Υπάρχουν ταινίες που ξεπερνούν τα όρια της ψυχαγωγίας και μετατρέπονται σε ορόσημα πολιτισμού. Το Godfather του Φράνσις Φορντ Κόπολα ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Δεν είναι απλώς μια ιστορία για την ιταλοαμερικανική μαφία, ούτε απλώς μια διασκευή του μυθιστορήματος του Μάριο Πούζο. Είναι μια κινηματογραφική τοιχογραφία που μιλά για την οικογένεια, την εξουσία, τη βία, την τιμή και την προδοσία· ένα έργο που κατάφερε να καθορίσει το πώς βλέπουμε το σινεμά και πώς μιλάμε για το ίδιο το αφηγηματικό μέσο.
Η μεγαλοπρέπεια του Godfather βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στην ατμόσφαιρα. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, όπου η κάμερα πλησιάζει αργά το πρόσωπο του Μπονασέρα ενώ εξομολογείται το πρόβλημά του στον Βίτο Κορλεόνε, ο θεατής εισέρχεται σε έναν κόσμο σκοτεινό αλλά σαγηνευτικό. Η φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις, με τις χαρακτηριστικές σκιές και τα υποβλητικά κοντράστ, έδωσε στο φιλμ έναν τόνο σχεδόν μπαρόκ, μετατρέποντας κάθε πλάνο σε ζωντανό πίνακα. Αυτή η εικαστική γλώσσα δεν ήταν απλώς αισθητική επιλογή, αλλά δημιούργησε μια αίσθηση τελετουργίας γύρω από κάθε πράξη, κάθε βλέμμα, κάθε σιωπή.
Η ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο ως Βίτο Κορλεόνε υπήρξε κομβική. Με τη βραχνή φωνή, τις λεπτές κινήσεις και την ήρεμη αλλά απειλητική παρουσία, ο Μπράντο ενσάρκωσε όχι απλώς έναν μαφιόζο, αλλά μια πατρική φιγούρα σχεδόν μυθική. Η σχέση του με τον Μάικλ, τον γιο που διστάζει αλλά τελικά παρασύρεται στην εξουσία, δίνει στο φιλμ μια διάσταση τραγωδίας. Ο Άλ Πατσίνο, με την υποβλητική του μεταμόρφωση από έναν νέο που θέλει να μείνει εκτός «οικογενειακής επιχείρησης» σε ψυχρό αρχηγό, γίνεται ο άξονας πάνω στον οποίο χτίζεται η τριλογία. Η μεγαλοπρέπεια εδώ έγκειται στο βάθος της ανθρώπινης δραματουργίας: οι χαρακτήρες δεν είναι απλώς εγκληματίες, αλλά φορείς ενός αέναου αγώνα ανάμεσα στο καθήκον και στην προσωπική ελευθερία. Η συμβολή του Godfather στον κινηματογράφο είναι πολυδιάστατη. Αφενός, άλλαξε ριζικά την εικόνα που είχε το Χόλιγουντ για τις γκανγκστερικές ταινίες. Μέχρι τότε, οι περισσότερες ιστορίες για τη μαφία βασίζονταν σε κλισέ και παρουσίαζαν τους ήρωες ως καρικατούρες. Ο Κόπολα, αντίθετα, προσέγγισε το θέμα σαν οικογενειακή τραγωδία, αντλώντας από τον Σαίξπηρ και την κλασική δομή της τραγωδίας. Έτσι, το έγκλημα απέκτησε λογοτεχνικό βάθος και η μαφία παρουσιάστηκε όχι ως απλή εγκληματική οργάνωση, αλλά ως μια παραλλαγή της ίδιας της κοινωνίας με τους δικούς της άγραφους νόμους και κώδικες.
Αφετέρου, το Godfather άνοιξε τον δρόμο για μια νέα γενιά σκηνοθετών που αναζητούσαν πιο ώριμες και σύνθετες αφηγήσεις. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε η «χρυσή εποχή του Νέου Χόλιγουντ», με δημιουργούς όπως ο Σκορσέζε, ο Σπίλμπεργκ και ο Κιούμπρικ να αλλάζουν την κινηματογραφική γλώσσα. Ωστόσο, η τεράστια επιτυχία του Godfather απέδειξε ότι ένα φιλμ με καλλιτεχνικές αξιώσεις μπορούσε να έχει και εμπορική απήχηση, δίνοντας αυτοπεποίθηση σε στούντιο και δημιουργούς να ρισκάρουν με πιο φιλόδοξα έργα.
Σημαντική είναι και η μουσική του Νίνο Ρότα, που με το μελαγχολικό αλλά επιβλητικό θέμα κατάφερε να αποτυπώσει την ουσία της ταινίας: μια γλυκόπικρη συμφωνία ανάμεσα στη νοσταλγία και τη βία, στην τρυφερότητα και στην αδυσώπητη μοίρα. Το μουσικό μοτίβο του Godfather έχει πλέον χαραχτεί στη συλλογική μνήμη, ταυτιζόμενο με την έννοια της εξουσίας και του ακαταμάχητου πεπρωμένου. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη μεγαλοπρέπεια του έργου χωρίς να αναφερθούμε στον ρεαλισμό του. Ο Κόπολα και ο Πούζο δεν απέφυγαν τη σκληρότητα. Οι σκηνές βίας είναι σοκαριστικές, όχι επειδή είναι υπερβολικές, αλλά επειδή τοποθετούνται ακριβώς στο σημείο που πρέπει, δίνοντας στο κοινό την αίσθηση της αναπόφευκτης τιμωρίας ή εκδίκησης. Αυτός ο συνδυασμός λυρισμού και ωμότητας κατέστησε το Godfather μοναδικό. Η επιρροή του είναι τεράστια. Από τις αμέτρητες αναφορές στην ποπ κουλτούρα μέχρι τις μιμήσεις σε άλλες γκανγκστερικές ταινίες, το Godfather έθεσε τα πρότυπα. Χωρίς αυτό, δύσκολα θα υπήρχαν έργα όπως τα Goodfellas του Σκορσέζε ή η σειρά The Sopranos. Ακόμη και πέρα από το είδος του, όμως, η ταινία δίδαξε ότι το σινεμά μπορεί να είναι ταυτόχρονα τέχνη και αφήγηση, εμπορική επιτυχία και φιλοσοφική εξερεύνηση.
Τελικά, η μεγαλοπρέπεια του Godfather βρίσκεται στο ότι ξεπερνά τα όρια μιας ταινίας για τη μαφία. Είναι ένας καθρέφτης για το πώς η εξουσία διαβρώνει, για το πώς η οικογένεια ενώνει και καταστρέφει ταυτόχρονα, για το πώς ο άνθρωπος μπορεί να θυσιάσει τον εαυτό του στον βωμό της συνέχειας και του ονόματος. Είναι ένα έργο που συνεχίζει να συγκινεί και να διδάσκει, γιατί στο βάθος του δεν μιλά μόνο για τους Κορλεόνε, αλλά για όλους μας.