Όπως όλοι έχουν πλάσει την εικόνα του Robert Powell ως Ιησού Χριστού λόγω του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έτσι όταν είδες τον πρωταγωνιστή, Αντώνη Μυριαγκό στο τρέιλερ της ταινίας, είσαι σχεδόν βέβαιος ότι κάπως έτσι πρέπει να ήταν ο real life Ιωάννης Καποδίστριας. Αρχοντικός, με ηρεμία και τις καλύτερες προθέσεις στο βλέμμα του, δημιουργώντας σου μια περιέργεια να τον γνωρίσεις. Αυτή τη… γνωριμία με τον Καποδίστρια του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή είναι που επιζητά ο θεατής, αυτή που θα εξηγήσει με το παραπάνω τι είναι αυτό που τον έκανε τόσο μοναδικό, ίσως πιο κοντά από οποιονδήποτε σε Μεσσία από τους Έλληνες των πρώτων χρόνων μετά την Επανάσταση του 1821, περισσότερο και από την κατάληξη της ιστορίας του.
Γνωρίζεις το τέλος, το δράμα, ξέρεις τον πυροβολισμό στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, αυτό όμως που περιμένεις πραγματικά, είναι κάτι πιο δύσκολο: να σε πείσει για το πόσο σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ο άνθρωπος που τόσα χρόνια βλέπαμε στα χαρτονομίσματα των 500 δραχμών αλλά ποτέ δεν «γνωρίσαμε» πραγματικά πέρα από τα όσα μάθαμε στην ιστορία της Ελλάδας.
Και εδώ, ο Σμαραγδής αποδεικνύει γιατί διαθέτει το magic touch όταν πρόκειται για ταινίες με ιστορικό υπόβαθρο, όπως είχε κάνει παλιότερα με το El Greco και το Ο Θεός Αγαπά το Χαβιάρι. Όχι γιατί σου παραδίδει μια στεγνή βιογραφία, αλλά γιατί κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Δίνει ηρωικό μέγεθος σε έναν άνθρωπο που η ιστορία τον έχει ήδη αγιοποιήσει, αλλά ο σύγχρονος Έλληνας δείχνει να έχει ξεχάσει.
Ο διπλωμάτης που ξεπέρασε τον ήρωα και ο Μυριαγκός σε ρόλο ζωής
Από τα πρώτα λεπτά, πριν καν ξεδιπλωθούν οι πολιτικές ή διπλωματικές του πράξεις, ο Αντώνης Μυριαγκός κουβαλάει πάνω του έναν αέρα βαρύ, σχεδόν μυθικό, αλλά δεν χρειάζεται πολλά-πολλά για να σε βάλει στον δικό του κόσμο. Βλέπεις έναν άνθρωπο που μοιάζει να γεννήθηκε για να κουβαλήσει στις πλάτες του μια χώρα διαλυμένη, χαοτική, διχασμένη, μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ένα πορτρέτο, αλλά ένας χαρακτήρας με βάθος, ήθος και άβολη σοβαρότητα.
Η ταινία δεν μένει στην εποχή που τον γνωρίσαμε στα σχολικά βιβλία, αλλά μας ταξιδεύει νωρίτερα, στα χρόνια της ρωσικής διπλωματίας, τότε που ο Καποδίστριας ήταν ο άνθρωπος που έσωζε ζωές με τη δύναμη του μυαλού του και όχι με ξίφος. Είναι εκεί που βλέπεις γιατί τον εμπιστεύτηκε ο Τσάρος, τι ήταν αυτό που έκανε ολόκληρη Ελβετία και Γαλλία να τον θεωρούν δικό τους εθνικό ευεργέτη και κυρίως, γιατί ο ίδιος, παρότι είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του, δεν σταμάτησε ποτέ να σκέφτεται μια Ελλάδα που «έκαιγε» αλλά κανείς δεν ήξερε πώς να ανάψει τη φλόγα.

1821: H επόμενη ημέρα των Ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης
Ο σκηνοθέτης, όμως, έχει το δυνατότερο υλικό που μπορούσε να έχει στα χέρια του. Να πει την ιστορία ενός ανθρώπου που μπορούσε να γίνει τα πάντα, και επέλεξε να γίνει αυτό που χρειαζόταν η πατρίδα του, όχι αυτό που θα τον βόλευε. Ένα πρόσωπο που ούτε η μυθοπλασία δεν μπορεί να δημιουργήσει.
Την ίδια ώρα όμως, το ρομαντικό μέτωπο με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα λειτουργεί ακριβώς όπως πρέπει. Όχι σαν μελόδραμα, αλλά σαν υπενθύμιση ότι ακόμα και οι «μεγάλες» προσωπικότητες έχουν κάτι να χάσουν. Ένας έρωτας που όμως δεν ήταν γραφτός, και σίγουρα όχι κάτι παραπάνω από ρομαντικά γράμματα και συναισθήματα. Κάθε φορά, όμως, που αντικρίζει ο Καποδίστριας -και εσύ το ίδιο- την πληγωμένη Ρωξάνδρα συνειδητοποιείς πως ο ήρωάς μας δεν διάλεξε ανάμεσα σε γυναίκα ή πατρίδα, αλλά ανάμεσα σε ζωή και μοίρα και δεν το πάλεψε καν. Το αποδέχθηκε.
Όταν οι ήρωες συγκρούονται
Εκεί που η ταινία γίνεται πραγματικά ενδιαφέρουσα και κάπως… γρατζουνάει τον μύθο (αν μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει έτσι) είναι στο κομμάτι της σύγκρουσης με τους Κοτζαμπάσηδες. Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Παύλος Κουντουριώτης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Καθένας τους υπήρξε ήρωας της Επανάστασης, όλοι τους είχαν πληρώσει με αίμα και ολόκληρες περιουσίες, ακόμα και αν δεν είχαν λόγο να εναντιωθούν στους Οθωμανούς από τους οποίους είχαν προνόμια που κανείς Έλληνας δεν φανταζόταν.

Στην ταινία όμως αυτό που βλέπει ο θεατής είναι πως όλοι τους βλέπουν στον Καποδίστρια έναν άνθρωπο που ερχόταν να τους «ισοφαρίσει» με τους απλούς. Το story δεν τους χαρίζεται, και δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτή η κόντρα, στηριγμένη στην παραδοσιακή ελληνική διχόνοια, είναι που οδήγησε τον πρώτο Κυβερνήτη του Ελληνικού Κράτους στη δολοφονία του.
Ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια;
Στο φινάλε, όμως, συνειδητοποιείς ότι, κανένας ηγέτης -ούτε καν ο Καποδίστριας- δεν μπορεί να ζήσει μόνο με συμμάχους. Ακόμα και αν αυτός είναι ο ηθικότερος Έλληνας που πέρασε ποτέ από την εξουσία Εκεί που η ταινία πετυχαίνει θριαμβευτικά, είναι στο ότι σε κάνει να βγεις από την αίθουσα και να αναρωτηθείς αν αυτός ο άνθρωπος ήταν όντως το μεγαλύτερο ηθικό πρόσωπο που πέρασε ποτέ από την ελληνική πολιτική σκηνή.
Σου παρουσιάζει έναν άντρα που δεν λύγισε μπροστά στο χρήμα, ούτε στη δόξα, ούτε και για τον έρωτα. Δεν νοιάστηκε για πρόσωπα, είτε είχε δίπλα του τον τελευταίο τροχό της αμάξης, είτε τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη (τον υποδύεται ο Μάξιμος Μουμούρης).
Με λίγα λόγια, έναν άνθρωπο που αντί να πάρει όσα του άξιζαν, διάλεξε να δώσει όσα μπορούσε μέσα στο χάος ενός νεογέννητου κράτους, βάζοντας τις βάσεις για κάτι που ακόμα σήμερα παλεύουμε να χτίσουμε. Και κάπου εκεί λες: «Ναι, ήταν πραγματικά σπουδαίος».

Ο Καποδίστριας δεν είναι απλώς μια ακόμα ιστορική ταινία, αλλά μια υπενθύμιση του τι σημαίνει ηγεσία όταν δεν έχεις πλάτες, βολέματα και κυρίως επιλογές. Σε έναν σύγχρονο κόσμο όπου ψάχνουμε απεγνωσμένα για πρότυπα, ο χαρακτήρας του Μυριαγκού και η αφήγηση του Σμαραγδή σου θυμίζουν κάτι σχεδόν απαγορευμένο πλέον. Ότι κάποτε υπήρξε ένας Έλληνας που θυσιάστηκε για να φτιάξει κράτος και όχι για να το κυβερνήσει.
Αν αυτό δεν είναι σινεμά που αξίζει να δεις, τότε τι είναι;
*Η ταινία Καποδίστριας κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 25 Δεκεμβρίου, από την Tanweer.