Η ημέρα που μίσησα τον Πατέρα μου

Η Γιορτή του Πατέρα είναι η καλύτερη αφορμή για να θυμηθούμε όλες εκείνες τις φάσεις που η κόντρα μαζί Του κατέληξε σε μάθημα ζωής.

Θα μπορούσαμε να μοιραστούμε δεκάδες στιγμιότυπα αγάπης που έχουμε μοιραστεί με τους πατεράδες μας. Όχι μόνο επειδή έχουμε περάσει καλά μαζί τους, αλλά επειδή τυγχάνει να είναι και υπέροχοι άνθρωποι. Σημασία όμως, έχουν και οι άλλες στιγμές. Οι δύσκολες. Εκείνες του θυμού και της οργής που νομίζαμε ότι φτάσαμε στο όριο να τους μισήσουμε. Βαριά κουνέντα η λέξη «μίσος» και προφανώς στα σκηνικά που έκανε την εμφάνισή της στο δίπολο της σχέσης πατέρα-γιου, είχε προσωρινό χαρακτήρα. 

Αυτό το συνεργατικό κείμενο, λοιπόν, δεν είναι ένα κείμενο μίσους. Είναι μία ώριμη αντίληψη για το πόσο δίκιο είχαν τελικά οι πατεράδες μας σε όλες εκείνες τις στιγμές που φάνηκαν αυστηροί, άδικοι ή «λίγοι», αλλά που τελικά μας χάρισαν ένα ακόμη μάθημα για την ζωή. Και αν τους αγαπάμε, είναι επειδή ήξεραν να μας μεταδίδουν πάντα ένα κομμάτι τους.

Τελικά, έβγαιναν πάντα σωστοί. Χρόνια πολλά, λοιπόν, στους ανθρώπους που μας όρισαν και μας καθόρισαν. 

 

O Κώστας Βαϊμάκης μίσησε όσο γρήγορα μετάνιωσε

Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του 2007. Τότε που βάφτιζα τον γιο μου κι εσύ πατέρα, δεν ήρθες στη βάφτιση, παρόλο που ο μικρός πήρε το όνομά σου, το όνομα «Μιχάλης». «Πατέρα, γιατί δεν έρχεσαι»; - «Δεν μπορώ παιδί μου, δεν νιώθω καλά». Θύμωσα. Νόμιζα ότι απλά βαριόσουν την «ταλαιπωρία», την ορθοστασία, τη ζέστη. Δεν είχα καταλάβει ο χαζός ότι είχε αρχίσει η κατρακύλα, ότι το Αλτσχάιμερ, η άνοια, η πάθηση στα αγγεία δεν σου είχαν απλά χτυπήσει την πόρτα, αλλά είχαν ανοίξει και είχαν μπει μέσα.

bill

«Όφειλα» να το είχα πάρει χαμπάρι καιρό πριν, από τότε που ξυπνούσα και σε έβρισκα να κάθεσαι στο σαλόνι, μπροστά σε μια σβηστή τηλεόραση και όταν σε ρώταγα «τι κάνεις ρε μπαμπά εδώ, με την τηλεόραση σβηστή;», κι εσύ μου απαντούσες «απλά χαλαρώνω». «Όφειλα» να μην θυμώσω, να μην στενοχωρηθώ, να μην κάνω δεύτερες σκέψεις για το αν τελικά έκανα καλά που έδωσα στο γιο μου το όνομα του πατέρα μου. Το κατάλαβα για τα καλά λίγους μήνες αργότερα, όταν κατρακύλησες, όταν «κλείστηκες» στον εαυτό σου για πάντα, όταν σταμάτησες να επικοινωνείς με εμάς, όταν «έφυγες» από τη ζωή το Νοέμβρη του 2008.

Θυμάμαι όμως ότι οι τελευταίες λέξεις που είπες, λίγους μήνες νωρίτερα, ήταν «σας αγαπάω όλους». Χαίρομαι που ο Μιχαλάκης, θυμάται τον παππού του παρόλο που τον «έχασε» όταν ήταν δυο χρόνων. Μετανιώνω που σου «θύμωσα», που σε «μίσησα» τότε, αλλά μακάρι να ήξερες, μακάρι να ξέρεις εκεί που είσαι τώρα, πόσο σε αγαπάω και πόσο μου λείπεις...

 

Γενικά ο Ντίνος Ρητινιώτης ήταν καλός στην ορθογραφία, μέχρι που...

«Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε», άκουσα την γιαγιά μου την Ελπίδα να μου λέει σε μια ανέλπιστη χρήση ελληνικής παροιμίας από ένα ποντιακό στόμα που δεν συνήθιζε παρόμοια τσιτάτα. «Μη φοβάσαι πουλόπο μ', θα του μιλήσω εγώ. Ξα μη φοβάσαι...», με καθησύχαζε. Την ίδια στιγμή άκουγα και το αμάξι του πατέρα μου να μπαίνει στην οδό μας. Όταν πηγαίνεις ακόμα δημοτικό, το σώμα σου σε βοηθάει να χώνεσαι με ευκολία κάτω από το κρεβάτι του παππού κάθε που νιώθεις ότι απειλείσαι. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωθα την απειλή να καταφθάνει. Είχα πάρει, που λέτε, κακό βαθμό στην ορθογραφία κι έτρεμα την αντίδρασή του με το που έβλεπε τον κόκκινο βαθμό σημειωμένο πάνω στο τετράδιο. 

original

Δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω μου, το αυστηρό του βλέμμα όμως ήταν ικανό να μου παραλύσει τα γόνατα. Αυτό το βλέμμα περίμενα να σκάσει πάνω μου με το που θα άκουγε τα μαντάτα από τη γιαγιά μου η οποία είχε αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο. Χωμένος κάτω από τις τάβλες, την άκουγα να του μιλάει κι εκείνος με την άκρη του ματιού του να με λοκάρει κάτω από το κρεβάτι. Έτρεμα ολόκληρος περιμένοντας την αντίδραση και με θυμάμαι να τον μισώ με όλο μου το είναι. «Γιατί να είναι τόσο αυστηρός; Ο μπαμπάς του Γιάννη είναι πάντα χαμογελαστός...». Σαν μια από τις πολλές καταρρίψεις των βεβαιοτήτων της παιδικής ηλικίας, έσκασε και εκείνο το χαμόγελο του πατέρα μου, ο οποίος ήρθε, με τράβηξε από το κρεβάτι και με αγκάλιασε λέγοντάς μου πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ.

Την τέλεια, σχεδόν επαγγελματική ισορροπία που διατηρούσε ανάμεσα σε αυστηρότητα και τρυφερότητα, την ισορροπία η οποία κατά πολύ με όρισε σαν άνθρωπο, τη ζηλεύω και μακάρι να μπορέσω να τη χρησιμοποιήσω -έστω κι ελαφρά μεταχειρισμένη- το ίδιο αποτελεσματικά απέναντι στον δικό μου γιο -όταν κι αν είναι να 'ρθει.

 

 

Ο Κώστας Χρήστου τον μίσησε επειδή τον άφησε μόνο. Ή έτσι νόμιζε.

Είχα μόλις μάθει πως είχε νεφρική ανεπάρκεια τελευταίου σταδίου και πως έπρεπε να ξεκινήσει αιμοκαθάρσεις. Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι από την πρώτη στιγμή. «Οι καρδιοπαθείς που κάνουν αιμοκαθάρσεις δεν ζουν πολύ». Κάποιες φορές όσο και αν προετοιμάζεσαι για κάποια πράγματα, υπάρχει πάντα εκείνη η σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου που σε περιμένει στη γωνία για να σε γεμίσει με αμφιβολίες. Ίσα-ίσα που μπορούσε να μιλήσει. «Εγώ ξόφλησα. Είναι η σειρά σου τώρα. Εσύ πρέπει να έρθεις στα πράγματα και να κάνεις κουμάντο. Σφίξε τα δόντια και προχώρα».

Θύμωσα. Έκλαψα. Μίσησα. Γιατί έπρεπε πάλι να έχεις πάθει κάτι; Γιατί πρέπει να πέσει πάνω μου και αυτό; Είναι άδικο. Δεν είναι σωστό. Συνειδητοποιείς πως ο χρόνος δεν σταματά απλά επειδή έχεις προβλήματα. Δεν σταματάει η δουλειά. Οι λογαριασμοί. Οι υποχρεώσεις. Τίποτα δεν σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη για να σου πει «τα ξαναλέμε όταν όλα στρώσουν». Όχι. Σου τραβάνε όλα τέτοιες κλωτσιές που νιώθεις ότι το στομάχι σου ψάχνει διέξοδο από το στόμα σου. Που κάνεις εμετούς από την στεναχώρια. Νιώθεις ανασφάλεια όταν «πέφτει» ο πατέρας σου όποια ηλικία και αν έχεις. Νομίζεις ότι δεν θα σε πειράξει, αλλά σε πειράζει. Τον θέλεις εκεί να φροντίζει για σένα ακόμη και αν είναι 75 χρονών.

Είχα ξαναπεράσει δύσκολα όταν είχε ξαναρρωστήσει στα 16 μου. Αλλά νόμιζα πως είχαμε ξεμπερδέψει. Και ήρθαν τα επιπλέον κροσέ της ζωής, πάνω που νόμιζα πως είχα συνηθίσει. Ήταν πιο δυνατά και πιο αδυσώπητα και πολλές φορές τον μίσησα και σκεφτόμουν «Γιατί να μην είσαι καλά όπως οι πατεράδες των φίλων μου;». Ή τουλάχιστον νόμιζα πως τον μίσησα.

Γιατί ο καιρός πέρασε. Τα πράγματα δεν έφτιαξαν, αλλά ηρέμησαν. Και κάποια μέρα απλά συνειδητοποίησα πως ήμουν και εγώ όρθιος. Ο καθένας είχε κερδίσει την δική του μάχη. Τα είχε πει και ο Ρόκι«Είναι πόσες γροθιές μπορείς να δεχτείς για να συνεχίσεις». Γιατί τελικά ο πατέρας μου είχε δίκιο. Στο τέλος της ημέρας, ό,τι και αν έχει συμβεί το μόνο που αξίζει είναι να έχεις μείνει όρθιος. Εκεί που υπήρχε η αβεβαιότητα και η υποψία ήρθε το χαμόγελο του και η ατάκα του. «Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις».

   

 

Ο Χρήστος Μπαρούνης μισεί τον πατέρα του κάθε, μα κάθε, μα κάθε...

Αυτό που λένε ότι πίσω από κάθε μίσος κρύβεται μία μεγάλη αγάπη είναι ΜΑΚΡΑΝ η μεγαλύτερη μαλακία, αν ΔΕΝ αφορά τη σχέση πατέρα-γιου. Μισώ τον πατέρα μου, γιατί μισώ να τον ακούω να έχει δίκιο.

Αυτή, λοιπόν, είναι μία επιστολή μίσους προς εκείνον (αν τη διαβάζεις να ξέρεις ότι έχω αφήσει τη βρύση και το φως του μπάνιου ανοιχτά), με μερικά λόγια που αντιλαλούν διπλοπενιές δικαιολογημένου πρηξίματος (με σύμμαχο την κλασική Ελληνίδα μάνα) εδώ και 30 χρόνια

«Από τους 10 καφέδες τη βδομάδα που πίνεις μπορείς να αφιερώνεις και μία ωρίτσα να μελετάς λίγο κιθάρα. Παίξε λίγο πιο δυναμικά, οι συμπαίκτες σου πιο δυνατοί είναι;  Να μπεις σε μια καλή σχολή για να έχεις εναλλακτική αν δεν σου έρθουν έτσι όπως τα θες στη δημοσιογραφία. Κάθε βράδυ έξω είσαι, μπορείς απόψε να μείνεις μέσα να διαβάσεις κανά λογοτεχνικό βιβλίο.

ezgif.com optimize

Γιατί δεν πας Εράσμους, ξέρεις τι εμπειρίες θα αποκομίσεις; Πάρε το πτυχίο σου, δεν ξέρεις πού θα σου χρειαστεί. Να βλέπεις BBC, μόνο έτσι θα τελειοποιήσεις τα Αγγλικά σου. Καλές οι γυναίκες, αλλά σημασία έχει να βρεις τη μία και μοναδική όπως εγώ. Μην αφήνεις το αμάξι με λαμπάκι δεν κάνει. Μην πατάς το αμπραγιάζ χωρίς λόγο, δεν κάνει. Μην κοιμάσαι με το λάπτοπ αγκαλιά δεν κάνει. Κοιμήσου κι ένα βράδυ νωρίς, μαύρους κύκλους έβγαλες. Γίνε λίγο πιο οργανωτικός, χύμα στο κύμα είσαι».

Σε κάποια, ευτυχώς, σε άκουσα. Σε κάποια, δυστυχώς, όχι. Σε όλα είχες δίκιο...

*Ό,τι έχουμε πάρει από τους πατεράδες μας, δεν είναι από τα λόγια τους, αλλά από τη στάση της ζωής τους

 

 

O Xρήστος Κάβουρας μισούσε τον πατέρα του επειδή δεν τον άφηνε να βγει Παρασκευές βράδυ. Υπήρχε λόγος όμως...

Αν αρχίσω να λέω για πόσα πράγματα είχε δίκιο ο πατέρας μου θα μου πάρει σελίδες. Σκέψου πως μέχρι να φτάσω τα 16 μου δεν είχαμε κανένα κώδικα επικοινωνίας και μέχρι να φτάσει η ώρα της συμφιλίωσης γινόταν χαμός στο σπίτι. Ό,τι αντίθετο και να μου ‘λεγε, μου ερχόταν να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι. Είχα και την ατυχία βλέπεις να είμαι ο μεγαλύτερος γιος, οπότε αυτός που την πλήρωνε για το κακό παράδειγμα στα υπόλοιπα αδέρφια ποιος ήταν; Εγώ προφανώς. Εκνευρισμοί; Τσακωμοί; Άπειροι. 

Σήμερα λοιπόν, σχεδόν στα 28 μου, το ότι είμαι αθλητικός εν πολλοίς το χρωστάω σε εκείνον. Αν δεν ήταν εκείνος να με πιέζει να πηγαίνω στις προπονήσεις μου, σήμερα ειδικά με αυτά που τρώω, περισσότερο με μπάλα θα έμοιαζα παρά με άνθρωπο. 

200

 Θυμάμαι χαρακτηριστικά που σε όλο το γυμνάσιο κάθε Παρασκευή βράδυ είχα προπόνηση μπάσκετ στις 9 μ.μ. και αντί να βγαίνω με τους φίλους μου ήμουν κλεισμένος σε ένα γήπεδο. «Αν δεν πας σήμερα καλύτερα κόψ’ το» μου ‘λεγε και εγώ από αντίδραση και μόνο πήγαινα. Αυτή τη στιγμή τρελαίνομαι να προπονούμαι, θέλω να λέω ότι είμαι καλός (αν και τον τενίστα δεν μπόρεσα να τον κερδίσω) και δεν σταμάτησα ποτέ να προπονούμαι και να παίζω μπασκετάρα.

Και αν δεν ήταν αυτός ο τύπος να μου τη λέει για να γουστάρω την προπόνηση ποιος ξέρει πώς θα κατέληγα. Είναι τόσα πολλά που έχω πετύχει χάρη στην επιμονή του Μητσάρα που πραγματικά τον ευγνωμονώ. Και ξέρω ότι με βλέπει και χαίρεται που τελικά βρήκα το δρόμο μου. Ακόμα και αν πλέον δεν είναι εδώ μαζί μου.

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved