Πόσες φορές έχεις πει «θέλω να διαβάσω περισσότερο» και μετά κατέληξες να χαζεύεις στο TikTok μέχρι να σε πάρει ο ύπνος; Αν νιώθεις τύψεις, δεν είσαι μόνος. Σύμφωνα με μια νέα εκτεταμένη αμερικανική έρευνα που δημοσιεύτηκε στο iScience, διαβάζουμε λιγότερο από ποτέ τα τελευταία 20 χρόνια. Μόλις το 16% των ανθρώπων στις ΗΠΑ διαβάζει ένα βιβλίο «για ευχαρίστηση» σε μια τυπική μέρα, ποσοστό που το 2003 ήταν 27%. Μιλάμε δηλαδή για μια πτώση περίπου 3% ανά δεκαετία.
Και το πιο ενδιαφέρον; Όσοι συνεχίζουν να διαβάζουν, το κάνουν λίγο περισσότερο. Απλώς είναι πολύ λιγότεροι.
Το διάβασμα δεν είναι μόνο κουλτούρα, είναι ευημερία
Η ανάγνωση δεν είναι απλώς ένα χόμπι για τους «βιβλιοφάγους». Οι ερευνητές υπενθυμίζουν ότι συνδέεται με ψυχική υγεία, ενσυναίσθηση, γνωστική ανάπτυξη και ακόμα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Οι άνθρωποι που διαβάζουν για ευχαρίστηση, ανεξαρτήτως μορφής (βιβλία, περιοδικά, audiobooks, e-readers), δείχνουν καλύτερες επιδόσεις σε δεξιότητες σκέψης, μειωμένο στρες και συχνά, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, μια πιο «γεμάτη» καθημερινότητα. Το διάβασμα είναι ένας τρόπος να κάνεις reset. Μια νοητική ανάσα μέσα σε έναν κόσμο που απαιτεί συνεχώς την προσοχή σου. Είναι το αντίθετο του scroll.
Η εποχή της διάσπασης προσοχής
Το προφανές ερώτημα είναι γιατί. Γιατί ξαφνικά σταματήσαμε να διαβάζουμε; Οι ερευνητές μιλούν για την ψηφιακή κουλτούρα ως βασικό ένοχο. Τα social media, οι streaming πλατφόρμες, τα video games, ακόμα και οι ατελείωτες ειδοποιήσεις, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η προσοχή είναι σπάνιο νόμισμα.
Κάθε φορά που πιάνεις το κινητό, το μυαλό σου προσαρμόζεται σε ένα ρυθμό γρήγορης πληροφορίας, όχι βαθιάς σκέψης. Κι αυτό καθιστά το διάβασμα ενός βιβλίου (μιας αφήγησης που απαιτεί εστίαση, φαντασία και χρόνο) σχεδόν άσκηση υπομονής. Όπως είπε κάποτε ο συγγραφέας Nicholas Carr, «το διαδίκτυο δε μας αποβλακώνει, μας επαναπρογραμματίζει».
Η ανάγνωση έγινε ταξικό προνόμιο
Η μελέτη δείχνει κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: οι ανισότητες στην ανάγνωση αυξάνονται. Άνθρωποι με μεταπτυχιακό τίτλο διαβάζουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερο από όσους έχουν τελειώσει μόνο το λύκειο ή λιγότερο. Αντίστοιχα, όσο υψηλότερο το εισόδημα, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει κάποιος να διαβάζει συστηματικά.
Το πιο σέξι πράγμα που μπορείς να κάνεις, ως άντρας, είναι να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα
Είναι δηλαδή σαν το διάβασμα να μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα είδος πολυτελείας. Όχι γιατί τα βιβλία είναι ακριβά, αλλά γιατί ο χρόνος είναι. Η οικονομική ανασφάλεια, οι απαιτητικές δουλειές, οι δεύτερες βάρδιες, οι μετακινήσεις, όλα αυτά συρρικνώνουν τον «νεκρό χρόνο» που κάποτε γέμιζε με ένα μυθιστόρημα ή μια βιογραφία. Κι αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει πιο ειρωνικό πράγμα από το να ζεις στην εποχή που έχεις πρόσβαση σε περισσότερη γνώση από ποτέ και να μη βρίσκεις ποτέ χρόνο να τη διαβάσεις.
Το διάβασμα με παιδιά παραμένει σπάνιο
Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα: μόλις το 2% του πληθυσμού διαβάζει μαζί με παιδιά σε μια τυπική μέρα και το ποσοστό αυτό δεν έχει αλλάξει εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Γιατί η επαφή με τα βιβλία δεν ξεκινάει στο πανεπιστήμιο, ξεκινάει στο σπίτι. Το παιδί που βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν, μεγαλώνει θεωρώντας το φυσιολογικό. Αν όμως βλέπει μόνο κινητά, τότε το βιβλίο μοιάζει με αντικείμενο από άλλη εποχή.
Το διάβασμα δεν πέθανε αλλά αλλάζει μορφή
Δεν είναι όμως όλα τόσο μαύρα. Παρότι οι αριθμοί πέφτουν, η μορφή της ανάγνωσης εξελίσσεται. Audiobooks, podcasts, newsletters, longform journalism, όλα αυτά είναι στην ουσία σύγχρονες εκδοχές του ίδιου πράγματος: αφήγηση. Ίσως η ερώτηση δεν είναι «γιατί διαβάζουμε λιγότερο», αλλά τι σημαίνει πια “διαβάζω”. Όταν ακούς ένα audiobook, δεν απορροφάς λιγότερη γνώση. Απλώς το κάνεις με άλλον τρόπο, πιο προσαρμοσμένο στον ρυθμό της ζωής σου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε το κλασικό βιβλίο. Όπως το χειρόγραφο κρασί, έτσι και η ανάγνωση στο χαρτί έχει μια διαφορετική μαγεία: σε αναγκάζει να σταματήσεις, να αποσυνδεθείς, να βυθιστείς.
Το βιβλίο ως πράξη αντίστασης
Στον κόσμο της συνεχούς πληροφορίας, το να κάτσεις να διαβάσεις ένα βιβλίο είναι σχεδόν πολιτική πράξη. Είναι μια δήλωση ότι επιλέγεις να αφιερώσεις την προσοχή σου εκεί που έχει ουσία. Το βιβλίο δεν είναι ρετρό. Είναι το πιο low-tech, αλλά και το πιο ισχυρό εργαλείο αυτογνωσίας που έχουμε. Και κάθε φορά που το ανοίγεις, κάνεις κάτι που οι αλγόριθμοι δεν μπορούν να ελέγξουν: σκέφτεσαι μόνος σου.
Οπότε, ναι, ίσως να διαβάζουμε λιγότερο. Αλλά αν αρχίσουμε να διαβάζουμε πιο συνειδητά, ίσως αυτό αρκεί για να ξανακερδίσουμε κάτι που χάνεται: τη συγκέντρωση, τη φαντασία και την εσωτερική ησυχία που καμία οθόνη δεν μπορεί να προσφέρει.