Η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας είναι μία ιστορία γεμάτη αίμα, φτώχεια, θάνατο, μαυρίλα αλλά και υπερηφάνεια γι’ αυτόν τον δοκιμασμένο λαό. Όπως και κάθε λαό που δοκιμάζεται από την φρίκη του πολέμου. Που δεν λιποτακτεί, που είναι εκεί για να παλέψει για την τιμή του, την οικογένειά του, τις αξίες του. Η ιστορία μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας και η αγάπη που υπάρχει ανάμεσά μας είναι μοναδική. Μάλιστα στο καθαρά αθλητικό κομμάτι, είμαστε ευλογημένοι που υπήρξαν στις ζωές μας και το ελληνικό μπάσκετ βρίσκεται σήμερα εκεί που βρίσκεται.
Τα παιδιά της Γιουγκοσλαβίας είναι και δικά μας παιδιά. Ένα από τα πιο αγαπημένα μας είναι ο Πέτζα Στογιάκοβιτς. Γεννημένος στο Βελιγράδι αλλά μεγαλωμένος στο Πάλερμο της Βοσνίας, ο μικρός Πρέντραγκ (όπως είναι το πλήρες όνομά του) βίωσε τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία σε πρώτη φάση. Όταν ο πατέρας του στάλθηκε στο μέτωπο ως στρατιώτης, η οικογένεια πήρε τη μεγάλη απόφαση: να στείλει τον Πέτζα, μόλις 16 ετών, μόνο του στην Ελλάδα για να κυνηγήσει μια καλύτερη ζωή, μέσα από το μπάσκετ.
Έτσι, το 1993, φτάνει στην Θεσσαλονίκη, χωρίς οικογένεια, χωρίς γλώσσα, χωρίς φίλους. Όλα αυτά δεν τον σταμάτησαν. Υπέγραψε στον ΠΑΟΚ, έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο Αλεξάνδρειο, και κάθε μέρα έκανε το ίδιο: σχολείο, προπόνηση, ύπνος. Επανάληψη. Αυτό που εντυπωσίαζε από τότε τους Έλληνες προπονητές δεν ήταν το σουτ του, ήταν το πόσο “ψυχρός” ήταν στα 17 του. Πέταγε τρίποντα σαν να έπαιζε σε άδειο γυμναστήριο, ακόμα κι όταν το Παλέ έβραζε. Ένας παλιός συμπαίκτης του είχε πει ότι «ο Πέτζα σούταρε χωρίς συναίσθημα. Ήταν σαν να έχει γίνει προέκταση του χεριού του το τρίποντο». Μάλιστα ο μύθος λέει... ότι μπορούσε να σουτάρει με κλειστά μάτια από τις γωνίες. Το πιο χαρακτηριστικό τρίποντο στην καριέρα του στην Ελλάδα είναι στο ΣΕΦ απέναντι στον Ολυμπιακό για τον 3ο ημιτελικό. Αυτή η τρίποντη βόμβα που τελείωσε το μεγαλύτερο σερί πρωταθλημάτων των Πειραιωτών στην ιστορία τους. Το τέλος της μίνι αυτοκρατορίας που έδωσε την σκυτάλη στον Παντοκράτορα του ελληνικού μπάσκετ, Παναθηναϊκό.
Ωστόσο τα ελληνικά σύνορα ήταν στενά για το ταλέντο του Πέτζα. Όταν πήγε στο NBA (Νο14 στο Draft του 1996), οι Αμερικανοί δεν ήξεραν πού να τον κατατάξουν: ήταν Ευρωπαίος, αλλά με killer instinct. Δε φώναζε, δεν έκανε trash talk, δεν χρειαζόταν. Απλώς σκότωνε με κάθε σουτ. Έπαιξε για 13 χρόνια στο σπουδαιότερο πρωτάθλημα του πλανήτη, σε μία εποχή που οι Ευρωπαίοι δεν έκαναν κουμάντο. Φόρεσε τη φανέλα των Σακραμέντο Κινγκς, Ιντιάνα Πέισερς, Νιου Ορλίνς Πέλικανς, Τορόντο Ράπτορς και Ντάλας Μάβερικς. Μάλιστα το 2011, με τη φανέλα των Μάβερικς έκλεισε την καριέρα του όπως του άξιζε: με πρωτάθλημα δίπλα στον Ντιρκ Νοβίτσκι. Ήταν το επιστέγασμα μιας πορείας που ξεκίνησε με σφαίρες και κατέληξε σε χειροκροτήματα.
Σήμερα είναι General Manager, πατέρας, role model. Αλλά για τους μπασκετόφιλους της δικής μας γενιάς, ο Πέτζα θα είναι πάντα ο σκοτεινός σουτέρ, αυτός που μιλούσε λίγο και σκόραρε πολύ. Αυτός που απέδειξε πως δεν χρειάζεται να φωνάξεις για να σε ακούσουν όλοι. Εκείνος ο star που έγινε αθόρυβα αφίσα στα εφηβικά μας δωμάτια.