόνο χιλιάδες ατυχήματα, τραυματισμούς, θανάτους.

Κι εδώ μπαίνει η δεύτερη, εξίσου σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης: ο κανιβαλισμός των media. Γιατί το τροχαίο του Μπισμπίκη δεν έγινε πρωτοσέλιδο επειδή προκάλεσε ζημιές. Έγινε επειδή είναι «ο σύντροφος της Δέσποινας Βανδή». Η προσωπική του ζωή έγινε το αλατοπίπερο στο ρεπορτάζ, λες και έχει οποιαδήποτε σημασία για το αν παραβίασε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Τα analytics των sites χορεύουν σε διονυσιακούς ρυθμούς, οι τηλεοπτικές εκπομπές βλέπουν το χαρτάκι της AGB και επιτέλους χαμογελούν και όλα αυτά δε γίνεται για ενημέρωση. Αλλά για δημόσια διαπόμπευση. Δε μιλάμε για δημοσιογραφία, αλλά για λαϊκό θέαμα. Ένα «Big Brother» σε ζωντανή μετάδοση, όπου περιμένουμε να δούμε αν η Βανδή θα πάει στο δικαστήριο, τι θα πουν τα πάνελ, πώς θα αντιδράσουν οι χρήστες στα social media. Αυτή είναι η κατάντια: ένα σοβαρό περιστατικό που θα μπορούσε να γίνει αφορμή για κοινωνικό διάλογο, μετατρέπεται σε κουτσομπολιό της κακιάς ώρας.

 

 

Αντί να ρωτάμε τι είπε η σύντροφός του, ας ρωτήσουμε: γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε φυσιολογικό να οδηγούμε μετά από ποτό; Γιατί δεν υπάρχει καμία κοινωνική κατακραυγή απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές, αν δεν εμπλέκεται διάσημο όνομα; Γιατί χρειάζεται να συμβεί κάτι σε κάποιον γνωστό για να θυμηθούμε ότι έχουμε δρόμους-καρμανιόλες; Και κυρίως: πότε θα μάθουμε ότι δεν υπάρχει «λίγο μεθυσμένος» οδηγός; Ότι το «σιγά, μέχρι το σπίτι θα πάω» είναι ίσως η πιο επικίνδυνη φράση που έχουμε συνηθίσει να λέμε;

Ναι, τα δημόσια πρόσωπα είναι άνθρωποι. Θα κάνουν λάθη, θα γλιστρήσουν, θα εκτεθούν. Όμως δεν μπορούμε να αγνοούμε το ότι έχουν επιρροή. Ο Μπισμπίκης δεν είναι «οποιοσδήποτε». Ο κόσμος τον αναγνωρίζει, τον παρακολουθεί, τον θαυμάζει. Γι’ αυτό και η δική του παραδοχή ή η δική του συγγνώμη έχει πολλαπλάσια σημασία από ενός ανώνυμου. Όχι γιατί η ζωή του αξίζει περισσότερο, αλλά γιατί το παράδειγμά του μεγεθύνεται.

Κι εδώ έρχεται η δική του ευθύνη. Δε χρειάζονται δικαιολογίες για «κρητικά γλέντια». Χρειάζεται καθαρή ανάληψη ευθύνης. Μια δημόσια συγγνώμη, μια δέσμευση ότι δε θα ξανασυμβεί. Αυτό θα ήταν πραγματικά πιο δυνατό μήνυμα από οποιοδήποτε δικαστήριο. Για κάθε επώνυμο που «καρφώνεται» στα δελτία ειδήσεων, υπάρχουν εκατοντάδες ανώνυμοι που οδηγούν μεθυσμένοι και δε θα μάθουμε ποτέ το όνομά τους. Εκείνοι είναι το πραγματικό πρόβλημα. Εκείνοι που αύριο μπορεί να σκοτώσουν κάποιον στη Μεσογείων, στην Πειραιώς ή σε ένα επαρχιακό δρόμο. Αυτούς δε θα τους δείξει καμία κάμερα, δε θα τους κάνει κανένα πάνελ «θέμα». Κι όμως, είναι οι πιο επικίνδυνοι, γιατί δεν τους βλέπουμε.

Αν ήσουν ο Στάνκογλου θα έπαιρνες σε ταξίδι τον ερωτευμένο Μπισμπίκη;

Αν κάτι πρέπει να μάθουμε από την υπόθεση, είναι ότι η ευθύνη είναι συλλογική. Δεν φταίει μόνο ο Μπισμπίκης. Φταίει και η κουλτούρα που τον έθρεψε. Φταίμε όλοι εμείς που γελάμε με τον μεθυσμένο φίλο που «το ’χει» στο τιμόνι. Φταίνε οι Αρχές που κλείνουν τα μάτια. Φταίνε και τα media που μετατρέπουν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου σε prime-time κουτσομπολιό.

Η οδήγηση υπό την επήρεια δεν είναι «θέμα showbiz». Είναι θέμα δημόσιας υγείας. Είναι θέμα πολιτισμού. Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι ένας άνθρωπος που έκανε ένα σοβαρό λάθος. Το ερώτημα είναι: θα τον δούμε σαν ένα «θέμα» που θα ξεχάσουμε σε δύο μέρες ή σαν έναν καθρέφτη που μας αναγκάζει να κοιταχτούμε; Γιατί αν μείνουμε μόνο στο κουτσομπολιό, σε λίγο θα έχουμε έναν νέο «Μπισμπίκη» και τότε μπορεί να μην περιοριστούμε σε υλικές ζημιές.

Το πραγματικό μάθημα δεν είναι αν θα χάσει την άδεια οδήγησης ή πόσο θα γράψουν τα sites για τη σχέση του με τη Βανδή. Το πραγματικό μάθημα είναι να καταλάβουμε ότι κάθε φορά που παίρνουμε το τιμόνι μεθυσμένοι, γινόμαστε ένα όπλο που μπορεί να αφαιρέσει ζωές. Και αυτό δεν είναι υπόθεση ενός celebrity. Είναι υπόθεση όλων μας.



©2016-2025 Ratpack.gr - All rights reserved