Εντάξει τα έχει πει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν περί σύμπαντος και ηλιθιότητας. Δεν ήταν κάτι άγνωστο. Ο οπαδισμός είναι σαν την αυτοϊκανοποίηση: Τυφλώνει. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα περί τοξικότητας και οπαδισμού, είναι το περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της αναχώρησης της αποστολής της Εθνικής από το ξενοδοχείο στο γήπεδο. Εκεί βρέθηκαν αρκετοί Έλληνες ώστε να μπουστάρουν ψυχολογικά την ομάδα πριν τον ημιτελικό, εκτός από έναν που θεώρησε ότι έπρεπε να βγάλει τα κόμπλεξ του και να βρίσει τον Κώστα Σλούκα. Σε μια στιγμή που θα έπρεπε να επικρατεί ενότητα, στήριξη και θετική ενέργεια, ένας άνθρωπος βρήκε την ευκαιρία να βγάλει τα απωθημένα του, βρίζοντας τον Σλούκα μπροστά σε συμπαίκτες, τεχνικό επιτελείο και κόσμο που βρισκόταν εκεί για να δώσει ώθηση στην ομάδα.
Η εικόνα είναι αποκαλυπτική: δεκάδες Έλληνες βρέθηκαν εκεί με καλή διάθεση, χειροκροτώντας και φωνάζοντας συνθήματα για να «φτιάξουν» την ψυχολογία της ομάδας. Κι όμως, ένας μόνο, ένας που πίστεψε πως το προσωπικό του κόμπλεξ είναι πιο σημαντικό από τον κοινό στόχο, κατάφερε να τραβήξει τα φώτα της προσοχής. Και δυστυχώς, αυτό δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι η μικρογραφία μιας βαθύτερης παθογένειας: της τοξικότητας του ελληνικού οπαδισμού.
Από τη στήριξη στην εμμονή
Ο αθλητισμός έχει σχεδιαστεί για να ενώνει. Μια Εθνική ομάδα, ειδικότερα, είναι από τη φύση της το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο συλλογικής ταυτότητας. Εκεί δεν υπάρχει «Παναθηναϊκός», «Ολυμπιακός» ή «ΑΕΚ». Υπάρχει μόνο το γαλανόλευκο, το οποίο καλεί τους πάντες να σταθούν δίπλα του. Στην πράξη όμως, η ελληνική πραγματικότητα αποδεικνύει πως οι οπαδικές εμμονές ξεπερνούν ακόμα και το εθνικό συναίσθημα.
Ο Κώστας Σλούκας έχει υπάρξει αντικείμενο στοχοποίησης αρκετές φορές στο παρελθόν, όχι για την αθλητική του αξία, η οποία είναι αναμφισβήτητη, αλλά για τις επιλογές του σε συλλογικό επίπεδο. Από τη στιγμή που κάποιος φορά τη φανέλα της Εθνικής, όμως, όλα αυτά θα έπρεπε να μένουν στην άκρη. Ο αθλητής αγωνίζεται όχι για την «πράσινη» ή την «κόκκινη» φανέλα, αλλά για τα χρώματα μιας χώρας που υποτίθεται πως μοιραζόμαστε όλοι.
Κι όμως, ο οπαδισμός λειτουργεί σαν παραμορφωτικός φακός. Όπως η αυτοϊκανοποίηση που τυφλώνει, έτσι και η τυφλή προσκόλληση σε ένα σωματείο ή σε ένα αφήγημα, σβήνει κάθε ίχνος λογικής. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει αναγνώριση, μπαίνει το μίσος. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει χειροκρότημα, ακούγεται το γιουχάισμα.
Το ελληνικό «φαινόμενο»
Αν ρίξουμε μια ματιά στο ευρύτερο φαινόμενο, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που πάσχει από τοξικό οπαδισμό. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η βία στα γήπεδα, οι ακρότητες και οι προσβολές αποτελούν καθημερινότητα. Η διαφορά είναι πως στην Ελλάδα η τοξικότητα δεν περιορίζεται στο γήπεδο: Ξεφεύγει σε κάθε κοινωνικό χώρο, ακόμα και όταν πρόκειται για την Εθνική ομάδα.
Δεν αξίζει τέτοια τύχη σε Σλούκα και Γιάννη
Αυτό το «φαινόμενο» έχει κοινωνικές ρίζες. Η ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου, να αισθάνεται μέρος μιας κοινότητας, συχνά διοχετεύεται σε ομάδες και συλλόγους. Όταν όμως αυτή η ταυτότητα γίνεται εμμονή, τότε δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως ο αντίπαλος είναι εχθρός. Στην περίπτωση του Σλούκα, το «έγκλημά» του ήταν ότι δεν εξυπηρέτησε το οπαδικό αφήγημα που κάποιοι είχαν πλάσει στο κεφάλι τους. Άρα, αντί να είναι απλώς ένας σπουδαίος αθλητής που φορά τα εθνικά χρώματα, έγινε στόχος.
Ας φανταστούμε για λίγο την ψυχολογία των αθλητών που ετοιμάζονται να μπουν σε έναν ημιτελικό. Η ένταση είναι ήδη τεράστια, η πίεση ασφυκτική, και κάθε λεπτομέρεια μετράει. Εκεί που χρειάζεσαι απόλυτη συγκέντρωση και στήριξη, ακούς κάποιον να βρίζει τον συμπαίκτη σου. Πόσο αποδυναμωτικό είναι αυτό; Η Εθνική ομάδα δεν είναι άθροισμα ατομικών δεξιοτήτων. Είναι μια συλλογική προσπάθεια, που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, στην ενότητα και στο κοινό όραμα. Όταν μπαίνει η τοξικότητα στη μέση, όλα αυτά υπονομεύονται. Ένας υβριστής δεν προσβάλλει μόνο τον Σλούκα. Προσβάλλει την ομάδα ολόκληρη. Και τελικά, προσβάλλει το ίδιο το εθνικό σύμβολο.
Δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: τα media έχουν συμβάλει στη διαιώνιση του οπαδικού φανατισμού. Τίτλοι που διχάζουν, καλλιέργεια κλίματος μίσους και ατελείωτες ώρες τηλεοπτικής «συζήτησης» γύρω από το ποιος είναι προδότης, ποιος «πουλήθηκε», ποιος «έφτυσε το ψωμί που έφαγε». Από την άλλη, η κοινωνία δείχνει συχνά ανοχή. Η βρισιά γίνεται «χαβαλές». Η βία βαφτίζεται «υπερβολικό πάθος». Το γιουχάισμα μετατρέπεται σε «αλατοπίπερο» του παιχνιδιού. Όσο συνεχίζουμε να νομιμοποιούμε τέτοιες συμπεριφορές, τόσο θα τις βρίσκουμε μπροστά μας.
Η λύση δεν είναι εύκολη, αλλά είναι αναγκαία. Η Εθνική ομάδα δεν μπορεί να γίνεται πεδίο οπαδικής αντιπαράθεσης. Οι αθλητές που επιλέγουν να φορέσουν τη γαλανόλευκη χρειάζονται απόλυτη στήριξη, ανεξάρτητα από το τι έκαναν ή πού έπαιξαν σε συλλογικό επίπεδο.
Αυτό σημαίνει: Μηδενική ανοχή σε τέτοιες συμπεριφορές, όπου κι αν εμφανίζονται. Εκπαίδευση μέσα από τα σωματεία και τα σχολεία, ώστε τα νέα παιδιά να κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα στον φίλαθλο και τον οπαδό. Υπεύθυνη στάση των media, που οφείλουν να προβάλλουν το θετικό και όχι να μεγεθύνουν το αρνητικό. Συλλογική συνειδητοποίηση ότι η βρισιά στον Σλούκα δεν είναι «πρόβλημα του Σλούκα». Είναι πρόβλημα όλων μας.
Η Εθνική ομάδα, σε οποιοδήποτε άθλημα, είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας. Το αν θα τη δούμε να λάμπει ή να σκιάζεται, εξαρτάται από το τι είδους πολίτες θέλουμε να είμαστε.
Το περιστατικό με τον Σλούκα είναι μια υπενθύμιση ότι το δηλητήριο του οπαδισμού δεν περιορίζεται στις κερκίδες. Εισβάλλει παντού, ακόμα και στις στιγμές που θα έπρεπε να μας ενώνουν. Η ευθύνη μας είναι να το απομονώσουμε. Να στηρίξουμε τους αθλητές μας όχι επειδή ανήκουν στην ομάδα που αγαπάμε, αλλά επειδή αντιπροσωπεύουν την ίδια μας τη χώρα.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, ο αθλητισμός είναι γιορτή. Και στη γιορτή δεν χωράει τοξικότητα. Χωράει μόνο στήριξη, σεβασμός και ενότητα.