Υπάρχουν παίκτες που αφήνουν το σημάδι τους. Κι υπάρχουν εκείνοι που το σημάδι τους γίνεται εποχή. Μα πάνω απ’ όλους, κάπου εκεί όπου ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα, βρίσκεται ο Μάρκο φαν Μπάστεν, ένας καλλιτέχνης των γηπέδων που έκανε τα γκολ πράξη αγάπης. Ο κόσμος δεν είδε ποτέ ξανά το ποδόσφαιρο με τα ίδια μάτια μετά από εκείνον.
Όποτε πλησιάζει Euro θυμόμαστε πάντα τον Φαν Μπάστεν
 
 Δεν ήταν απλώς ένας σέντερ φορ. Ήταν η ενσάρκωση της ιδέας ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από αγώνας, κάτι που αγγίζει το όνειρο. Στις κινήσεις του υπήρχε ρυθμός, ευγένεια, μουσική. Εκεί όπου άλλοι έβλεπαν γραμμές και συστήματα, εκείνος έβλεπε χώρο και φως. Στον Άγιαξ ξεκίνησε ως παιδί που έμαθε πως το ποδόσφαιρο είναι ιδέα, όχι δουλειά. Ανάμεσα στα φαντάσματα του Κρόιφ και των παλιών Ολλανδών, ο Μάρκο δεν αντέγραψε κανέναν. Έφτιαξε τη δική του ποδοσφαιρική γλώσσα και σε κάθε του επαφή με την μπάλα, ήταν σαν πρόταση σε κάποιο λογοτεχνικό μυθιστόρημα. Έδινε νόημα σε κάθε γκολ, παντρεύοντας το πάθος με την τεχνικη.

 
Προσωπικά μιλώντας, θα πω ότι υπήρξε ο βασικός λόγος που έγινα Μίλαν. Μέσα από παλιές κασέτες στο βίντεο του μεγάλου μου ξαδέρφου, σε μια εποχή που ο κόσμος έβλεπε τον Μαραντόνα να μεσουρανεί στο Μουντιάλ του 1994, εγώ ανακάλυπτα τον φαν Μπάστεν. Ήταν αυτή η μεγάλη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, εκεί όπου το ποδόσφαιρο έγινε επιστήμη. Μέσα στη μηχανή εκείνη, ο φαν Μπάστεν ήταν το ταλέντο, η ανάσα, το απρόβλεπτο. Όταν έμπαινε στην περιοχή, ο χρόνος σταματούσε και με μια κίνηση που έμοιαζε προσευχή, η μπάλα έφευγε από το πόδι του και ταξίδευε προς την αιωνιότητα. Θυμάμαι ακόμη να βλέπω τα ματς του στο Euro του 1988. Εκείνο το γκολ, το πιο αδύνατο, το πιο απίθανο, το πιο όμορφο. Ο ήλιος της Γερμανίας, η πορτοκαλί φανέλα, αλλά πάνω από όλα εκείνο το γκολ. Από τόσο πλάγια γωνία, από θέση που δεν υπήρχε και εκείνος τόλμησε να κάνει το αδύνατο δυνατό.  Όσοι το είδαν τότε, δεν το ξέχασαν ποτέ. Όσοι γεννηθήκαμε μετά, το είδαν ξανά και ξανά στα βίντεο και ένιωσαν το ίδιο ρίγος. Ο φαν Μπάστεν δεν φώναζε, δεν πανηγύριζε έξαλλα. Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα προς τον ουρανό σαν να ήξερε ότι ό,τι μόλις έκανε δεν του ανήκε πια. Ανήκε στο παιχνίδι, στην ιστορία, σε όλους εμάς.
 
 Όμως αυτή η καριέρα. ήταν από εκείνες που τελείωσαν πολύ νωρίς. Ίσως έπρεπε να τελειώσει έτσι, δεν ξέρω, δεν το σκέφτομαι ιδιαίτερα. Αλλά οι θρύλοι έτσι δεν είναι; Λάμπουν και σβήνουν και τελικά εμείς θυμόμαστε τις μεγάλες τους στιγμές κρατώντας τους αθάνατους. Όταν κοιτάς πίσω τώρα, αντιλαμβάνεσαι πως ο Μάρκο φαν Μπάστεν δεν χρειάστηκε δεκαετίες για να γίνει αιώνιος. Μόνο λίγα χρόνια, λίγες στιγμές, λίγα γκολ. Αλλά από τα όμορφα και τα ξεχωριστά. Εκείνα που σε κάνουν να πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι ιερό μέσα στο άθλημα. Δεν έπαιζε για να νικήσει, έπαιζε για να συγκινήσει. Και αυτό είναι σπανιότερο από όλα.
Τι σου φταίνε οι Linkin Park, Μάρκο Φαν Μπάστεν;
 
 Για όσους μεγαλώσαμε με τις ιστορίες του, υπάρχει πάντα ένα μικρό ρίγος όταν ακούμε το όνομά του. Δεν τον ζήσαμε, μα τον αγαπήσαμε σαν να ήταν δικός μας. Κι όταν βλέπουμε σήμερα τα βίντεό του, η καρδιά μας βαραίνει από νοσταλγία  -όχι μόνο για εκείνον, αλλά για ολόκληρη την αθωότητα εκείνης της εποχής. Τότε που το ποδόσφαιρο ήταν πιο καθαρό, πιο ανθρώπινο, πιο όμορφο. Ο φαν Μπάστεν ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που θα ονόμαζες ξεχωριστές. Ένας παίκτης που θύμιζε πως το παιχνίδι είναι πρώτα απ’ όλα τέχνη. Δεν ήθελε να νικήσει τον αντίπαλο· ήθελε να τον κάνει να θαυμάσει. Και το κατάφερνε. Γιατί μέσα του δεν υπήρχε θυμός, μόνο πάθος. Δεν υπήρχε εγωισμός, μόνο ανάγκη για τελειότητα. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Πιο γρήγορο, πιο δυνατό, πιο μετρημένο. Αλλά καμιά φορά, αργά τη νύχτα, όταν παίζει ένα παλιό βίντεο και βλέπεις τον φαν Μπάστεν να σηκώνεται στον αέρα, κάτι μέσα σου αλλάζει. Νιώθεις ξανά παιδί. 
 
 Ο Μάρκο φαν Μπάστεν δεν έπαιξε ποδόσφαιρο. Το ζωγράφισε. Και μέσα στις πινελιές του, ανάμεσα στις σιωπές του, κρύβεται όλη η νοσταλγία για μια εποχή που πίστευε ακόμα στην ομορφιά. Ίσως, τελικά, αυτό να είναι το δώρο του. Ότι μας άφησε κάτι να θυμόμαστε κάθε φορά που η μπάλα αγγίζει το δίχτυ: πως κάπου, κάποτε, υπήρξε ένας καλλιτέχνης με ποδοσφαιρικά παπούτσια, που έκανε το αδύνατο να μοιάζει φυσικό.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες μένουν αιώνιοι. Σήμερα γίνεται 60 χρονών, πιο θρυλικός από ποτέ.
 
				 
						 
					 
					 
								 
							 
							 
							 
							 
							 
							 
		 
		 
		 
		 
		 
		 
		 
		