Από την πρώτη κιόλας κυκλοφορία του το 2004, το Vampire: The Masquerade – Bloodlines κατέκτησε μια σχεδόν μυθική θέση ανάμεσα στα CRPGs. Παρά τα τεχνικά του προβλήματα, αποτέλεσε ένα τίτλο που ξεχώρισε για τον χαρακτήρα, το ύφος και την ατμόσφαιρά του. Είκοσι χρόνια αργότερα, το Bloodlines 2 επιχειρεί να συνεχίσει την κληρονομιά του, όμως η σύγκριση αναδεικνύει με σαφήνεια πόσο μοναδικό και αξεπέραστο υπήρξε το πρωτότυπο παιχνίδι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, και καθένας αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο για το τι κάνει ένα RPG όχι απλώς καλό, αλλά αξέχαστο.
- Ατμόσφαιρα και world-building που δεν αντιγράφεται
Το πρώτο Bloodlines είχε μια σπάνια ικανότητα: να σε κάνει να νιώθεις μέρος της σκοτεινής, παρακμιακής μητρόπολης των Kindred. Η Santa Monica, το Downtown, το Hollywood και το Chinatown έσφυζαν από προσωπικότητα. Κάθε γωνιά τους, κάθε NPC, κάθε ήχος, ζωντάνευε την ατμόσφαιρα. Το παιχνίδι δεν προσπαθούσε απλώς να αναπαραστήσει τον κόσμο του World of Darkness, σε έβαζε μέσα του.
Αντίθετα, το Bloodlines 2 παλεύει να βρει ταυτότητα. Ενώ το Seattle είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη, το παιχνίδι δεν έχει την ίδια αίσθηση «βρώμικης ζωντάνιας». Το περιβάλλον φαίνεται συχνά αποστειρωμένο, λιγότερο αληθινό και με πολύ πιο περιορισμένη αλληλεπίδραση. Στο πρώτο παιχνίδι, ακόμη και κάτι μικρό —ένα email στον υπολογιστή, μια ανακοίνωση στον ραδιοφωνικό σταθμό— έδινε ζωή. Το Bloodlines 2 δείχνει ότι προσπαθεί να μιμηθεί αυτήν την αίσθηση, αλλά δεν μπορεί να την αναπαράγει πλήρως.
- Χαρακτήρες που μένουν χαραγμένοι στη μνήμη
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που το πρώτο Bloodlines λατρεύεται είναι οι εξαιρετικά καλογραμμένοι χαρακτήρες του. Ο Smiling Jack, η Jeanette και η Therese, ο Beckett, ο Nines, ο Lacroix – όλοι τους είχαν ξεχωριστή φωνή, ιδιοσυγκρασία και βάθος. Δεν ήταν απλώς quest givers· ήταν προσωπικότητες που ζούσαν στον κόσμο του παιχνιδιού και σε υποδέχονταν με αληθινή δραματικότητα ή χιούμορ.
Οι διάλογοι ήταν γραμμένοι με απίστευτη μαεστρία και, κυρίως, έδιναν στον παίκτη την αίσθηση πως όντως συνομιλεί με τον υπερφυσικό υπόκοσμο των βαμπίρ. Το Bloodlines 2 έχει νέους χαρακτήρες, αλλά λίγοι φαίνεται -μέχρι στιγμής- να διαθέτουν το αντίστοιχο βάθος. Οι προσωπικότητές τους είναι λιγότερο εκκεντρικές και οι αλληλεπιδράσεις λιγότερο έντονες.

- Ελευθερία προσέγγισης και role-playing επιπέδου tabletop
Το πρώτο Bloodlines σου έδινε πραγματικά την ελευθερία να παίξεις όπως ήθελες. Οι clans όχι μόνο άλλαζαν στατιστικά, αλλά και ολόκληρο τον τρόπο αλληλεπίδρασης με τον κόσμο. Έπαιζες ως Malkavian και ολόκληρο το παιχνίδι μεταμορφωνόταν: οι διάλογοι γίνονταν παρανοϊκοί, παραισθητικοί, κάποιες φορές προφητικοί. Ως Nosferatu κινείσαι μόνο μέσα από υπονόμους και αποφεύγεις την ανθρώπινη κοινωνία. Αυτές οι επιλογές είχαν δομικό αντίκτυπο στο παιχνίδι.
Στο Bloodlines 2, ο ρόλος των clans φαίνεται πιο περιορισμένος. Παρά τις διαφορές στις δυνάμεις, η ουσία της εμπειρίας παραμένει σχετικά ίδια. Το παιχνίδι είναι πιο «γραμμικό» στο πώς σου επιτρέπει να λύσεις προβλήματα και να προσεγγίσεις αποστολές, ενώ δεν παρουσιάζει την ίδια ριζική αλλαγή στην οπτική του κόσμου ανάλογα με το clan background του παίκτη.
- Σενάριο και θεματική συνοχή
Το σενάριο του πρώτου παιχνιδιού είναι δομημένο σαν πολιτικό θρίλερ μέσα στο σκοτάδι της Masquerade. Περιλαμβάνει συνομωσίες, διπλές προδοσίες, ηθικά διλήμματα και μια feel-bad αίσθηση ότι είσαι απλώς ένα πιόνι σε ένα παιχνίδι ισχύος μεταξύ ancient Kindred. Το κεντρικό μυστήριο της Σαρκοφάγου του Sarcophagus είναι έξυπνο, καλογραμμένο και κλιμακώνεται εντυπωσιακά, οδηγώντας σε διάφορα endings που έχουν πραγματικό νόημα.
Το Bloodlines 2 ακολουθεί πιο mainstream αφήγηση, συχνά θυσιάζοντας το πολιτικό δράμα και την ατμόσφαιρα συνωμοσίας για πιο “action-driven” δομή. Αν και το παιχνίδι προσπαθεί να διηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, δεν διαθέτει τον αναπάντεχο χαρακτήρα, το βάθος και την ανατροπή του πρωτότυπου.

- Side missions που ήταν… καλύτερες από main missions άλλων παιχνιδιών
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το στοιχειωμένο Ocean House Hotel; Ή το παράλογο σόου του “serial killer” quest στο Santa Monica; Ή την καυστική σάτιρα του “Hollywood producer” στο καθαρά vampiric underground; Τα side quests του Bloodlines ήταν καλογραμμένα, αξέχαστα και με ξεχωριστή θεματική.
Πολλά μοντέρνα RPG έχουν side missions, αλλά ελάχιστα έχουν side missions που θυμάσαι είκοσι χρόνια μετά. Το Bloodlines 2, ενώ διαθέτει δευτερεύουσες αποστολές, σπάνια φτάνει το ίδιο επίπεδο ποικιλίας και δημιουργικής τόλμης.
- Σαγηνευτική μουσική και art direction που διαμόρφωσαν ολόκληρη αισθητική σχολή
Το πρωτότυπο παιχνίδι είχε soundtrack που έγινε σύμβολο της goth-industrial κουλτούρας των 00s: Chiasm, Ministry, Lacuna Coil, Darling Violetta. Κάθε περιοχή είχε μουσική ταυτότητα που τόνιζε τη διάθεση — από το ρωγμώδες μοτέλ του Santa Monica μέχρι τα neon lights του Hollywood. Ακόμη και σήμερα, η μουσική του Bloodlines θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας.
Το Bloodlines 2 έχει πιο σύγχρονο, λιγότερο αναγνωρίσιμο μουσικό ύφος. Δεν προσφέρει το ίδιο αισθητικό αποτύπωμα ούτε την ίδια σκοτεινή υπογραφή που έκανε το πρώτο παιχνίδι τόσο ατμοσφαιρικό.
- Η μαγεία του cult classic που δεν αντιγράφεται
Tο Bloodlines κυκλοφόρησε ημιτελές, γεμάτο bugs, και σχεδόν καταδικασμένο εμπορικά. Κι όμως, μέσα από πάθος των παικτών και community patches, μετατράπηκε στον ορισμό του «cult classic». Ήταν προϊόν μιας εποχής όπου οι δημιουργοί ρίσκαραν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα παιχνίδι με ψυχή — μια εμπειρία που είχε γωνίες, λάθη, αλλά και ανεπανάληπτο χαρακτήρα.
Το Bloodlines 2, όσο προσεγμένο κι αν είναι, μοιάζει πιο «ασφαλές», λιγότερο τολμηρό και χωρίς εκείνο το σχεδόν καλλιτεχνικό θράσος που είχε το πρωτότυπο.
Το πρώτο Vampire: The Masquerade – Bloodlines δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι· ήταν μια ολοκληρωμένη εμπειρία. Ένα RPG που συνδύασε μοναδικούς χαρακτήρες, υποβλητική ατμόσφαιρα, απίθανο writing και ελευθερία role-playing με τρόπο που ελάχιστα παιχνίδια έχουν καταφέρει. Το Bloodlines 2 προσπαθεί να σταθεί στο ύψος ενός θρύλου — και αυτό από μόνο του είναι σχεδόν αδύνατο έργο.