Είναι πλέον ένα μοναδικό φαινόμενο. Αύγουστος στην Αθήνα είναι μια μοναδική εμπειρία που συνδυάζει την ησυχία ενός απομονωμένου μοναστηριού με την πλήξη ενός αναμονής στην εφορία χωρίς Wi-Fi. Είναι εκείνη η μαγική εποχή που η πόλη αδειάζει από κόσμο, αυτοκίνητα και κάθε ίχνος πολιτισμένης φασαρίας, αλλά γεμίζει με κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Βαρεμάρα. Όχι απλή βαρεμάρα. Όχι «έχω λίγο χρόνο και δεν ξέρω τι να κάνω» βαρεμάρα. Μιλάμε για κοσμική βαρεμάρα, υπαρξιακή. Βαρεμάρα που σε κάνει να χαζεύεις τις σκιές στον τοίχο και να τις βαφτίζεις.
Ξυπνάς πρωί με έναν ενθουσιασμό ότι "κάτι θα κάνω σήμερα", μέχρι που συνειδητοποιείς ότι είναι 8 Αυγούστου, Τετάρτη, 39 βαθμοί, και το μόνο άνοιγμα που έχεις να δεις σήμερα είναι το ψυγείο. Οι φίλοι σου έχουν φύγει διακοπές – είτε στην Τήνο, είτε στο Πήλιο, είτε στο μπαλκόνι κάποιου άλλου. Τα social media είναι γεμάτα με φωτογραφίες από παραλίες, cocktails, και αλατισμένα πόδια πάνω σε σεζλόνγκ. Κι εσύ; Εσύ κοιτάς το πάτωμα και αναρωτιέσαι αν είναι η κατάλληλη στιγμή να βάλεις σκούπα, κι αν ναι, πόσες μέρες ακόμα μπορείς να το αναβάλλεις.
Βγαίνεις έξω γιατί λες «ας πάρω λίγο αέρα». Μέγα λάθος. Ο αέρας στην Αθήνα τον Αύγουστο είναι σαν να άνοιξε κάποιος το φούρνο και κοίταξες μέσα με το κεφάλι. Δεν κυκλοφορεί κανένας, μόνο κάτι τουρίστες που δεν κατάλαβαν τι τους βρήκε και περπατάνε στα Πετράλωνα με βλέμμα απορίας και μπουκάλια νερό στο χέρι σαν να κάνουν πεζοπορία στη Σαχάρα. Ακόμα και τα περιστέρια έχουν παραιτηθεί και στέκονται στη σκιά, ιδρωμένα. Δεν πετούν, απλά υπάρχουν.
Οι καφετέριες είναι ανοιχτές, αλλά είναι άδειες. Πας να κάτσεις κάπου για να αλλάξεις παραστάσεις, αλλά τελικά κάθεσαι με το κινητό και κοιτάς τοίχους. Ίσως κάνεις και το λάθος να παραγγείλεις καφέ και να πιάσεις κουβέντα με τον barista, που είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν πρόλαβε να φύγει διακοπές γιατί "κάποιος πρέπει να κρατήσει το μαγαζί ανοιχτό". Και το μετανιώνεις γιατί η κουβέντα πάει κάπως έτσι: «Ζέστη, ε;»
«Ε, ναι... πολλή»
«Λίγο έμεινε»
«Ναι, αλλά πολύ».
Τέτοιο βάθος διαλόγου.
Γυρίζεις σπίτι στις τρεις το μεσημέρι με τον ήλιο να σου χτυπάει το κρανίο σαν να είσαι σε φούρνο μικροκυμάτων. Κλείνεις τα πατζούρια, βάζεις air-condition (αν δουλεύει) ή τον ανεμιστήρα στη μούρη, και κάθεσαι στον καναπέ. Η ψυχή σου ζητά μια δραστηριότητα, κάτι, έστω μια ασχολία. Αλλά όχι. Δεν έχεις κουράγιο ούτε για να πατήσεις το play στο Netflix. Βλέπεις μόνο το thumbnail και βαριέσαι ακόμα και το σενόπτιο. Τελικά βλέπεις κάτι που έχεις ξαναδεί, γιατί δεν χρειάζεται προσπάθεια. Βλέπεις το ίδιο επεισόδιο πέντε φορές, και την πέμπτη νιώθεις ότι είσαι μέρος του καστ.
Το απόγευμα λες «ας πάω σούπερ μάρκετ να δω κόσμο», αλλά εκεί η κατάσταση είναι χειρότερη. Πέντε παππούδες, μια μαμά με καρότσι και εσύ. Περπατάς στα ψυγεία με τον ρυθμό νυχτερινού περιπάτου στο κοιμητήριο. Πιάνεις το ίδιο γιαούρτι τρεις φορές, χωρίς λόγο. Το αφήνεις και φεύγεις με μια σοκολάτα και νερό. Μόνο και μόνο για να νιώσεις ότι έκανες κάτι.
Η νύχτα πέφτει και σου 'ρχεται μια ιδέα: «Να βγω το βράδυ». Φοράς ένα μπλουζάκι, βάζεις αποσμητικό με ενθουσιασμό 15χρονου, βγαίνεις στον δρόμο και... τίποτα. Όλα κλειστά ή άδεια. Περπατάς λίγο, κάθεσαι σε ένα παγκάκι, κοιτάς το φεγγάρι και σκέφτεσαι πόσο βαριέσαι που βαριέσαι. Ο Αύγουστος στην Αθήνα δεν είναι μήνας, είναι παύση. Είναι αυτό το κενό που δεν είναι διακοπές αλλά ούτε και δουλειά. Είναι σαν να σε έχει βάλει η ζωή στην αναμονή μέχρι να έρθει το φθινόπωρο να σου δώσει νόημα. Μέχρι τότε, σώπα. Ίδρωσε. Και βάλε να δεις άλλη μία φορά το ίδιο επεισόδιο.
Τουλάχιστον αυτοί εκεί μέσα περνάνε ωραία.