Intime Κυριακές στο σπίτι με το Νιόνιο

Τα λόγια που μας έσφιξαν σαν πένσα, με την είδηση του θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου και αναμνήσεις μέσα από τα πικ-απ.

Έμαθα τον Διονύση Σαββόπουλο από τον πατέρα μου. Ή, καλύτερα, τον έμαθα από τις Κυριακές του. Ήταν το μοναδικό πρωινό της εβδομάδας που το σπίτι έμοιαζε να ανασαίνει αλλιώς — σαν να λυγίζανε για λίγο οι τοίχοι από τη σιωπή που κουβαλούσαν τις υπόλοιπες μέρες. Ο πατέρας σηκωνόταν νωρίς, έκανε καφέ ελληνικό, βαρύ και πικρό, κι ύστερα άνοιγε το παλιό πικάπ που έτριζε στο πρώτο του γύρισμα.

Εκεί, στο ξύλινο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, υπήρχε πάντα μια στοίβα βινύλια. Ξεθωριασμένα εξώφυλλα, σκισμένες άκρες, μυρωδιά από σκόνη και καλοκαίρια περασμένα. Ανάμεσά τους, οι δίσκοι του Νιόνιου — Φορτηγό, Μπάλλος, Το Περιβόλι του Τρελλού. Μουσική που έμοιαζε να κουβαλάει κάτι ιερό και επικίνδυνο μαζί. Όταν έβαζε τον δίσκο να γυρίσει, δεν μιλούσε. Καθόταν στην πολυθρόνα, σταύρωνε τα χέρια του και άφηνε τη φωνή του Σαββόπουλου να γεμίζει το σπίτι. Ήμουν παιδί τότε, δεν καταλάβαινα. Οι λέξεις του Νιόνιου μού φαίνονταν παράξενες, αλλόκοτες — γεμάτες εικόνες και πρόσωπα που δεν γνώριζα. Όμως έβλεπα το βλέμμα του πατέρα μου. Εκεί, μέσα στις ρυτίδες και στις παύσεις του, καταλάβαινα ότι κάτι πολύ μεγαλύτερο απλωνόταν πίσω από τα τραγούδια. Κάτι που τον πονούσε και ταυτόχρονα τον κρατούσε όρθιο.

Χρόνια αργότερα, έμαθα πως ο πατέρας μου είχε βασανιστεί στη χούντα του 1967. Δεν μου το είπε ποτέ ευθέως. Το έμαθα τυχαία, από έναν παλιό του φίλο που ήρθε μια μέρα στο σπίτι, όταν ήμουν πια φοιτητής. «Ο πατέρας σου ήταν παλικάρι», είπε σιγανά, κοιτώντας προς το πάτωμα. «Τον είχαν στα κρατητήρια εβδομάδες».

Τότε όλα βρήκαν τη θέση τους μέσα μου. Οι σιωπές του, οι Κυριακές του, οι δίσκοι του Νιόνιου. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς τραγουδιστής για τον πατέρα μου — ήταν ο ήχος της μνήμης, της αντίστασης, της εποχής που τον σημάδεψε. Ήταν η απόδειξη πως, ακόμη κι όταν η ζωή σου κόβεται στα δύο, μπορείς να συνεχίσεις να τραγουδάς. Θυμάμαι ένα πρωινό, πρέπει να ήμουν έντεκα ή δώδεκα . Έπαιζε ο Μπάλλος. Ο ήλιος έμπαινε μέσα από τα παντζούρια, κι εγώ καθόμουν στο πάτωμα, παίζοντας με κάτι στρατιωτάκια. Ο πατέρας στεκόταν ακίνητος, με ένα καφέ στο χέρι. Εκεί, στα μέσα του τραγουδιού, κάτι μέσα του έσπασε. Σήκωσε το κεφάλι και μου είπε:

Ο Φοίβος Δεληβοριάς έγραψε σ’ ένα post τα πάντα για τον Διονύση Σαββόπουλο

«Να θυμάσαι, αγόρι μου… αυτά δεν είναι τραγούδια μόνο. Είναι φωνές από τότε που δεν μιλούσε κανείς.»

Δεν κατάλαβα τότε ακριβώς τι εννοούσε, αλλά η φράση του έμεινε μέσα μου, σαν ρίζα. Κάθε φορά που ακούω τη φωνή του Σαββόπουλου, τη θυμάμαι. Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο καθαρά την ακούω. Ο πατέρας μου έφυγε το 2020. Τα βινύλια του τα κράτησα εγώ — και το παλιό πικάπ, παρότι δεν λειτουργεί σωστά. Τις Κυριακές, κάνω κι εγώ καφέ και βάζω να παίζει ο Νιόνιος από το ραδιόφωνο. Είναι σαν να επιστρέφει εκείνη η μυρωδιά του σπιτιού, το φως που έμπαινε από τις γρίλιες, η βαριά ησυχία που μόνο η μουσική μπορούσε να σπάσει.

Και τώρα, που έμαθα πως πέθανε ο Σαββόπουλος, κάτι μέσα μου λύγισε πάλι. Όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά για όλα όσα σήμαινε. Για τις Κυριακές του πατέρα μου, για τα πρόσωπα που δεν γνώρισα, για τη γενιά που πλήρωσε την ελευθερία με αίμα και σιωπή. Ο θάνατός του είναι σαν να χαμήλωσε το φως μιας εποχής που ακόμα δεν τελείωσε μέσα μας.

Ο Σαββόπουλος, για εμένα, δεν ήταν ποτέ ένας απλός τραγουδοποιός. Ήταν ο ήχος μιας εποχής, όταν αυτή προσπαθούσε να ξαναβρεί τη φωνή της. Ήταν ο ψίθυρος που τρύπωνε στα σπίτια, την ώρα που οι άνθρωποι φοβόντουσαν να μιλήσουν. Ήταν εκείνος που, μέσα από την ειρωνεία και την ποίηση, τόλμησε να πει όσα δεν λέγονταν. Και ο πατέρας μου τον άκουγε, γιατί μέσα από τη φωνή του ξανασυναντούσε τον εαυτό του,όχι τον σπασμένο, αλλά εκείνον που πάλεψε και άντεξε. Κάθε τραγούδι του κουβαλάει για μένα τη μνήμη του πατέρα. Όταν ακούω το Πολιτευτής, νιώθω το βάρος των χρόνων της χούντας· όταν παίζει το Ας κρατήσουν οι χοροί, βλέπω τον πατέρα να κουνάει ελαφρά το κεφάλι, σαν να λέει «ναι, κρατήστε τους». Η μουσική του έγινε για μένα μια γέφυρα με μια εποχή που δεν έζησα, αλλά που με καθόρισε μέσα από τα θραύσματα εκείνων που την έζησαν.

Τώρα, οι Κυριακές μου είναι πιο ήσυχες. Το πικάπ δεν παίζει, αλλά ο ήχος του Νιόνιου υπάρχει ακόμα, κάπου στο βάθος του σπιτιού — ίσως μέσα μου. Ο καφές καπνίζει, το φως μπαίνει όπως τότε, και κάθε φορά που γυρίζει η μελωδία, νομίζω πως ακούω τον πατέρα να ψιθυρίζει από μακριά:

«Άκου, παιδί μου… αυτό δεν είναι μουσική. Είναι μνήμη.»

Κι έτσι, κάθε φορά που παίζει ο Σαββόπουλος, η χούντα ξαναγίνεται σκιά, η μνήμη ξαναζωντανεύει, κι εγώ ξαναβρίσκω τον πατέρα μου στις Κυριακές του φωτός και της σιωπής.
Γιατί, τελικά, η μουσική του Νιόνιου δεν ανήκει σε μια εποχή. Ανήκει σε όλους όσους αρνήθηκαν να ξεχάσουν.



©2016-2025 Ratpack.gr - All rights reserved