Έξω πάμε καλά. Από δικαιολογίες…

Γιατί τα ρημάδια τα παιχνίδια να μην κρατάνε 45 ή 70 λεπτά;

Αν τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια διαρκούσαν 70 λεπτά, ο Ολυμπιακός θα είχε φύγει νικητής από το Μιλάνο και αν διαρκούσαν 45 λεπτά, η ΑΕΚ θα είχε πάρει «Χ» στο Άμστερνταμ. Γενικότερα, αν κρατούσαν όσο μας βόλευαν, αν τα ματς ήταν «αλά καρτ», θα παίρναμε σπουδαία αποτελέσματα εις τας Ευρώπας, μην σας πω και Τσάμπιονς Λιγκ και Europa – ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ τώρα, ο Παναθηναϊκός παλιότερα, ο ΠΑΟΚ πέρυσι ή πρόπερσι και πάει λέγοντας.

 

Για κάποιο λόγο τα παιχνίδια κρατάνε 90 λεπτά

Όπως για κάποιο λόγο παίζονται και οι καθυστερήσεις: για να είναι οι ομάδες συγκεντρωμένες σε όλη τη διάρκεια. Για να κατανέμουν σωστά τις δυνάμεις τους και να μοιράζουν τις αντοχές με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κλατάρουν. Για να μπορούν οι προπονητές από τον πάγκο να βλέπουν τις αδυναμίες, τους κουρασμένους, αυτούς που ταλαιπωρούνται από κάποιον αντίπαλο και να προβαίνουν σε διορθωτικές κινήσεις. Για να κοιτάζεις το ρολόι αν είσαι πίσω στο σκορ και να προσπαθείς μέχρι το τελευταίο σφύριγμα για το καλύτερο. Δεν είναι «κωλοφαρδία» όταν ο αντίπαλος γυρίζει το παιχνίδι. Δεν φταίει πάντα ο διαιτητής. Δεν ήταν «η κακιά η ώρα». Ήσουν εσύ που χαλάρωσες κι εκείνος που δεν τα παράτησε λεπτό. Ήταν η δική του υπερπροσπάθεια και η δική σου υποπροσπάθεια. Τα καλύτερα επίπεδα φυσικής κατάστασης εκείνου και το δικό σου «άδειασμα». Η κλάση του, η τάση του να μην τα παρατάει και η δική σου φοβία να γυρίσεις πίσω και να κρατήσεις το σκορ.

«Ο Ολυμπιακός κράταγε τη νίκη στα χέρια του μέχρι το 70’». Όμως ο αλήτης ο διαιτητής, αντί να σφυρίξει τη λήξη σε εκείνο το λεπτό, άφησε το ματς να παιχτεί άλλα 20 λεπτά και η Μίλαν έβαλε τρία γκολ. Προσοχή, δεν υπάρχει εδώ καμία μομφή για τον Ολυμπιακό: τόσο μπορούσε, τόσα έκανε, μέσα στο Μιλάνο, απέναντι σε μια ομάδα που σε όποια κατάσταση κι αν είναι, έχει μια φανέλα που ζυγίζει δυο τόνους και παίκτες που στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο κοστίζουν τα πολλαπλάσια από σχεδόν όλους τους παίκτες των ελληνικών ομάδων. Ο Μαρτίνς, που μέχρι τώρα είχε πορευτεί με μια 11άδα πλύνε – βάλε, ξαφνικά επέλεξε να τους αλλάξει σχεδόν όλους ενόψει του ντέρμπι με την ΑΕΚ – ο Γκατούζο από την άλλη, που όλοι στοιχημάτιζαν το νεφρό τους ότι θα βάλει τα δευτερότριτα, έβαλε ό,τι καλύτερο είχε στη διάθεσή του. Ήταν απόλυτα λογικό να μην υπάρχει χημεία στην 11άδα του Ολυμπιακού, να μην μπορεί ο Σισέ να συνεννοηθεί με τον Μιράντα, να «χάσουν» το κέντρο κάποια στιγμή ο Γκιγέρμε με το Νάτχο, να κουραστεί ο ανέτοιμος Τουρέ, να αρχίζει να παραπατάει η ομάδα από το 70 και μετά.

 

 

Και φυσικά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί επίσης, ότι αν έπαιζαν οι «βασικοί», η εικόνα θα ήταν διαφορετική και ο Ολυμπιακός θα έπαιρνε αποτέλεσμα. Ο Λουτσέσκου όμως που το έκανε αυτό, που έβαλε την καλύτερη δυνατή 11άδα που είχε στο μυαλό του, μπήκε μέσα στην παγωνιά, άρπαξε το ματς από το κασκόλ και το καθάρισε με συνοπτικές διαδικασίες. Τη ΜΠΑΤΕ; Τη ΜΠΑΤΕ, αυτήν είχε απέναντί του, αυτήν κέρδισε, άνετα, καθαρά, εκτός έδρας, σε ένα αφιλόξενο γήπεδο και πήρε κεφάλι στην υπόθεση «πρόκριση». Ίσως διότι δεν έχει ντέρμπι ο ΠΑΟΚ την Κυριακή και μπορεί εκεί να κάνει το rotation που δεν έκανε το βράδυ της Πέμπτης, σε αντίθεση με τον Ολυμπιακό που δεν «τον παίρνει» να χάσει ένα ακόμα ντέρμπι, μετά απ’ αυτό με τον ΠΑΟΚ στο Φάληρο.

Και η Ευρώπη; Και το Europa; Έχουμε κατακτήσει ως χώρα τόσες φορές το Europa, που λογικό είναι να το σνομπάρουμε – ειδικά ο Ολυμπιακός, έχει παράδοση στην απαξίωση του Europa κάθε φορά που καταλήγει εκεί ως τρίτος του Τσάμπιονς Λιγκ ή τον φέρνει εκεί η ζωή στις ελάχιστες φορές τα τελευταία χρόνια που δεν πήρε το πρωτάθλημα. Το σλόγκαν άλλωστε, είναι ήδη γνωστό: «εμάς μας ενδιαφέρει πρωτίστως το πρωτάθλημα και στη συνέχεια το κύπελλο, να βγούμε του χρόνου ξανά στο Τσου - Λου».

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε…



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved