Οι συντάκτες του Ratpack γράφουν για τις πιο ΚΟΥΛΕΣ δουλειές που έχουν κάνει στη ζωή τους

Μη γελάτε, ντροπή...

Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, μπορεί όμως εύκολα μια δουλειά να είναι υπέρμετρα κουλή. Ιδιαίτερα δε αν την έχεις επιλέξει κατ' ανάγκη στα πρώιμα χρόνια της εργασιακής σου ζωής. 

Οι πιο πολλοί από εσάς σίγουρα θα το έχετε βιώσει και περιμένουμε να μοιραστείτε μαζί μας τις εμπειρίες σας στα σχόλια.

Μέχρι τότε, όμως, πάρτε μια τζούρα από τα δικά μας τραγικότερα ένσημα στην ιστορία των τραγικών ενσήμων. 

 

1. Χειριστής για τρενάκι Λούνα Παρκ (ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ ΣΟΥ!) ο Κώστας ο Χρήστου

Στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών, τα περιοδικά όχι μόνο δεν μου είχαν χτυπήσει την πόρτα αλλά δεν ήξεραν καν που έμενα. Ήμουν ένας μπούλης που έτρωγε τα λεφτά του πατέρα του σε Playboy και video games, χωρίς να αφήνει την παραμικρή πιθανότητα ότι θα έκανε κάτι χρήσιμο στη ζωή του. Εκείνο το καλοκαίρι, μέσω γνωστού της οικογένειας, έπιασα δουλειά σε Λούνα Παρκ. Μην κράζετε, ήταν μία τίμια δουλειά για Σαββατοκύριακο, αλλά άθλια από άποψη καθηκόντων. Λόγω ηλικίας δεν χειριζόμουν κάτι πομπώδες. Ένα roller coaster. Ένα Σπίτι του Τρόμου.Το χταπόδι. Έστω την άτιμη τη βαρετή ρόδα. Έλεγχα ένα τρενάκι για πιτσιρίκια, το οποίο δεν είχε τίποτε το συνταρακτικό. Ούτε για μένα, ούτε για τα 5χρονα που έμπαιναν μέσα. Η διαδρομή ήταν μικρή, κυκλική, με τα πιτσιρίκια να κάθονται σε μικρά βαγονάκια κάμπιας. Έκαναν 10 γύρους και τέλος. Βέβαια πάντα τα άκουγα από τον μπάρμπα που ήταν εκεί υπεύθυνος. «Πιο σιγά την ταχύτητα!». «Έλα φτάνει βάλε άλλους!». «Το τίγκαρες στα πιτσιρίκια!». Και που το τίγκαρα τι μωρέ μαλάκα; Θα τρακάρει με κανά μετρό;

Αλλά ρε γαμώτο το είχα πάντα απορία: Γιατί να μπεις σε μία μαλακία που απλά σε έκανε γύρω-γύρω; Και ενώ σκεφτόμουν πότε θα σχολάσω για να πάρω τοπεντοχίλιαρο και ποιο βλήμα είχε την ιδέα ότι αυτό το τρενάκι ΘΑ ΤΑ ΕΣΠΑΓΕ για τα μικρά, αναρωτιόμουν τι στο διάολο θα κάνω στη ζωή μου. Όλα τελείωσαν στα μέσα του Αυγούστου με μία ατάκα στον πατέρα μου.«Δεν ξέρω αν η ζωή θα με πάει τρενάκι, αλλά με αυτό το τρενάκι τελείωσα».

download

 

 

2. Η Σοφία η Μαυραντζά έβαζε τα γίδια στο μαντρί μωρέ

Ήμουν 13 και πήγα διακοπές στο χωριό. Θα περνούσαμε ένα υπέροχα ξέγνοιαστο καλοκαίρι παρέα με τα ξαδερφάκια μου. Ή έτσι νόμιζα. Έφτασα και τους βρήκα και τους δυο να εργάζονται. Ο ένας 5.00-8.00 το πρωί και ο άλλος 5.00-8.00 το απόγευμα. Εναλλάξ ανάπτυξη μια εβδομάδα. "Έλα" μου είπαν. "Θα σου αρέσει" μου είπαν. "Θα έχει πλάκα" μου είπαν. Ε και πήγα. Πού πήγα;

Γίδια. Ναι φίλοι μου. Βαρούσα στρούγκα σε μαντρί. Όχι μόνο εκείνο το καλοκαίρι. Και για τα επόμενα τρία καλοκαίρια. Πώς θα βγει το μπυρόνι το βράδυ, αν δεν παριστάνεις την τσελιγκοπούλα; Βέβαια είχα επιλέξει να πηγαίνω μόνο απογεύματα. Τον πρωινό τον ύπνο δεν τον χαράμιζα. Πάνω στην καρότσα του αγροτικού (όντως), φτάναμε στο μαντρί, βλέπαμε τα κατσικάκια να βοσκάνε ακόμα. Τα μαζεύαμε στη στρούγκα και ένα ένα περνούσαν για άρμεγμα.  Δεν σας συζητάω για το ΠΟΣΟΙ ΨΥΛΛΟΙ με έτρωγαν. Παντού όμως. ΠΑΝΤΟΥ. Γελάστε αν σας βαστάει. Εγώ μια φορά και χαρτζιλίκι έβγαζα και τα ξαδέρφια μου έβλεπα και μετά από χρόνια έγινα και pesceterian. Και μια στρούγκα την ξαναβάραγα. Να τα λέμε κι αυτά. 

 

 

3. Ένιωσε προλετάριος για μια μέρα ο Ντίνος o Ρητινιώτης

Όλα όσα θα διαβάσεις από εμένα στη συνέχεια, είναι απλά ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΨΕΜΑ. Σου το λέω ξεκάθαρα. Το πιο κουλό επάγγελμα που έχω κάνει δεν είναι αυτό που θα σου περιγράψω στις επόμενες γραμμές, ΑΛΛΑ σου υπόσχομαι στο λόγο της τιμής μου όμως πως πολύ σύντομα θα στα γράψω όλα αναλυτικά σε εκτενές βιωματικό. Πάμε, επομένως, στο 2ο πιο κουλό επάγγελμα που έχω κάνει. 2005 και μόλις έχω γυρίσει από το Ρέθυμνο με το πτυχίο των Πολιτικών Επιστημών στα χέρια και τους γονείς μου να νομίζουν ότι είμαι ένα κράμα Χένρι Κίσινγκερ-Νέλσον Μαντέλα. Το μεσημέρι, λοιπόν, που με είδαν να επιστρέφω σπίτι από τη «δουλειά» μέσα στις σκόνες, με ρόζους στις παλάμες και μαυρίλα μέσα στα νύχια, άρχισαν να καταλαβαίνουν πως θα αργήσουν πολύ μέχρι να ξεκινήσει η απόσβεση της επένδυσής τους στις σπουδές μου. 

Οι ρόζοι προέρχονταν από το φτυάρι που κράταγα σφιχτά ολημερίς μαζεύοντας χώμα και μπάζα σε έναν σταθμό του ΗΣΑΠ που ανακατασκευάζονταν εκείνη την περίοδο. Μιλάμε τώρα για άνθρωπο 35 κιλά μαζί με τα ρούχα και τη σκιά του που μέχρι εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη τσουγκράνα από τη χτένα και τα χέρια του ήταν πιο απαλά από πενταμηνίτικο μωρό. Με είχε πάρει μαζί του ο κολλητός μου, ο Δημήτρης, με την υπόσχεση πως «θα είναι τούφα και θα βγάλουμε 50άρικο». Στα λεφτά έπεσε μέσα, στο εύκολο της υπόθεσης έπεσε έξω. Θυμάμαι ότι είχε βαρέσει τέτοιο καύσωνα που σε κάποια φάση είδα παραίσθηση τη μάνα μου να έρχεται προς το μέρος μου φωνάζοντας «γιε μου πού πας; Δεν σε σπούδασα εγώ για τις χαμαλοδουλειές των άλλων! Ζακέτα να βάλεις τουλάχιστον». Ναι ΟΚ ξέρω, άκου εκεί ζακέτα με 40άρι έξω, αλλά παραίσθηση ήταν, τι να κάνουμε τώρα; Πέρα από το τίμιο πενηνταρικάκι από το 8ωρο της Κολάσεως έχω να θυμάμαι το διάλειμμα που έτρωγα σάντουιτς ζαμπονοτύρι και έπινα κρύα μπίρα παρεάκι με μια ντουζίνα Αλβανούς, εκπληρώνοντας έτσι το όνειρό μου να νιώσω προλετάριος για μια μέρα. Και το σάλιο που ένιωσα να τρέχει στο μάγουλό μου όταν με ξύπνησε ο Δημήτρης για να κατέβουμε στη στάση μας.    

1xvxk1

 

 

4. Θα σου έβαζε και συναγερμό στο σπίτι ο Κώστας o Βαϊμάκης

Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Ή σχεδόν καμία. Αλλά όλοι μας έχουμε κάνει κάποια δουλειά, σε κάποια φάση της ζωής μας, για κάποιους λόγους που είχαν να κάνουν με εκείνη την εποχή και εκείνη την ηλικία, που μας κάνουν να νιώθουμε λίγο άβολα όταν γυρνάμε το χρόνο πίσω. 


Ο μικρός Κώστας Βαϊμάκης, εν έτει 1990, μόλις έχει τελειώσει το σχολείο, δεν πέρασε στις πανελλήνιες εκεί που είχε δηλώσει και αποφάσισε να διαβάσει και να ξαναδώσει. Στο ενδιάμεσο, είπε ότι καλό είναι να βρει μια part-time απασχόληση και να έχει το δικό του χαρτζιλίκι στην τσέπη, ώστε να μην επιβαρύνει πλέον τον μπαμπά και τη μαμά. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο (ένας γνωστός ενός φίλου κλπ.), βρέθηκα σε μια ετιαρεία που πούλαγε συναγερμούς σπιτιού. Ένα γρήγορο σεμινάριο για το πώς λειτουργεί το μαραφέτι, ένα γρήγορο session πώλησης, η - προφανής - ελπίδα της εταιρείας ότι όλο και σε κανέναν φίλο και συγγενή θα πουλήσουμε κανένα συναγερμό και μας ξαμόλησαν με ραντεβού που έκλειναν εκείνοι να πάμε να πουλήσουμε. Με κοστούμι. Με γραβάτα. Με ποσοστό επί των πωλήσεων. Με πλήρη άγνοια γύρω από το θέμα. 

 

erf

 

Δεν πούλησα κανένα κουτί σε κανένα από τα ραντεβού που με έστειλαν - δεν ήταν άνθρωποι «ψημένοι» να βάλουν συναγερμό σπίτι τους, απλά είχαν πει «ναι» σε ένα ραντεβού χωρίς καμία δέσμευση. Δεν το είχα με τις πωλήσεις ποτέ, δεν έπειθα, δεν ήμουν αρκετά επιθετικός και πιεστικός ώστε να τους «αναγκάσω» να πουλήσουν. Ντρεπόμουν κι ένιωθα εξαιρετικά άβολα. Νομίζω ότι το σημείο που κάτι έσπασε μέσα μου, ήταν όταν κάτι έσπασε στο δείγμα του συναγερμού που είχα μαζί μου κι όταν έδειχνα τις φοβερές του δυνατότητες, τη μία δεν όπλιζε, μετά δεν αφόπλιζε, δεν συνεργαζόταν γενικώς και τελικά άρχισε να βαράει μανιασμένα η σειρήνα στο ξένο σπίτι κι εγώ προσπαθούσα απελπισμένα να την κάνω να σκάσει, έχοντας στο μυαλό μου ακόμα και το ενδεχόμενο να την πετάξω από το μπαλκόνι ή να την πνίξω στη μπανιέρα. Φαντάζομαι τέλος καλό - όλα καλά: η εταιρεία βρήκε κάποιον άλλον, κανονικό πωλητή κι εγώ πέρασα στο Πανεπιστήμιο την επόμενη χρονιά, στη Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ κι έγινα δημοσιογράφος. Win - win situation.    

 

5. H Γωγώ η Φούντα δεν έχει καταλάβει ακόμα τι δουλειά έκανε ακριβώς

Ξέρεις, είσαι γύρω στα 22, ακόμα φοιτητής και ψάχνεις μία δουλειά για να αποδείξεις στους γονείς σου ότι ξέρεις να κάνεις κι άλλα πράγματα εκτός από το να ξενυχτάς και να πίνεις. Πήγα κι εγώ λοιπόν στην εταιρεία αυτή-είχα στείλει βιογραφικό τρομάρα μου- και τα… μυαλά του project, μου παρουσίασαν τη συνεργασία μας ως τεράστια ευκαιρία! Παιδιά, πολλά δεν κατάλαβα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έπρεπε να χτυπάω κουδούνια μέσα στο καταμεσήμερο-μία φορά έγινε και ποτέ ξανά γιατί έχω και μία ανατροφή-, να προτείνω προγράμματα σταθερής τηλεφωνίας (δεν αναφέρω όνομα) και ότι στο τέλος της ημέρας, γινόταν κάτι σαν τελετή μύησης στα γραφεία, με πριόνια στη διαπασών και φωτορυθμικά (ΟΤΙΝΑΝΑΙ!) κατά την οποία βραβεύονταν οι καλύτεροι (σε τι, ποτέ μου δεν κατάλαβα). Τα ωράριο; 8 το πρωί με 9 το βράδυ-ναι γέλα-μισθός πουθενά και μόνο ποσοστά. Άντεξα δύο εβδομάδες. Όταν παραιτήθηκα με κοίταξαν σαν εξωγήινη, προέβλεψαν ότι δε θα καταφέρω τίποτα στη ζωή μου και με έσπρωξαν να βγω έξω από τα στενά όρια της Giant, γιατί πια ήμουν ξένο σώμα. Τους απάντησα με μειδίαμα και χαμόγελο ειρωνείας γιατί προφανώς ζούσαν στο δικό τους κόσμο. #POTE_KSANA



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved