Το ντοκιμαντέρ The Ghost of Richard Harris δεν είναι απλώς ένα πορτρέτο ενός διάσημου Ιρλανδού ηθοποιού· είναι μια βαθιά ανθρώπινη διαδρομή μέσα από την καλλιτεχνική πορεία, την προσωπική ζωή και τον μύθο ενός ανθρώπου που βρέθηκε ταυτόχρονα στην κορυφή της δόξας και στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Όποιος αποφασίσει να το παρακολουθήσει, μπαίνει σε μια αφήγηση που δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον Richard Harris, αλλά και τη διαχρονική σύγκρουση ανάμεσα στη δημιουργικότητα, την ελευθερία, τα πάθη και τις συνέπειές τους. Και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το ντοκιμαντέρ γίνεται τόσο συναρπαστικό: δεν περιορίζεται στην απλή εξιστόρηση γεγονότων, αλλά αναδεικνύει την ουσία του ανθρώπου πίσω από τον θρύλο.
Ο Richard Harris υπήρξε ένας ηθοποιός με τεράστια εμβέλεια. Από την τρυφερή και ευάλωτη παρουσία του στο This Sporting Life μέχρι τη μεγαλόπρεπη μορφή του Dumbledor στα πρώτα Harry Potter, κάθε του εμφάνιση έκρυβε μια δύναμη, ένα πάθος που δύσκολα συναντάται. Το ντοκιμαντέρ μάς υπενθυμίζει ότι αυτή η λάμψη δεν ήταν προϊόν τύχης· ήταν αποτέλεσμα μιας αδάμαστης θέλησης να ζήσει τη ζωή χωρίς συμβιβασμούς. Όμως, η ίδια αυτή δίψα για εμπειρία τον οδήγησε σε υπερβολές: στο ποτό, στις ακραίες επιλογές, στην ασταθή προσωπική ζωή. Βλέποντας το φιλμ, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Harris δεν ήταν μόνο ένας ηθοποιός, αλλά ένα αίνιγμα: ένας άνθρωπος που διψούσε για αθανασία μέσω της τέχνης, την ίδια στιγμή που υπονόμευε τον εαυτό του. Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει το The Ghost of Richard Harris ξεχωριστό είναι η συμμετοχή των παιδιών του, που αναλαμβάνουν έναν ρόλο σχεδόν εξομολογητικό. Μέσα από τις μαρτυρίες τους, το πορτρέτο του Harris αποκτά νέες αποχρώσεις: δεν βλέπουμε μόνο τον σταρ, αλλά και τον πατέρα, τον άνθρωπο που μπορούσε να είναι γοητευτικός, χαρισματικός, αλλά και δύσκολος. Αυτή η διπλή οπτική -του κοινού που τον λάτρευε και της οικογένειας που τον έζησε καθημερινά- χαρίζει στο ντοκιμαντέρ μια ισορροπία ανάμεσα στο μεγαλείο και στην ανθρώπινη αδυναμία. Είναι συγκινητικό να συνειδητοποιεί κανείς ότι πίσω από τις ιστορικές ερμηνείες κρύβεται ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, ακριβώς όπως όλοι μας.
Ο τρόπος που έχει στηθεί η αφήγηση είναι επίσης καθοριστικός. Ο σκηνοθέτης, Adrian Sibley, δεν αρκείται σε μια γραμμική εξιστόρηση· υφαίνει το υλικό με ρυθμό που θυμίζει την ίδια την πορεία του Harris: γεμάτη εντάσεις, κορυφώσεις, αλλά και σιωπηλές, μελαγχολικές στιγμές. Οι αρχειακές σκηνές, οι συνεντεύξεις, τα αποσπάσματα από ταινίες και θεατρικές παραστάσεις δένουν με έναν τρόπο που σε παρασύρει. Αισθάνεσαι ότι ταξιδεύεις κι εσύ στη δεκαετία του ’60, στην ατμόσφαιρα του Χόλιγουντ, στα παλιά θέατρα του Λονδίνου, αλλά και στις προσωπικές μάχες ενός ανθρώπου που δεν άντεχε την ιδέα της μετριότητας. Γιατί, λοιπόν, να δει κανείς αυτό το ντοκιμαντέρ; Γιατί υπενθυμίζει την αξία του καλλιτέχνη που δεν φοβάται να εκτεθεί. Σε μια εποχή που η εικόνα συχνά φιλτράρεται, εξιδανικεύεται και αποστειρώνεται, το The Ghost of Richard Harris φέρνει μπροστά μας την αλήθεια ενός ανθρώπου που έζησε χωρίς μάσκες. Και αυτή η αλήθεια, όσο αντιφατική κι αν ήταν, έχει κάτι το λυτρωτικό. Δεν χρειάζεται να είσαι θαυμαστής του Harris για να συγκινηθείς· αρκεί να έχεις τη διάθεση να δεις πώς το ταλέντο, η φιλοδοξία, οι αδυναμίες και οι επιλογές διαμορφώνουν μια ζωή που έμεινε αξέχαστη.
Τελικά, το ντοκιμαντέρ δεν μιλά μόνο για τον Harris. Μιλά για το τι σημαίνει να θες να αφήσεις πίσω σου ένα αποτύπωμα, να παλέψεις ενάντια στη λήθη, να πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να χαρίσει μια μορφή αθανασίας. Και μέσα από αυτό, μιλά και για όλους εμάς: για τις δικές μας φιλοδοξίες, για τις δικές μας υπερβολές, για την ανάγκη να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργία και στην προσωπική μας ζωή. Το The Ghost of Richard Harris είναι, εντέλει, μια υπενθύμιση ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι πολύπλοκη, αντιφατική, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολύτιμη.