Γιατί το ''The Cut'' δεν έχει καμία σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες μποξ

Ο Orlando Bloom και ο John Turturro σε μια προσωπική αναζήτηση που δεν περιλαμβάνει απαραίτητα τα γάντια. 

Στην ταινία The Cut, ο ηθοποιός Orlando Bloom επιστρέφει ως Ιρλανδός μποξέρ που αποφασίζει να ξαναμπεί στο ρινγκ, έπειτα από αποχή, με στόχο έναν τελευταίο αγώνα για τίτλο. Αυτό που εντυπωσιάζει αρχικά είναι πως, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως ταινία πυγμαχίας, δεν επικεντρώνεται στους αγώνες – ούτε καν όσο περιμένεις. Είναι μια διαφορετική ματιά στο σινεμά του μποξ.

Η κεντρική ιδέα της ταινίας μοιάζει να μην είναι το «χτύπημα στο πρόσωπο», αλλά η εσωτερική μάχη του αθλητή με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Bloom τονίζει πως αγαπά τα κλασικά του είδους – όπως τις ταινίες με πολλές σκηνές μάχης και σούπερ αγώνες – αλλά θεωρεί ότι αυτό εδώ το έργο είναι φρέσκο, γιατί μετατοπίζει το βάρος από το φυσικό μποξ στο ψυχολογικό. Η προετοιμασία, η απώλεια βάρους, ο αγώνας με το χρόνο, η πίεση, η σκέψη «είμαι και πάλι εδώ, θα τα καταφέρω;», όλα αυτά γίνονται το πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης. Ο ρόλος του Bloom είναι απαιτητικός: για να πειστεί το κοινό πως υποδύεται πραγματικό μποξέρ, ακολούθησε πρόγραμμα για να χάσει περίπου 13-14 κιλά σε τρεις μήνες. Ο ίδιος παραδέχεται πως η διαδικασία ήταν «σίγουρα όχι κάτι για εφαρμογή στο σπίτι». Αντί μάλιστα για την εύκολη λύση της δράσης, η ταινία επιλέγει να τραβήξει αντίστροφα  γυρίσματα από το πιο αδύνατο στάδιο προς τα πίσω τονίζοντας τη μεταμόρφωση.

cut0012

Παράλληλα, ο John Turturro που ερμηνεύει τον ασυνήθιστο προπονητή στην ταινία σχολιάζει πως η «φρέσκια» προσέγγιση έγκειται στο ότι η ιστορία λέει περισσότερο για το ταξίδι παρά για το αποτέλεσμα. «Η μάχη στο φιλμ», λέει, «είναι με τον εαυτό του». Αυτό σημαίνει: η διαδικασία, οι αλλαγές, οι αμφιβολίες, οι φόβοι, η προετοιμασία — και λιγότερο ο μεγάλος αγώνας που περίμενες. Αυτός ο προπονητής-κάποιος λέει στον ήρωα: «η πραγματική δυσκολία είναι κάτι που δεν φαίνεται στο ring».

Ο σκηνοθέτης Sean Ellis (σε έργο γραμμένο από τον Justin Bull) δηλώνει πως τον ενδιέφερε να αφηγηθεί την πυγμαχία «από μια πιο ανθρώπινη γωνία». Το γεγονός ότι η ταινία δεν ακολουθεί τις συνηθισμένες σκηνές προπόνησης-μοντάζ και τη μεγάλη μάχη στο τέλος, δείχνει την πρόθεση να ξεφύγει από το είδος. Ως αποτέλεσμα, η εμπειρία για τον θεατή είναι λιγότερο «πάμε-στη-μάχη» και περισσότερο «τι μου συμβαίνει ως αθλητής». Βλέπουμε λοιπόν τον ήρωα να χάνει βάρος, να αντιμετωπίζει τον χρόνο, να παλεύει με τη φυσική και ψυχική του κατάσταση, να βλέπει το σώμα του να αλλάζει, να ξαναχτίζει τον εαυτό του. Αυτό που κάνει την ταινία ενδιαφέρουσα είναι το πώς η απουσία της «παράδοσης» των πολλών punching-shots δεν την κάνει λιγότερο δυναμική. Αντίθετα, η σιωπή, η αίσθηση του χρόνου, η ενδοσκόπηση, η μόχθος που δεν φαίνεται, όλα αυτά γίνονται «πχ» της δράσης. Ο θεατής καλείται να νιώσει αυτή την ένταση — την πίεση, την αβεβαιότητα, το ψυχικό βάρος.

 

Μέσα από αυτήν την προσέγγιση, η ταινία ανοίγει δρόμο στην ιδέα ότι η πυγμαχία -όπως και κάθε ανταγωνιστικό άθλημα- δεν είναι απλώς τα χτυπήματα και οι νίκες, αλλά οι καθημερινές μάχες του αθλητή με τις αδυναμίες του, τις επιλογές του, το σώμα του, την εικόνα του και τον χρόνο. Επιλέγει να δείξει πώς ένας άνθρωπος «γίνεται» ξανά, πως αποφασίζει να κυνηγήσει κάτι που στο παρελθόν είχε αφήσει, και τι σημαίνει να ξέρεις ότι όλα μπορούν να χαλάσουν όταν η φυσική δύναμη αποχωρεί, ο χρόνος περνά, ο ανταγωνισμός δεν περιμένει.

Τελικά, αυτό που σας μένει αφού δείτε το The Cut είναι η αίσθηση ότι η πραγματική μάχη δεν ευρίσκεται στον ρινγκ, αλλά μέσα στο μυαλό και το σώμα. Η αφήγηση σε οδηγεί σε μια πιο στοχαστική κατάσταση: «Τι σημαίνει να παλεύω; Ποιο είναι το κόστος;». Δεν είσαι θεατής ενός αγώνα, είσαι μάρτυρας μιας μεταμόρφωσης. Και με αυτό τον τρόπο, η ταινία παρουσιάζει την πυγμαχία ως κάτι περισσότερο από άθλημα: ως ανθρώπινη ιστορία.



©2016-2025 Ratpack.gr - All rights reserved