IN TIME NEWS | ΖΑΧΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Μετακίνηση 6: Η βόλτα που έχασε την αξία της

Εγκλωβισμένος στη ρουτίνα του κορωνοϊού, όταν προσπαθείς να θυμηθείς ποιος ήσουν και ποιος είσαι.

Ο πρώτος κωδικός μετακίνησης που πάτησε δεν ήταν ο 6. Ήταν ο 1. Πήγαινα σε ένα φαρμακείο για να πάρω γάζες για τα πόδια του συγχωρεμένου του πατέρα μου. Ήταν η πρώτη φορά που έστελνα μήνυμα για να μπορέσω να βγω από το σπίτι μου και όσο και αν αυτό που έκανες είχε τη νομιμότητά του, ένιωθες ένα βάρος στους ώμους. Ένα βάρος το οποίο κοιτούσες να το πετάξεις από πάνω σου για καλό δικό σου και για καλό των άλλων. Για την υγεία, για τον κορωνοϊό. Βγήκα σαν τον κλέφτη στο δρόμο με την ταυτότητα και κοιτούσα αριστερά και δεξιά μήπως και κάποιος με σταματήσει, παρότι ήμουν καλυμμένος με το SMS.

 

Η πρώτη φορά που κάνεις κάτι είναι πάντα περίεργη και πίστευα πως το οποιοδήποτε συναίσθημα ενόχλησης ή προβληματισμού, θα έφευγε το ίδιο απόγευμα που θα πατούσα το 6 για την «γυμναστηριακή βόλτα». Ξαφνικά το 6 μετατράπηκε σε προαυλισμό. Εγώ τουλάχιστον το είδα έτσι από την πρώτη κιόλας βόλτα. Ήμουν ελεύθερος να περπατήσω, αλλά και δεν ήμουν. Ένιωθα ασφαλής, αλλά πόσο ασφάλεια μπορούσες να νιώσεις εν καιρώ μίας πανδημίας; Τα άλλα όλα έμειναν πίσω. Οι φίλοι, οι χαρές, η οικονομία, οι λογαριασμοί. Οι βόλτες με το αυτοκίνητο, τα ποτά στα μπαρ, οι μαζώξεις στο μπαλκόνι για μία μπίρα. Όλα έμειναν πίσω. Ο χρόνος σταμάτησε πάνω από ένα θετικό τεστ που στην καλύτερη έδειχνε ένα ανεβασμένο θερμόμετρο και στην χειρότερη σε έναν αναπνευστήρα της ΜΕΘ. Παρότι όλα συνεχίζονται και τελειώνουν, ευχάριστα ή δυσάρεστα, συνεχίζεις να νομίζεις πως ο Χρόνος δεν είναι απλά εκεί. Ότι παραιτήθηκε.

 

 

Το καλοκαίρι που ήρθε μετά ήταν ένα όνειρο, ένα ψέμα. Συμπεριφερθήκαμε όλοι σαν τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή του Μολλιέρου. Εκείνοι που πίστεψαν ότι δεν υπήρξε ποτέ τίποτε και είχαμε ηθοποιούς, οι άλλοι που πίστεψαν ότι πέρασε και οι λιγοστοί που σκέφτηκαν «ας δούμε τι μας περιμένει από τον Σεπτέμβριο». Όπως και έγινε. Στην Ελλάδα του ήλιου του Ελύτη και της θάλασσας του Καββαδία, οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν σαν ένα μεγάλο σχολικό διάλειμμα αποφοίτων, που πίστεψαν ότι νίκησαν το θεριό. Και ότι το νίκησαν μέσα στη συνείδησή τους, ήταν αρκετό για να μας κάνει να ξεφύγουμε, να ξεχάσουμε, να συμπεριφερθούμε ανεύθυνα, να παρανομήσουμε. Δεν είμαι κάποιος για να κρίνω. Είμαι Κανένας. Ξέρω όμως ότι σήμερα, με τον Μάρτιο να τελειώνει, η βόλτα του νούμερου 6, είναι από τα χειρότερα πράγματα που κάνω καθημερινά.

 

Νιώθω κολλημένος στο χρόνο και στο χώρο. Σαν μία κβαντική διεμπλοκή που με πετάει ξανά στο ίδιο σημείο, με πράγματα να μου θυμίζουν κάποιο φιλικό σκηνικό από κάπου που δεν μπορώ να θυμηθώ αν υπήρξα όντως εκεί ή όχι. Ετοιμάζομαι φορώντας αθλητικά και την φόρμα γυμναστικής. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη χωρίς κανένα λόγο γιατί κανείς πρόκειται να δει το πρόσωπο μου. Πριν ξυριστώ και κουρευτώ, κάποιες φορές ξυπνούσα και δεν αναγνώριζα ποιος είμαι και τι θέλω. Σαν κάποιος άλλος να εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία του δικού μου τέλματος στο χρόνο και να πίστεψε πως αν πάρει το κορμί μου θα κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από ότι κάνω εγώ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Ήμουν εγώ, κουρασμένος και σπασμένος στα δύο, στη μοναδική ανούσια και ανάξια βόλτα της ζωής μου. Μία βόλτα χάρη σε έναν κωδικό που δεν μου έδινε πια καμία ευχαρίστηση και καμία «ανάσα». Που μου ξυπνούσε χειρότερα ένστικτα από αυτά που είχα το πρωί και έβριζα χωρίς λόγο και αιτία τα πάντα και που μου έφταιγε το στρώμα, ο καφές που έπινα και η οδοντόκρεμα που δεν καθάριζε καλά τα δόντια μου. Φταίγανε τα πάντα.

 

 

Σιχαινόμουν αυτή τη βόλτα και συνεχίζω να την σιχαίνομαι, γιατί μου υπενθύμιζε πως στη ζωή μου μπήκες όρος και νόμος ακόμη και στον περίπατο της ξενοιασιάς. Το ότι καταλαβαίνω, δεν με κάνει να το δέχομαι. Το ότι το δέχομαι, δεν με κάνει να το γουστάρω. Ο ψυχίατρος το λέει απαλεψιά. Εγώ το λέω υποκριτική μαλακία. Βγαίνω τελείως μηχανικά και περπατάω σχεδόν σαν υπνωτισμένος. Θα ήθελα να πω πως ακόμη και τα πρόσωπα που φαίνονται ίδια για να κάνω το κείμενο αυτό πιο ποιητικό και δήθεν, αλλά έχω τόσο καιρό να δω πρόσωπα ξένων χωρίς μάσκα που ξέχασα ότι υπάρχουν ξένοι. Υπάρχει η οικογένεια και κάποιοι άλλοι που ενδεχομένως να υπάρχουν. Δεν βλέπω τα πρόσωπα των παιδιών που παίζουν με τους μπαμπάδες τους, το χαμόγελο μιας κοπέλας που θα περάσει από δίπλα μου, το ζευγάρι που χαμογελάει ενώ κάνει ποδήλατο. Πάντα ήμασταν ξένοι στην ίδια πόλη αλλά χάρη στη μάσκα γίναμε τελείως άγνωστοι.

 

Πολλές φορές πατάω 6 και κάθομαι μερικά στενά πιο κάτω από το σπίτι μου σε ένα παγκάκι. Ένας αδέσποτος γάτος που με γνωρίζει πλέον από την μυρωδιά με πλησιάζει χωρίς φόβο και κορωνοϊό για λίγα χάδια και αγκαλιά. Μου αρέσει που δεν φοράει μάσκα και που κάθεται στα πόδια μου. Ίσως και εκείνος να βαρέθηκε να βλέπει τα ίδια βαρετά δίποδα με την ίδια μάσκα. Είναι μαλάκες οι άνθρωποι, αλλά κάποιοι από αυτούς ήταν κάποτε καλοί μαζί της και γνώριζε τα πρόσωπα τους. Τώρα έχει μόνο την μυρωδιά.

 kitten

Φυσάει σήμερα. Ίσως αν βγω έξω και δω λιγότερο κόσμο, να πείσω τον εαυτό μου ότι βρίσκομαι κάπου αλλού.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved