Είναι τόσο προσβλητικό ένα αμερικάνικο ταχυφαγείο κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης;

Η αντίδραση δεν ήρθε από κάποιο μπλοκ πορείας που έχασε τον δρόμο του από το Πολυτεχνείο προς την πρεσβεία των ΗΠΑ, αλλά από την αδυναμία μας να ορίσουμε το τουριστικό προϊόν που θέλουμε να πουλήσουμε.

Εδώ και ένα περίπου μήνα λειτουργεί ακόμα ένα υποκατάστημα της αλυσίδας McDonald’s στην Αθήνα. Στην ανακοίνωση της εταιρείας γίνεται λόγος για μια επένδυση που ξεπερνά το €1 εκατομμύριο και δημιούργησε 60 νέες θέσεις εργασίας. Αυτά τα δύο νούμερα είναι μάλλον αρκετά για να γίνει δεκτή με ενθουσιασμό η είδηση, τουλάχιστον από όσους δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την επιχειρηματικότητα. 

Το «πρόβλημα» όμως είναι ότι το εν λόγω κατάστημα εστίασης άνοιξε εκεί που απλώνεται η ιερή σκιά του ακόμα πιο ιερού βράχου της Ακρόπολης. Στο επιτυχημένο παράδειγμα της πεζοδρόμησης των οδών γύρω από την Ακρόπολη, το όποιο δεν έχει καμία σχέση με το ενοχλητικό εργοτάξιο της Πανεπιστημίου, έχουν προλάβει να εκτυλιχθούν πολλά νεοελληνικά δράματα. Τόσα πολλά που σχεδόν έχουμε ξεχάσει την εποχή που στο άλλο άκρο της στο Θησείο μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχε σταθμός υπεραστικών ΚΤΕΛ και υπαίθρια αγορά με ζωντανές κότες από τα Μεσόγεια σε ένα σκηνικό που έμοιαζε να το έχει σχεδιάσει ο Uderzo για την περιπέτεια του Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες.  

Ας τα προσπεράσουμε όμως όλα αυτά κι ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη όσα ακούσαμε και είδαμε για το Μουσείο της Ακρόπολης, την οικία του Άκη Τσοχατζόπουλου και άλλων πολλών και ας δούμε το νέο καυτό θέμα που γέννησε σχόλια επί σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

 

 

Τα McDonalds σε πολύ τουριστικά, καίτοι ιστορικά, τοπόσημα είναι πάρα πολύ συχνό θέαμα σε πάρα πολλές μητροπόλεις και μπορεί να χαλάνε την αρχιτεκτονική και χρωματική αρμονία όπως ακριβώς τη χαλάνε και τα εκδοτήρια εισιτηρίων και διαφημιστικές πινακίδες, ωστόσο είναι μια καραμπινάτη πραγματικότητα. Το ότι υπάρχουν αυτά τα καταστήματα σε όλη τη Γη, ακόμα και στην Ιταλία που έχει μια παροιμιώδη απέχθεια σε αυτό το είδος εστίασης, δείχνει ότι με όρους αγοράς είναι κάτι που το κοινό το ζητάει και το συντηρεί με τα χρήματά του. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι μια πολύ ωραία, αλλά άλλη συζήτηση. 

Μιας και αναφέρθηκε η Ιταλία, αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά ότι ένα τέτοιο παρόμοιο άνοιγμα τη δεκαετία του ‘80 είχε οδηγήσει σε ένα μανιφέστο από την πλευρά της ιταλικής αριστεράς, κάτι που οδήγησε στη δημιουργία του Gambero Rosso, κάτι σαν γαστρονομικός οδηγός δηλαδή με ιδεολογικό πρόσημο που εξελίχθηκε σε ένα ολόκληρο κίνημα υπέρ του slow cooking και της διάσωσης της ιταλικής γαστρονομικής/πολιτιστικής κληρονομιάς. 

Εκείνο το κίνημα, το οποίο παραμένει ρωμαλέο και φρέσκο ακόμα και σήμερα δίνοντας σημαντική βοήθεια στον αγροκτηνοτροφικό τομέα της χώρας που θα θέλαμε πολύ να μοιάσουμε, όσο κι αν βοήθησε στη διάσωση αυτή, τελικά δεν εμπόδισε την απόβαση των αμερικανικών ταχυφαγείων. Τελικά μάλλον όλοι ευχαριστημένοι έμειναν από αυτή την ιστορία, μια ιστορία η οποία δυστυχώς δεν επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα.

 

 

Η αντίδραση στο άνοιγμα του εν λόγω υποκαταστήματος αφορά κυρίως το σημείο που άνοιξε. Η εποχή της δαιμονοποίησης όλων των αμερικανικών επιχειρήσεων που απειλούν τον τρόπο ζωής, είναι πια πολύ μακρινή και πλέον συζητάμε για το αισθητικό κομμάτι, αλλά μια σοβαρή αδυναμία, αυτή της έλλειψης αντίλογου. 

Ας πούμε ότι είναι κακό να ανοίξει σε αυτό το σημείο McDonald’s, τι θα ήταν ιδανικό να ανοίξει; Ένα κατάστημα με σουβενίρ; Ένα 3rd wave καφέ; Κάτι που να σερβίρει μουσακά ή moussaka; Σίγουρα υπάρχουν καλύτερα και χειρότερα καταστήματα που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος, άλλα όλα όταν η αντίδραση περιστρέφεται γύρω από έναν αισθητικό ελιτισμό, τότε στερείται ουσιαστικής σοβαρότητας. 

Είναι πολύ εύκολη η κριτική και η κοροϊδία σε κάποιον που αναγκάζεται ή επιλέγει να φάει ένα τσιζάκι (sic) έναντι €1,40 αλλά έτσι αγνοούμε πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Ζητήματα που αφορούν την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Το κατάστημα αυτό δεν βρίσκεται απλά στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αλλά στο όριο μιας γειτονιάς που μετατράπηκε αργά αλλά σταθερά σε ένα θεματικό πάρκο για τουρίστες χωρίς κανέναν απολύτως σχεδιασμό, άρα τυπικά νεοελληνικό. 

 

 

Με τους μόνιμους κάτοικους να έχουν εκδιωχθεί και να έχουν αντικατασταθεί από επισκέπτες του τριημέρου και επήλυδες ψηφιακούς νομάδες, τι κατάστημα εστίασης θα περίμενε να ανοίξει κάποιος; Ένα συνοικιακό σουβλατζίδικο με χειροποίητο γύρο που αρνείται να βάλει τηγανητές πατάτες στο τυλιχτό του; Ας μην κοροϊδευόμαστε σε μία πόλη που καθόλου αργά, αλλά πολύ σταθερά επιλέγει η ίδια να καταστρέψει το στίγμα της για να εξυπηρετήσει όσους περισσότερους ευκαιριακούς επισκέπτες μπορεί, αντί να τους φιλοξενήσει, δηλαδή να τους πείσει να μάθουν 5 πράγματα για τη σύγχρονη Ελλάδα και να μην περιοριστούν στις επισκέψεις στους στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, θα γεμίσει με ακόμα περισσότερα τέτοια καταστήματα.

Το αν τελικά θα φτουρήσει το περιβόητο υποκατάστημα θα το κρίνει μόνο η αγορά και το αν θα καταφέρει να πουλήσει όσα «τσιζάκια» χρειάζεται το αστρονομικό ενοίκιο που απαιτεί η στέγασή του. Από την άλλη πλευρά θα είχε περισσότερο νόημα να βλέπαμε και στην Ελλάδα ένα παρόμοιο κίνημα σαν του Gambero Rosso αντί να χαϊδεύουμε τα γένια μας και να δούμε το πώς η ενίσχυση της γαστρονομίας μας θα ξεφύγει από 3-4 καλά (sic) μαγαζιά και θα καταφέρει να περάσει και στα πιο λαϊκά ή ακόμα και στα σπίτια μας. 

 

 

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved