Taxi Driver: Όταν ο Scorsese δημιούργησε έναν φονικό Bukowski

Μία ανάλυση για την καλύτερη στιγμή της καριέρας του Robert De Niro. 

Πρέπει να ξαναδείς το Taxi Driver για να εκτιμήσεις την πολιτιστική του κληρονομιά. Μοιάζει με γρίφο που τον έχεις λύσει, αλλά την στιγμή που θα το ξαναδείς περνάς σε ένα τελείως διαφορετικό πλάνο αντίληψης. Αρχίζεις και εκτιμάς την ιδέα για την σύνθεση αυτού του γρίφου. Μίας ταινίας που βασίστηκε στην απλότητα αλλά χωρίς να χάσει τον ανθρώπινο χαρακτήρα της και που παράλληλα κέρδισε σε σημεία που σήμερα τα θεωρείς δεδομένα αλλά τότε θεωρήθηκαν ριζοσπαστικά. Όλα αυτά αποδεικνύουν την ρήση για το Taxi Driver, πως είναι «η καλύτερη ταινία των Scorsese-De Niro».

Το ωραιότερο κομμάτι του Taxi Driver, είναι πως πρόκειται για μία αστική ιστορία που, αν και εξελίσσεται την δεκαετία του ’70, ακολουθεί τον αφηγηματικό χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του ’50. Δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει Bukowski, αλλά το πρώτο του βιβλίο ονομάζεται Post Office. Περιέχει τις εμπειρίες του από την εποχή που δούλευε σαν ταχυδρόμος, μία δουλειά την οποία κατέληξε να σιχαίνεται. Ο Travis δεν σιχαίνεται τόσο την δουλειά, όσο τους ρυθμούς της ίδιας του της ζωής. Είναι παγιδευμένος σε μία ανιαρή και χωρίς εκπλήξεις καθημερινότητα, παίρνει φάρμακα καθώς πάσχει από αϋπνίες (σ.σ.: αφήνεται να εννοηθεί πως ο λόγος για αυτές είναι ότι υπηρέτησε στο Βιετνάμ) και ψάχνει απεγνωσμένα διαδρόμους διαφυγής μέσα από καταστάσεις. Είτε είναι με το να αγοράσει όπλα για να ανακαλύψει την macho πλευρά του εαυτού του, είτε με το να φλερτάρει με την Betsy.

 

 

Αυτό το κομμάτι του φλερτ είναι ξεκάθαρα Μπουσκοφκικό. Είναι ο άντρας που δεν έχει κόμπλεξ κατωτερότητας για την δουλειά, τα χρήματα του, το μορφωτικό του επίπεδο. Είναι εκείνος που μπαίνει σε ένα άγνωστο κτίριο, δεν υπολογίζει τους παρευρισκόμενους και ζητάει από μία γυναίκα ένα καφέ. Αυτή άλλωστε είναι και η πεμπτουσία των old time classic γνωριμιών, κάτι που το κοιτάς ξανά και ξανά και σκέφτεσαι πως, αν οι γυναίκες έχουν δει αυτή την σκηνή, έχουν σίγουρα σχολιάσει τι πήγε στραβά με τους σημερινούς άντρες. Η μπουσκοφκική ταυτότητα του Travis Bickle δεν τελειώνει εκεί. Σε ένα σημειωματάριο θα καταγράψει, θα σβήσει, θα ξαναγράψει, θα μοιραστεί. Το δωμάτιο του δεν είναι τρώγλη, δεν είναι μεθυσμένος όπως ο ήρωας του Bukowski, Henry Chinaski, αλλά πολεμάει την ίδια μοναξιά, τους ίδιους δαίμονες, φτύνει και καταριέται τις ίδιες γυναίκες που δεν μπορούν, τελικά, να τον δεχτούν γι’ αυτό που είναι. Δεν είναι ωστόσο μόνο οι γυναίκες αλλά ολόκληρη η κοινωνία, αυτή η πόλη που ο Travis θεωρεί πως Ο Θεός πρέπει να τραβήξει το καζανάκι για να την ξεβρωμίσει.

 

 

Loneliness has followed me my whole life, everywhere. In bars, in cars, sidewalks, stores, everywhere. There's no escape. I'm God's lonely man.

 

 

Το ‘‘Are you talking to me?’’ είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές ατάκες. Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι είναι η σπουδαιότερη που βγαίνει από το στόμα του Travis, αλλά μόνο και μόνο πως όλο αυτό είναι δημιούργημα του ίδιου του De Niro που δεν αρκέστηκε στο να κοιτάξει τον καθρέφτη όπως έλεγε το σενάριο, αξίζει για μία θέση στις σπουδαιότερες ατάκες του κινηματογράφου. Ο Travis στη συνέχεια χάνει τον Bukowski που κρύβει μέσα του και μεταμορφώνεται σε Punisher. Πέρα του ότι θέλει να σκοτώσει τον Γερουσιαστή για να εκδικηθεί την Betsy, καταλήγει να αποκτήσει ταυτότητα προστάτη για την 12χρονη Iris – Jodie Foster και να βάλει στο στόχαστρο του Magnum έναν Harvey Keitel με, ενδεχομένως, το χειρότερο μαλλί της καριέρας του. Όλα τα παραπάνω σε jazz ήχους από τον θρυλικό Bernard Hermann ο οποίος πέθανε την ίδια χρονιά πριν ολοκληρωθεί η ταινία. Το μοτίβο μπορεί σήμερα να θεωρηθεί μονότονο, αλλά ήταν το ιδανικό για να ταιριάξει με την νυχτερινή ζωή και τις περιπέτειες του Travis στους δρόμους της πόλης. Είναι η μελωδία που συνοδεύει έναν μοναχικό άνθρωπο που, παρότι κάθε μέρα έρχεται σε επαφή με κόσμο λόγω της δουλειάς του, είναι ουσιαστικά τόσο μακριά του και τόσο αντικοινωνικός που την ύστατη στιγμή μετά το πιστολίδι στον οίκο ανοχής, δεν διστάζει να βάλει το όπλο κάτω από το σαγόνι του και να επιχειρήσει να αυτοκτονήσει. Ο Travis ενσαρκώνει τον antihero που κρύβεται μέσα στον κόσμο και ψάχνει μία αφορμή να αναδυθεί και να εναγκαλιστεί από άλλους. Το στοίχημα, είναι αυτό να συμβεί γρήγορα προτού φτάσει στο σημείο να οπλίσει τον εαυτό του. Κάπου εκεί τόσο οι ατάκες όσο και η μοϊκάνα δεν αποτελούν τόσο στυλ, όσο μία αντίσταση στο κατεστημένο χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο. Γιατί; Γιατί έτσι.

 

 

Κάπου εκεί, ανάμεσα στον οδηγό ταξί που κατέληξε εκδικητής και στον εκδικητή που κατέληξε ήρωας, είναι που κερδίζει ο Scorsese. Γιατί όταν είχε στο μυαλό του την ταινία, δεν ήθελε να εντυπωσιάσει, να κερδίσει ή να διχάσει το κοινό. Είναι ένα κινηματογραφικό αφήγημα μίας αστικής ιστορίας, η καθημερινότητα ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να είναι ο διπλανός σου. Αν σήμερα το Taxi Driver ήταν τηλεοπτική σειρά με άλλο όνομα, ενδεχομένως να εξερευνούσε διαφορετικούς ανθρώπους με τις εξίσου διαφορετικές πτυχές του. Από τον οπλοπώλη μέχρι την Betsy και από τον οδηγό ταξί ‘‘Wizard’’ μέχρι τον ίδιο τον Scorsese που κάνει την εμφάνισή του ως απατημένος σύζυγος.

Για το αν τελικά ο Travis επιβίωσε ή είναι νεκρός, αν τελικά επέστρεψε στο ταξί ή αν είναι σε κώμα, είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Αυτό που σίγουρα επιβίωσε, είναι το Taxi Driver. Έμεινε χαραγμένο στους θρύλους του Hollywood, εκτόξευσε την καριέρα του Robert De Niro και οδήγησε στον Scorsese στο να εξερευνήσει άλλες υποκριτικές πτυχές του ηθοποιού που ήρθαν με μετέπειτα ταινίες. Και είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία old time classic και της χάρισε έναν Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.

 

 

Μήπως να το ξαναδείς σήμερα;

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved