Ήταν ένας άνδρας που ήξερε να περπατά αθόρυβα στα παλάτια και στις σκιές. Ο σερ Anthony Blunt, επιμελητής της Βασιλικής Συλλογής, διανοούμενος της υψηλής κοινωνίας, καθηγητής τέχνης και κριτικός, υπήρξε ένα από τα πιο παράδοξα πλάσματα του 20ού αιώνα: ένας άνθρωπος της Αυλής που υπηρέτησε τη Μόσχα. Ένας μετρ της αισθητικής που επιδόθηκε στην πιο σκοτεινή τέχνη όλων — την κατασκοπεία.
Η ιστορία του Blunt είναι η ιστορία της Βρετανίας ανάμεσα στους δύο κόσμους: τον κόσμο της παράδοσης και της μοναρχίας, και τον υπόγειο κόσμο του ψυχρού πολέμου, των ιδεολογιών, των μυστικών και των προδοσιών. Μια ιστορία γραμμένη με πένα και μελάνι, αλλά και με αίμα και ψέμα.
Ο ευγενής λόγιος
Ο Anthony Frederick Blunt γεννήθηκε το 1907 στο Μπόρνμουθ της Αγγλίας, σε μια οικογένεια με βαθειές ρίζες στην υπηρεσία του Στέμματος. Μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία και επισημότητες, σπουδάζοντας στα καλύτερα σχολεία και έπειτα στο Trinity College του Κέιμπριτζ. Εκεί άνθισε το μυαλό του — ένα μυαλό αιχμηρό, ψύχραιμο, μαθημένο στην ανάλυση και στην απόσταση.
Στο Κέιμπριτζ, τη δεκαετία του 1930, η Ευρώπη βράζει κάτω από τον πάγο της οικονομικής κρίσης και της ανόδου του φασισμού. Στα αμφιθέατρα και στα καφέ, οι φοιτητές μιλούν για τον Μαρξ, για τη Σοβιετική Ένωση, για το «νέο κόσμο» που θα γεννηθεί από τις στάχτες της παλιάς τάξης. Ο Blunt, άνθρωπος της διανόησης, γοητεύεται από την ιδέα της δικαιοσύνης και της ισότητας ή, τουλάχιστον, από τη διανοητική της καθαρότητα.
Εκεί, ανάμεσα στους τοίχους του Κέιμπριτζ, σχηματίζεται και η περίφημη ομάδα που θα γίνει θρύλος: οι Cambridge Five. Harold "Kim" Philby, Donald Maclean, Guy Burgess, John Cairncross και Anthony Blunt. Πέντε νέοι άνδρες της άρχουσας τάξης, με άψογο βρετανικό φλέγμα, που πίσω από το χαμόγελό τους έκρυβαν τη φλόγα της προδοσίας ή όπως πίστευαν της ιδεολογικής πίστης.
Η μυστική στρατολόγηση
Κάπου ανάμεσα στις συζητήσεις περί τέχνης και πολιτικής, κάποιος τον πλησιάζει. Ένας άλλος φοιτητής, ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, τον εισάγει σε έναν κύκλο που δρα με πειθαρχία και αφοσίωση. Ο Blunt δεν είναι επαναστάτης του δρόμου· είναι διανοούμενος, ένας άνθρωπος που πιστεύει πως η αλήθεια κατοικεί στις ιδέες, όχι στα συνθήματα. Όμως, η σκέψη του σταδιακά γέρνει προς την πεποίθηση ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία είναι μια σκιά που πρέπει να σβήσει — και ότι η Ρωσία του Στάλιν, όσο βίαιη κι αν είναι, αποτελεί το αναγκαίο αντίβαρο στον φασισμό που απλώνεται στην Ευρώπη.
Έτσι, ο Blunt γίνεται ένας «ήσυχος στρατολογημένος». Δεν είναι ο τολμηρός πράκτορας των καταδιώξεων, ούτε ο ιδεαλιστής των μανιφέστων. Είναι κάτι πιο επικίνδυνο: ο ψύχραιμος άνθρωπος των αρχείων, που ξέρει πώς να φυλάξει, να μεταφέρει και να αποκρύψει πληροφορίες με απόλυτη κομψότητα.
Ο πόλεμος και το σκοτάδι
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Blunt βρίσκει τη θέση του στην Βρετανική Υπηρεσία Εσωτερικής Αντικατασκοπείας. Έχει φτάσει εκεί με συστάσεις, με το κύρος του ακαδημαϊκού και του διανοουμένου, και κανείς δεν υποψιάζεται το διπλό του πρόσωπο. Από τη θέση του, έχει πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες, στρατιωτικά σχέδια, διπλωματικές αναφορές. Όλα όσα χρειάζεται η Μόσχα.
Η ειρωνεία είναι σχεδόν θεατρική: ένας άνδρας που υπερασπίζεται την αισθητική αρμονία της τέχνης, να ζει μέσα στη δυσαρμονία της προδοσίας. Ο Blunt δεν κρατά όπλο· κρατά έγγραφα. Στέλνει αναφορές μέσω των συνδέσμων του, συχνά με αόρατη μελάνη ή μέσω φωτογραφιών μικροφίλμ. Οι Σοβιετικοί τον εμπιστεύονται, οι Βρετανοί τον τιμούν, κι εκείνος, ανάμεσα στους δύο κόσμους, ζει με τη βεβαιότητα ότι υπηρετεί μια ανώτερη αλήθεια.
Η μεταπολεμική ειρωνεία: Από τη Μόσχα στο Παλάτι
Μετά τον πόλεμο, ο Blunt επιστρέφει στην τέχνη. Αναλαμβάνει καθηγητής στο Courtauld Institute και, λίγο αργότερα, γίνεται Surveyor of the King’s (και κατόπιν Queen’s) Pictures, δηλαδή, ο επίσημος επιμελητής των βασιλικών έργων τέχνης. Το παλάτι του Μπάκιγχαμ του εμπιστεύεται τους Ρούμπενς, τους Πουσέν, τους Ρέμπραντ. Είναι πια σερ Anthony Blunt, ιππότης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και όμως, πίσω από τα φώτα, το παρελθόν του παραμένει θαμμένο. Οι υπόλοιποι της ομάδας του Κέιμπριτζ έχουν ήδη αποκαλυφθεί ή δραπετεύσει στη Σοβιετική Ένωση. Ο Blunt παραμένει στην Αγγλία, σιωπηλός και προσεκτικός. Ώσπου, το 1964, οι βρετανικές αρχές φτάνουν και σ’ αυτόν. Ανακρίνεται. Ομολογεί. Δεν φυλακίζεται, δεν εξορίζεται· του προσφέρεται πλήρης ασυλία, υπό τον όρο της απόλυτης σιωπής. Όσοι έχουν δει το Crown ίσως να θυμούνται αυτήν εδώ την σκηνή.
Για δεκαπέντε χρόνια ζει έτσι, σαν φάντασμα με τίτλο ευγενείας. Το κοινό δεν γνωρίζει τίποτα — μέχρι που, το 1979, ο πρωθυπουργός Margaret Thatcher αποκαλύπτει δημοσίως το μυστικό στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Η είδηση πέφτει σαν κεραυνός. Ο άνθρωπος που φρόντιζε τους πίνακες της βασίλισσας ήταν, επί δεκαετίες, κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Blunt χάνει τον τίτλο του, την υπόληψή του, και σιωπά. Δεν δείχνει ποτέ μεταμέλεια, μονάχα μια θλιμμένη ψυχραιμία, όπως κάποιος που ξέρει ότι το παιχνίδι του χρόνου έχει τελειώσει.
Ο καθρέφτης της εποχής
Η περίπτωση του Blunt δεν είναι απλώς ένα κατασκοπικό θρίλερ. Είναι μια αλληγορία του 20ού αιώνα. Η διπλή του ζωή αντικατοπτρίζει τη διχασμένη συνείδηση μιας γενιάς που βρέθηκε ανάμεσα σε ιδεολογίες, μεταξύ παλιών αξιών και νέων οραμάτων. Ήταν η εποχή που οι διανοούμενοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην παράδοση και στην επανάσταση, στην πίστη και στην προδοσία.
Ο Blunt, ως ιστορικός τέχνης, αναζητούσε στα έργα των παλιών δασκάλων το απόλυτο μέτρο, την τελειότητα της μορφής. Ίσως αυτή η ίδια εμμονή στην τάξη και τη δομή τον οδήγησε να πιστέψει και στην «τελειότητα» μιας κοινωνικής θεωρίας. Μα όπως κάθε τέχνη, έτσι και η πολιτική του πίστη είχε μέσα της την τραγωδία της ανθρώπινης αδυναμίας.
Η σιωπηλή έξοδος
Ο Anthony Blunt πέθανε το 1983, σε ηλικία 75 ετών, μακριά από τα φώτα που κάποτε τον θαύμαζαν. Στα τελευταία του χρόνια, ασχολήθηκε αποκλειστικά με την τέχνη, μελετώντας τη φόρμα και το φως — σαν να ζητούσε μέσα από τη ζωγραφική μια εξιλέωση που η ιστορία δεν του επέτρεψε. Δεν έγραψε απολογίες. Μονάχα σημειώσεις, ψυχρές, αναλυτικές, όπως όλη του η ζωή.
Η μορφή του παραμένει ένα αίνιγμα: ήταν προδότης ή ιδεαλιστής; Ψυχρός πράκτορας ή άνθρωπος που παρασύρθηκε από τα ιδανικά μιας εποχής; Η απάντηση ίσως να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δύο. Όπως και στους πίνακες που αγάπησε, εκεί που το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν, δημιουργώντας βάθος.