Σάββας Πούμπουρας: Η άμισθη εργασία δεν είναι μαγκιά, είναι αυτοταπείνωση

Μια πρωτοποριακή ιδέα για κάποιον που θέλει να γίνει εργοδότης θα ήταν να δίνει μισθούς σε μη εργαζόμενους, έτσι σαν πρακτική για να δει πώς είναι η δουλειά στην αρχή.

Ας πάρουμε το υποθετικό σενάριο ενός άντρα, που έχει γεννηθεί στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και είχε την τύχη και την ευλογία να μεγαλώσει σε μία οικονομία που αναπτυσσόταν συνεχώς και με ραγδαίους ρυθμούς. Η αγορά άνοιγε συνεχώς, το δόγμα της Ψωροκώσταινας που έδιωχνε τα παιδιά της στην ξενιτιά φαινόταν ως κάτι που άνηκε για πάντα στο παρελθόν (κούνια που μας κούναγε) και όλοι ήταν σίγουροι πως θα ζήσουν καλύτερα από την προηγούμενη γενιά. Αυτός ο άντρας μπήκε στην αγορά εργασίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, αρχές ‘00 το πολύ. Μια περίοδος, η οποία όχι άδικα χαρακτηρίστηκε ως η περίοδος που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. 

 

 

Όχι, τα λεφτά δεν έβγαιναν στα δέντρα για να μαζέψει κάποιος, απλά ίσχυε η αυτονόητη συνθήκη ότι αν δουλέψεις θα πληρωθείς. Αναλογικά ίσχυε και ότι αν δουλέψεις καλά, θα πληρωθείς και ακόμα καλύτερα. Η πληθώρα των εργασιακών ευκαιριών έδινε την ευκαιρία να ξεχωρίσει κάποιος τις καλύτερες, να απορρίψει, να πειραματιστεί και βρει αυτό πραγματικά τον γέμιζε και δεν θα του κάλυπτε μόνο τις βιολογικές του ανάγκες μέσω του μισθού. 

 

Ας πάρουμε τώρα το υποθετικό σενάριο κάποιου που γεννιέται εκείνη την εποχή και είναι σήμερα 20 ετών, πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα, ε; Μια ολόκληρη γενιά που δεν έχει ζήσει τίποτα άλλο πλην της οικονομικής κρίσης. Σκεφτείτε για μία στιγμή πώς αυτός ο 20χρονος είδε το ξεκίνημα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 όταν μάθαινε την προπαίδεια. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, και οδυνηρή για την Ελλάδα, χωρίς να χρειάζονται περισσότερες κουβέντες γι’αυτή στο συγκεκριμένο κείμενο. 

 

Ας κρατήσουμε μόνο τις αλλαγές στα εργασιακά που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο 20χρονος της ιστορίας μας. Λιγότερες θέσεις εργασίας, χειρότερες θέσεις εργασίας, υποκατώτατος μισθός και η λίστα δεν έχει τέλος. Η πανδημία που ήρθε σαν κερασάκι στην τούρτα έκανε ακόμα πιο δυστοπική την όλη κατάσταση. Φυσικά η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη για τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρότερες από αυτές είδαν τους κύκλους των εργασιών τους να εξανεμίζονται και το καθοδικό σπιράλ γέννησε πολλαπλά κύματα ανέργων. Στον πάτο του βαρελιού δεν ήταν άλλος από τον 20χρονο. Χωρίς καμία εργασιακή εμπειρία, και με την κάλυψη των βασικών αναγκών της στεγης και της σίτισης να παρέχονται από το πατρικό, για κάποιους «εργοδότες» αυτό είναι το όχημα της δικής τους εξόδου από την κρίση.

 

 

 

Με τις απαιτήσεις στα τάρταρα η προσφορά εργασίας σε εξευτελιστική τιμή έγινε κανόνας για τους κάτω των 25, συμπαρασύροντας και άλλους εργοδότες στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Το χάσμα μεταξύ των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και των παλιότερων, όπως του 40χρονου του πρώτου παραδείγματος, μεγάλωσε χάρη στον κοινωνικό αυτοματισμό που επιστρατεύτηκε. Οι μεγαλύτεροι πείσθηκαν πως οι μισθοί τους θα πάψουν να μειώνονται ή ότι θα βρουν κάποτε την παλιά τους αίγλη αν συνεχίσουν να δουλεύουν οι νεοι για ψίχουλα. Το έργο έχει ανέβει σε πολλά εταιρικά meeting και μάλιστα έχει και νέους πρωταγωνιστές, τους πρακτικάριους. 

Η πρακτική ή μαθητεία δεν είναι άγνωστη έννοια, αν και τα τελευταία χρόνια προτιμάται ο όρος internship. Είναι στο αλφαβητάρι του marketing ότι αν βαφτίζεις μια έννοια στα αγγλικά αποκτά μεγαλύτερο κύρος, τόσο μεγαλύτερο που μπορεί να υποκαταστήσει ακόμα και έναν αξιοπρεπή μισθό. Τα καψόνια και ο σαδισμός που καλλιεργούνται στα άρρωστα εργασιακά περιβάλλοντα της κρίσης πριμοδοτούν τη χρήση τους για να «πάμε μπροστά». Με το εμείς καλλιεργείται η συλλογική ενοχή μεταξύ εργοδοσίας και μεσαίων και ανώτερων υπαλλήλων ώστε να μετριάζεται το ποσοστό αυτής κατα κεφαλή. Το σύγχρονο πρεκαριάτο που ακούει στο intern είναι υποχρεωμένο να εργάζεται όχι μόνο έναντι χαμηλής ή και ανύπαρκτης αμοιβής, αλλά και σε ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον.

 

Ένα περιβάλλον που δεν έχει καμία εκτίμηση των προσόντων, των σπουδών, της προσωπικότητας και των ονείρων που έχει αυτός ο νέος. Πρέπει να δουλεύει πολύ και να μην έχει καμία φιλοδοξία. Αν είναι καλός και δεν του συμπεριφέρονται άσχημα μπορεί να γίνει μόνιμος και τότε ο χαμηλός του μισθός μπορεί να γίνει κίνητρο για να φύγει κάποιος υψηλόμισθος των 800€ και να του πάρει τη θέση για 500€. Η ανταγωνιστικότητα των 500€ μπορεί κι αυτή με τη σειρά της να πάει ακόμα πιο κάτω, μέχρι την πλήρες ξεχαρβάλωμα του πλαισίου που ονομάζουμε μισθό, δικαιώματα, όνειρα κλπ.

 

Σε ημερίδες που αφορούν την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου θα περίμενε κανείς την ανάδειξη αυτού του φαινομένου. Προτάσεις και λύσεις ώστε να μην ζει στα όρια της φτώχειας οποιοσδήποτε δουλεύει. Αντιθέτως είδαμε το κούνημα του δακτύλου από έναν 40χρονο που αφού καβάλησε το κύμα μιας επίπλαστης ανάπτυξης έρχεται να ζητήσει τον λόγο από μια γενιά που δεν έζησε καμία χρυσή εποχή. Κανένας 20χρονος δεν χρωστάει ούτε μία δωρεάν ώρα εργασίας σε κανέναν. 

 

Και επειδή το επιχείρημα που ακούστηκε αρκετές φορές ήταν το «αν θα έκανες τα πάντα για να δουλέψεις» θα έπρεπε να αντιληφθούμε για μια στιγμή μέχρι που φτάνει το πάντα. Η συνειδητή καλλιέργεια εξαθλίωσης δεν είναι συνταγή επιτυχίας για καμία κοινωνία που θέλει να μακροημερεύσει εντός ενός ισχυρού συνεκτικού ιστού. Οι Γιάννηδες Αγιάννηδες αυτού του κόσμου γεννιούνται μέσα από αυτές τις συνθήκες και οι Ιαβέρηδες σπάνια έχουν τη δύναμη και το ηθικό ανάστημα για να τις υπερασπιστούν. 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved