Η διαχρονική αξία του Θανάση Βέγγου στην ελληνική κωμωδία

Το «Φανερός Πράκτωρ 000» βρίσκει ακόμα θέση ανάμεσά μας και ας έρχεται από το μακρινό 1967.

Ο ίδιος ο Θανάσης Βέγγος είχε πει ότι το δυσκολότερο πράγμα με την κωμωδία, είναι πως για να συνεχίσει να κάνει το καθήκον της πρέπει να εξελίσσεται. Βγάζουν νόημα οι κουβέντες του και δεν χρειάζεται να είσαι ηθοποιός για να το καταλάβεις. Είναι σαν να λες ένα παλιό αστείο σε έναν άνθρωπο με δύο γενιές διαφορά και να αντικρίζεις την αμήχανη του έκφραση, όχι απαραίτητα επειδή δεν μπορεί να γελάσει, αλλά επειδή δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι λίγες οι διαχρονικές κωμωδίες και ακόμα λιγότεροι οι διαχρονικοί κωμικοί. Ο Peter Sellers το είχε πει πιο απλά. «Δεν θέλω μια μέρα να φαίνομαι ηλίθιος».

Ότι μία ταινία καταφέρνει να γίνεται γνωστή μόνο από τον χαρακτήρα, είναι επιτυχία – από όποια χώρα και αν προέρχεται, όποιο πρωταγωνιστή και αν έχει και επίσης όποια χρονολογία. Θα μπορούσε να μην είναι η καλύτερη του Θανάση Βέγγου, αλλά είναι σίγουρα από τις καλύτερές του. Γιατί; Γιατί κατάφερε να κάνει τον κόσμο να γελάσει σε μία πολύ δύσκολη εποχή, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις τάσεις της εποχής εκείνης. Άλλωστε ο James Bond ήταν ξεκάθαρα το πιο αξιοζήλευτο αντρικό πρότυπο της δεκαετίας του ’60 και ο Θανάσης Βέγγος δεν δίστασε να το σατιρίσει βάζοντάς το στα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Αυτή άλλωστε ήταν, προσωπική άποψη, και η μεγαλύτερη επιτυχία των ταινιών του.

 

 

Και μετά είναι όλα τα άλλα στοιχεία που δεν περιμένεις από μία ταινία της δεκαετίας του ’60. Το παίρνω πίσω. Το περιμένεις, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να κάνει κάποιες από τις σύγχρονες κωμωδίες να φαίνονται λιγότερες μπροστά στον πιο αδέξιο Έλληνα μυστικό πράκτορα. Οι σκηνές της εκπαίδευσης του ΘΟΥ-ΒΟΥ είναι από εκείνες που έχω δει τρεις διαφορετικές γενιές να βάζουν τα γέλια. Τον πατέρα μου όταν ήταν 70 χρονών (και νωρίτερα), τα ανίψια μου που σήμερα είναι 17 και 19 και εμένα τον ίδιο με την παρέα μου. Αυτό στην κινηματογραφική γλώσσα, ονομάζεται επιτυχία. Δεν υπάρχει κάποιο μυστικό μείγμα, υπάρχει αγνό ταλέντο στην περίπτωση του Θανάση Βέγγου και πλήρης ελευθερία έκφρασης μπροστά στον φακό – εύσημα φυσικά ανήκουν και στο σενάριο όπου είχε επιδραστικά στοιχεία από το χιούμορ του Νίκου Τσιφόρου.

Διάβασε επίσης: Ο Θανάσης Βέγγος νίκησε με την κωμωδία τον συντηρητισμό. 

Στην περίπτωση του ΘΟΥ-ΒΟΥ δεν υπάρχει καμία αμήχανη έκφραση. Υπάρχει ζεστασιά και γέλιο, η πεμπτουσία της ύλης από την οποία αποτελείται η ίδια η κωμωδία. Είναι οι εκφράσεις του αείμνηστου Θανάση Βέγγου, ο τρόπος που χρησιμοποιεί τον λόγο του αλλά ακόμη και τα διάφορα ηχητικά εφέ της εποχής, σε μία δεκαετία που δεν θα σκεφτόσουν καν ότι ενδεχομένως να χρειαζόταν ειδικά εφέ. Και μετά είναι αυτή η σαγηνευτική τρέλα του Θανάση Βέγγου. Που φτάνει στο βενζινάδικο πάνω στο κάρο, που μεταμφιέζεται σε βιολιστή, που προσπαθεί να κατακτήσει την τέχνη του καράτε και που διοργανώνει, ίσως τον πιο ξεκαρδιστικό τουρτοπόλεμο στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.

 

 

Το ΘΟΥ-ΒΟΥ δεν είναι μια χαζοκομεντί άλλης εποχής. Είναι μια αγνή κωμωδία ελληνικής πραγματικότητας και ίσως αυτό είναι που την κάνει διαχρονική. Η ταυτότητα της ειλικρίνειάς της. Μίας εποχής αλλιώτικης, δύσκολης, αλλά που υπήρχαν άνθρωποι με φαντασία, όρεξη και χιούμορ, να κάνουν τον κόσμο να γελάσει. Να αφήσουν πίσω τους κάτι για το οποίο να είναι περήφανοι. Δεν ξέρω αν ο Θανάσης Βέγγος όταν τελείωσε τα γυρίσματα την είδε απλά ως μια ταινία. Αν φαντάστηκε τις σύγχρονες γενιές να γελάνε με τον ΘΟΥ-ΒΟΥ, αλλά σίγουρα είχε όλο το χρόνο μπροστά του για να το αν ανακαλύψει μέσα στα χρόνια. Όπως θα το ανακαλύψουν και οι επόμενες γενιές, σε μια από τις ωραιότερες κωμωδίες που γυρίστηκαν ποτέ.

Γελάω και μόνο που σκέφτομαι τον τουρτοπόλεμο.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved