Το American History X είναι μια ταινία που, όσες φορές κι αν την αντικρίσει κανείς, μοιάζει να κουβαλάει το ίδιο βάρος με την πρώτη, αν όχι μεγαλύτερο. Δεν είναι έργο που χαρίζεται, ούτε αφήνει τον θεατή να ξεγλιστρήσει από την αγριότητα που απεικονίζει. Αντίθετα, τον καθηλώνει μπροστά σε μια οθόνη που μοιάζει με καθρέφτη, όπου προβάλλονται όχι μόνο οι ζωές των χαρακτήρων, αλλά και τα σκοτεινότερα κομμάτια μιας κοινωνίας που εύκολα σπρώχνει τα παιδιά της στο μίσος και την καταστροφή. Η επιστροφή σε αυτό το κινηματογραφικό έπος είναι σαν επιστροφή σε μια πληγή που δεν έχει κλείσει· κάθε φορά που την αγγίζεις, ματώνει και πάλι. Και ωστόσο, η δύναμη της ταινίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στην αδυναμία της να μετατραπεί σε απλό θέαμα, στην επιμονή της να παραμένει ένα ηθικό σοκ.
Το φιλμ, με τον Έντουαρντ Νόρτον στον πιο σπαρακτικό ίσως ρόλο της καριέρας του, δεν επιδιώκει να φτιάξει έναν ήρωα. Αντίθετα, τον απογυμνώνει από κάθε ψευδαίσθηση μεγαλείου και τον παρουσιάζει ως παιδί μιας βίας που κληροδοτήθηκε, σάπισε και φούντωσε μέσα του, ώσπου έγινε φλόγα που κατέκαψε τα πάντα γύρω. Ο Ντέρεκ, στην αρχή, είναι μια φιγούρα σχεδόν μυθική· το κορμί του χαραγμένο με σβάστικες, το βλέμμα του σκληρό, η φωνή του διαποτισμένη με δηλητήριο. Μα όσο κυλά η αφήγηση, αυτή η μυθικότητα γκρεμίζεται κομμάτι κομμάτι, αποκαλύπτοντας τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του μίσους. Εκεί έγκειται και το πρώτο εμπόδιο για όποιον αποφασίσει να ξαναδεί την ταινία: η διαδικασία της αποδόμησης είναι επίπονη, και ακόμη κι αν τη γνωρίζεις εκ των προτέρων, η καρδιά αντιστέκεται στο να την ξαναζήσει.
Το «American History X» δεν επιτρέπει εύκολη θέαση. Δεν είναι ένα έργο που μπορείς να βάλεις σαν συνοδεία στον καναπέ, παρέα με ποπ κορν. Είναι μια εμπειρία που απαιτεί υπομονή, σθένος και, κυρίως, ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό σου. Γιατί σε κάθε του σκηνή, όσο σκληρή κι αν είναι, υπάρχει μια αλήθεια που μοιάζει γνώριμη, σαν κάτι που έχουμε δει όλοι. Η εικόνα του νεαρού που στροβιλίζεται μέσα στο δηλητήριο της προπαγάνδας, που αναζητά στο μίσος μια ταυτότητα, είναι ανατριχιαστικά οικεία. Και ακριβώς επειδή είναι οικεία, γίνεται και ανυπόφορη. Ο θεατής καλείται να κοιτάξει κατάματα το ενδεχόμενο πως τέτοιοι άνθρωποι δεν ανήκουν σε μια άλλη, μακρινή πραγματικότητα, αλλά μπορεί να είναι γείτονες, φίλοι, συγγενείς, ή ακόμα και οι ίδιοι μας οι εαυτοί σε μια διαφορετική εκδοχή της ζωής μας.Η επανεπίσκεψη στην ταινία ισοδυναμεί με το ξετύλιγμα ενός κουβαριού ενοχών και μνήμης. Κάθε σκηνή λειτουργεί σαν αγκάθι που μπήγεται πιο βαθιά με την επανάληψη. Η περιβόητη σκηνή στο πεζοδρόμιο, που έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, είναι το απόλυτο παράδειγμα: γνωρίζεις τι θα συμβεί, προετοιμάζεσαι ψυχολογικά, κι όμως η βία σε κατακεραυνώνει με την ίδια δύναμη όπως την πρώτη φορά. Ίσως μάλιστα η επανάληψη να την κάνει ακόμη πιο σκληρή, ακριβώς επειδή ξέρεις πως αυτή η στιγμή είναι αναπόφευκτη, πως το σενάριο δεν θα αλλάξει για χάρη σου. Το ίδιο ισχύει και για την καταληκτική σκηνή, που αφήνει τον θεατή μετέωρο σε μια σιωπή βαριά και αναπόδραστη, σαν να του κλείνει την πόρτα μπροστά στα μούτρα.
Διάβασε επίσης: Το πανόραμα της μεγαλοφυίας του Έντουαρντ Νόρτον
Ωστόσο, μέσα από αυτό το συνεχές σφυροκόπημα, ξεπροβάλλει και μια μορφή καθαρτικής εμπειρίας. Η ταινία, με τον τρόπο της, προσφέρει λύτρωση — όχι ευκολία, ούτε παρηγοριά, αλλά μια σκληρή αλήθεια που σε αναγκάζει να την κουβαλήσεις μαζί σου. Και είναι ίσως αυτή η αλήθεια που κάνει τον θεατή να επιστρέφει. Όχι από μαζοχισμό, ούτε από λαχτάρα για βία, αλλά επειδή ξέρει ότι το «American History X» είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία: είναι ένα μάθημα που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, μια ιστορία που δεν παύει να μιλά για τις πληγές της κοινωνίας, είτε τις δεχόμαστε είτε τις αγνοούμε.
Η γλώσσα της ταινίας είναι τραχιά, γεμάτη συμβολισμούς που ξεδιπλώνονται σταδιακά. Τα ασπρόμαυρα φλας μπακ θυμίζουν πως το παρελθόν είναι πάντα εκεί, μισό θαμμένο, μισό παρόν. Οι φιγούρες των χαρακτήρων δεν είναι μονοδιάστατες: το μίσος εναλλάσσεται με τρυφερότητα, η οργή με φόβο, η σκληρότητα με αδυναμία. Και ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητα είναι που δυσκολεύει την εκ νέου θέαση. Γιατί δεν πρόκειται απλώς για κακούς που ηττώνται και καλούς που θριαμβεύουν. Εδώ, οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο αληθινοί, που η μοίρα τους μας βαραίνει προσωπικά.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο αν είναι εύκολο να ξαναδεί κανείς το «American History X», αλλά αν είναι δυνατόν να το δει χωρίς να αλλάξει, έστω και λίγο. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Κάθε θέαση αφήνει ένα ίχνος διαφορετικό, σαν το νερό που σμιλεύει αργά έναν βράχο. Άλλοτε το ίχνος είναι η συνειδητοποίηση του πόσο εύκολα φυτρώνει το μίσος σε ένα έδαφος εύφορο από πόνο και οργή. Άλλοτε είναι η πίκρα του χαμένου χρόνου, η διαπίστωση ότι η λύτρωση συχνά έρχεται πολύ αργά. Και άλλοτε είναι απλώς μια σιωπή που επιμένει, μια εσωτερική αναταραχή που δεν βρίσκει λέξεις.
Το «American History X» δεν είναι ταινία που ξαναβλέπεις εύκολα. Είναι ταινία που σε κυνηγάει, που σε βρίσκει στον ύπνο σου, που σε αναγκάζει να κοιτάξεις μέσα σου και γύρω σου με πιο καθαρό μάτι. Κάθε επιστροφή σε αυτήν είναι μια κατάδυση σε νερά θολά, γεμάτα συντρίμμια, και όμως απαραίτητη, σαν να γνωρίζεις πως εκεί, στον πάτο, κρύβεται η ουσία. Κι ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη δύναμη του έργου: ότι κάνει τον θεατή να επιστρέφει, παρά τον φόβο, παρά τον πόνο, γιατί ξέρει πως κάπου ανάμεσα στις στάχτες υπάρχει ακόμη η δυνατότητα της κατανόησης.