Πώς το Sinners έγινε η πιο σημαντική -πολιτισμικά- ταινία του 2025

Η πολυβραβευμένη, από κριτικούς, horror υπερπαραγωγή του Ryan Coogler έκανε τον κόσμο να μιλάει όλη τη χρονιά, διαψεύδοντας τους δύσπιστους της βιομηχανίας και σπάζοντας κάθε είδους ρεκόρ.

Ήταν η ταινία που υποτίθεται ότι θα κατέστρεφε το Χόλιγουντ: μια βαμπιρική ιστορία τρόμου για τη ζωή στον αμερικανικό Νότο της εποχής των νόμων Jim Crow, με πλειοψηφικά μαύρο καστ και γυρισμένη σε Imax 70mm. Ο Ryan Coogler, ο αναγνωρισμένος σκηνοθέτης που ανέβηκε στην κορυφή καθοδηγώντας το κολοσσιαίο franchise του Black Panther της Marvel, θεωρήθηκε ότι «ξεπέρασε τα όριά του» επιχειρώντας να φέρει στον κόσμο ένα σενάριο που ο ίδιος παραδέχτηκε ότι έγραψε σε δύο μήνες. Η Warner Bros., το στούντιο που χρηματοδότησε τον σχεδόν 100 εκατομμυρίων δολαρίων προϋπολογισμό, φαινόταν (στα μάτια πολλών) εκτός λογικής: όχι μόνο για το ποσό, αλλά και επειδή συμφώνησε σε εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους δημιουργικής ιδιοκτησίας, δίνοντας στον Coogler τον τελικό έλεγχο (final cut) και τα πλήρη δικαιώματα της ταινίας μετά από 25 χρόνια. Τα «μεγάλα κεφάλια» του Χόλιγουντ ήταν βέβαια ότι η ταινία δε θα έβγαζε ποτέ τα λεφτά της και ότι το ρίσκο της Warner Bros. «θα μπορούσε να είναι το τέλος του συστήματος των στούντιο».

Όμως το Sinners δεν άφησε ποτέ αυτόν τον κυνισμό να το αγγίξει. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες το πασχαλινό Σαββατοκύριακο και πέτυχε τη δική του «ανάσταση», φτάνοντας τα 368 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις και κατακτώντας τον τίτλο της πιο εμπορικής πρωτότυπης ταινίας των τελευταίων 15 ετών, καθώς και της 10ης πιο επιτυχημένης R-rated ταινίας όλων των εποχών στις ΗΠΑ. (Ναι: πιο ψηλά από το Terminator 2 και το Hangover.) Σε μια περίοδο όπου η μαύρη κληρονομιά και κουλτούρα δέχονται ξανά έντονη πολιτική επίθεση, το Sinners άναψε συζητήσεις γύρω από τη μαύρη ιστορία, την πολιτισμική διαγραφή και την πολιτική της βιομηχανίας του θεάματος. Τα memes που σατίριζαν τις σκηνές στα juke joints έγιναν τόσο viral όσο και τα thinkpieces που ανέλυαν τη συχνά υποτιμημένη συμβολή αυτών των χώρων στον αμερικανικό μουσικό κανόνα.

 

 

Το ότι το Sinners όχι μόνο ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη αλλά αναδείχθηκε στην πιο καθοριστική ταινία της χρονιάς (ήδη φαβορί για μεγάλα βραβεία) αποτελεί ακόμη μία απόδειξη του μοναδικού «αγγίγματος του Μίδα» του Coogler. Το σενάριο μπορεί να γράφτηκε σε δύο μήνες, όμως βασίστηκε σε χρόνια έρευνας στη λαογραφία του Δέλτα του Μισισιπή, στα πολιτισμικά μοτίβα της προεμφυλιακής Αμερικής και στην ιστορία των blues: μια βουτιά που ξεκίνησε όταν ο αείμνηστος θείος του τον μύησε στο είδος μέσα από τη δισκοθήκη του. Ο Coogler χάθηκε στη φωτογραφία της δεκαετίας του ’30 και σε μύθους των Ιθαγενών Αμερικανών, συνεργάστηκε με πανεπιστημιακούς ιστορικούς και άντλησε εμπειρίες από Κινέζους μετανάστες, ξεχασμένες συχνά φιγούρες της ιστορίας του αμερικανικού Νότου, πραγματικές ή φανταστικές.

«Ήμασταν και οι δύο χαρούμενοι που μπορούσαμε να απεικονίσουμε Ασιάτες να μιλούν αγγλικά χωρίς στερεοτυπική προφορά», είπε ο Μαλαισιανός ηθοποιός Yao σε συνέντευξη με τη συμπρωταγωνίστριά του Li Jun Li· υποδύονται ένα παντρεμένο ζευγάρι μπακάληδων στην ταινία. «Και είμαστε και σέξι όσο δεν πάει». Η Hailee Steinfeld ήταν αποκάλυψη ως Mary, ένας χαρακτήρας τόσο καλοδουλεμένος που, όπως λέγεται, την οδήγησε σε ανακαλύψεις για τη δική της εθνοτική καταγωγή. Ο Delroy Lindo, ως ο αλκοολικός μπλουζίστας Delta Slim, με τη χαρακτηριστική του αξιοπρέπεια, είπε ότι το Sinners αντιμετωπίζει το παρελθόν με τρόπο που μετατρέπει τους ηθοποιούς σε «ιδιωτικούς ντετέκτιβ», επειδή «αποκαλύπτεις πτυχές της ιστορίας που μέχρι πρότινος είχαν είτε εξαγνιστεί, είτε διαγραφεί εντελώς, είτε υποβαθμιστεί».

O Michael B. Jordan έχει μνήμη ελέφαντα και δεν ξεχνάει τις προσβολές

Αυτά τα «μαθήματα ιστορίας» κατέληξαν και σε ευρύτερα συμπεράσματα που αμφισβήτησαν την ορθοδοξία του Χόλιγουντ. Η Wunmi Mosaku διέψευσε τη συμβατική σοφία της βιομηχανίας ότι οι σέξι πρωταγωνίστριες πρέπει να είναι μόνο νέες, υπερβολικά αδύνατες και ανοιχτόχρωμες, επισφραγίζοντας το μήνυμα με πρόσφατο εξώφυλλο στο New York Magazine. Παράλληλα, ο Michael B. Jordan απέδειξε ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας ωραίος leading man.

Ίσως ακούγεται παράξενο να μιλάμε για «άφιξη» του Jordan με το Sinners. Κι όμως, εδώ παραδίδει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, εμφυσώντας χιούμορ, κούραση και ηρωισμό στους δίδυμους λαθρέμπορους Smokestack, εκπαιδεύοντας σώμα και φωνή για να διακρίνει με λεπτότητα τους δύο χαρακτήρες. «Ο τρόπος που δημιούργησε τους χαρακτήρες ξεχωριστά μού έκανε εύκολο να χτίσω τη σχέση μου και με τους δύο», είπε ο Miles Caton, ο βαρύτονος κιθαρίστας που, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, γεμίζει το Sinners με τραγούδι και ψυχή. Και κάπως έτσι ο Jack O’Connell, ως Remmick, ο «αρπακτικός» νυχτοβάτης, γεφυρώνει την πρώιμη σχέση του Coogler με τα blues με τη γνήσια περιέργειά του για την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική.

 

 

Είτε το έζησες στη σκοτεινή αίθουσα όπως προοριζόταν, είτε το απόλαυσες μέσω streaming (όπου έγινε επίσης επιτυχία στο HBO Max), το Sinners άνοιξε κουβέντες, για το πώς σε συγκινεί, για το πώς εξηγεί τους ταραγμένους καιρούς μας, για τις δυνατότητες ενός κινηματογραφικού σύμπαντος, παρότι ο Coogler το αποκαλεί αυτόνομο έργο. Και μετά από όλη τη δευτερολογία και την αμφισβήτηση που συνόδευσαν την κυκλοφορία (η οποία, τελικά, δεν αποδείχτηκε το «γεγονός αφανισμού» της Warner Bros.) υπάρχει μια γλυκιά ποιητική δικαιοσύνη στο να βλέπεις τους ίδιους κριτικούς που κάποτε έβαζαν αστερίσκους στην επιτυχία να ρωτούν τώρα, με καθυστερημένο θαυμασμό: «Και τώρα τι;»

«Πιστεύω στον κινηματογράφο», έγραψε ο Coogler σε ευχαριστήρια επιστολή προς τους θεατές του Sinners. «Πιστεύω στη θεατρική εμπειρία. Πιστεύω ότι είναι ένας απαραίτητος πυλώνας της κοινωνίας. Το να βλέπω την ανταπόκρισή σας στην ταινία μού έδωσε ξανά δύναμη, σε μένα και σε πολλούς άλλους που πιστεύουν σε αυτή την τέχνη».

Με πληροφορίες από τον Guardian



©2016-2025 Ratpack.gr - All rights reserved