Μια ολόκληρη χώρα που μπήκε ενέχυρο

Η Ελλάδα δεν πούλησε τα σκουλαρίκια της και τα δαχτυλίδια της στους «Ριχάρδους». Πούλησε την ψυχή της για ένα πιάτο φαγητό.

Η ιστορία με τη σύλληψη του Ριχάρδου και των υπόλοιπων που κατηγορούνται για τον μισό ποινικό κώδικα και η εξάρθρωση του κυκλώματος που δρούσε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, είναι μια επιτυχία των αρμόδιων υπηρεσιών που έψαξαν, ερεύνησαν, στοιχειοθέτησαν και έδρασαν για να δώσουν ένα τέλος σε αυτή τη συμμορία – το λόγο έχει πλέον η Δικαιοσύνη. Είναι επίσης η αφορμή για ένα ατέλειωτο γλέντι και έναν τεράστιο χαβαλέ στα social media με τον Ριχάρδο και τις παντόφλες του και το σπίτι του και το χρυσό του τηλέφωνο, έχουν φτιαχτεί ωραία memes και ο κόσμος το καυλαντίζει με την ψυχή του. Μια χαρά είναι όλο αυτό, η φτώχεια θέλει καλοπέραση και παραδοσιακά ο Έλληνας ξέχναγε τις σκοτούρες του με όπλο τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, τη σάτιρα, τη «χοντράδα» και καμιά φορά τον κανιβαλισμό – είναι κι αυτό μια κάποιου είδους «άμυνα».

 rix

Προσωπικά, ο Ριχάρδος και ο κάθε Ριχάρδος μου ήταν πάντα αδιάφορη τηλεοπτική περσόνα – όση πλύση εγκεφάλου κι αν γινόταν μέσα από τα ατελείωτα διαφημιστικά του σποτ. Αντιθέτως, καθόλου αδιάφορη δεν μου ήταν ποτέ η κοινωνική κατρακύλα, που οδήγησε στο να ανοίξουν μαγαζιά «Αγοράζω Χρυσό» κυριολεκτικά σε κάθε γειτονιά, καμιά φορά μάλιστα και δυο και τρία παρόμοια μαγαζιά στην ίδια γειτονιά. Η παλιά ρήση έλεγε «όπου κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή», η updated εκδοχή θα μπορούσε να είναι «όπου κλείνει ένα μαγαζί με ρούχα ή ένα τυροπιτάδικο ή μια κάβα, ανοίγει ένα “Αγοράζω Χρυσό”». Κι αντί είναι μια τεράστια απόδειξη της κατάντιας της κοινωνίας μας.

rixardos

Στην παλιά μου γειτονιά, στου Γ(κ)ύζη όπου γύρισα κι εγώ σαν το Μαζωνάκη πριν μερικά χρόνια, το πρώτο πράγμα που έκανα επιστρέφοντας, ήταν να ψάξω για «σταθερές»: για μαγαζιά και στέκια που υπήρχαν ακίνητα κι ακλόνητα από τα παιδικά μου χρόνια. Βρήκα ελάχιστα σε σχέση με παλιά, αλλά καμιά φορά δεν έχει τόσο σημασία τι κλείνει, αλλά τι ανοίγει στη θέση του. Το «Αγοράζω Χρυσό» έστεκε (και στέκει) αγέρωχο σε γωνία – φιλέτο της γειτονιάς, ένα «βαμπίρ» με βιτρίνα, αλουμίνια και τζάμια, έτοιμο να σου πιει το αίμα. Θλίψη.

Τα στοιχεία της συμμορίας που έστελνε το χρυσό στο εξωτερικό, έμπαινε σε σπίτια, έκλεβε κλπ. κλπ., είναι ούτως ή άλλως τραγικά και σοκαριστικά – το πιο σοκαριστικό όμως, είναι ο ημερήσιος τζίρος, που ξεπερνούσε τις 300.000 ευρώ ή έφτανε τις 400.000. Την ημέρα. Εμπόριο δυστυχίας κανονικό, με ανθρώπους στα όρια της εξαθλίωσης, η οποίοι πούλησαν κάθε χρυσαφικό και κόσμημα που είχαν στο σπίτι και μετά αναγκάστηκαν να πουλήσουν τη βέρα από το γάμο, το βαφτιστικό σταυρουδάκι του παιδιού, μπορεί και να ξέθαψαν τον παππού για να του πάρουν τα χρυσά δόντια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάντια μιας κοινωνίας που κάποτε ήταν περήφανη, που δεν την έλειπε τίποτα, που έκανε τις υπερβολές και τις χλίδες της, που έκανε φυσικά τα λάθη και τις σπατάλες της με «δανεικά λεφτά» και με ζεστό χρήμα που κυκλοφορούσε άφθονο: να ξεπουλάει το παρελθόν της, τις αναμνήσεις της, τις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, για λίγα ευρώ για να βγάλει το μήνα. Να εκποιεί τα δώρα που σημάδεψαν τη ζωή της, για να πληρώσει το νοίκι, το δάνειο, για να μην κόψουν το ρεύμα, για να μπορέσει να πάει σούπερ – μάρκετ και να γεμίσει το ψυγείο.

f2c85b94b2d29b6cdc6c6894593ee141 XL

Όσα λάθη κι αν κάναμε σαν κοινωνία, σαν Ελλάδα, σαν κακοδιαχείριση και σπατάλη, δεν μας αξίζει αυτός ο ξεπεσμός. Δεν μας αξίζουν οι «Ριχάρδοι», τα «Αγοράζω Χρυσό» και τα ενεχυροδανειστήρια που έχουν ξεφυτρώσει παντού τα τελευταία χρόνια σαν τα μανιτάρια. Είναι μια τιμωρία αβάσταχτη, όχι διότι πουλήσαμε τα χρυσά μας βραχιόλια ή τα σκουλαρίκια μας. Αλλά διότι πουλήσαμε την ψυχή μας, για ένα πιάτο φαγητό ή για έναν λογαριασμό ρεύματος που έληξε…



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved