Γεννήθηκε στα σύνορα της Σερβίας με τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Συγκεκριμένα στη Λόζνιτσα, μία επαρχιακή πόλη που μετράει λιγότερες από 20.000 ψυχές. Ωστόσο εκείνος νιώθει παιδί του Βελιγραδίου. Εξάλλου από μικρή ηλικία πήρε το λεωφορείο και έκανε το δρομολόγιο μέχρι την πρωτεύουσα της Σερβίας για να ενταχθεί στις ακαδημίες του Ερυθρού Αστέρα. Εκεί, στο Μαρακάνα του Βελιγραδίου, έμελλε να λάμψει το δικό του αστέρι. Σε ηλικία 16 ετών έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ομάδα που αγαπάει όσο καμία. Ήταν 28 Μαΐου του 2014 στο Νόβισαντ όπου στο ντεμπούτο του με την ανδρική ομάδα του Ερυθρού Αστέρα σκόραρε απέναντι στη Βοϊβοντίνα και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ο Λούκα Γιόβιτς, έχει ένα θεϊκό χάρισμα: Ξέρει να σκοράρει. Είναι εκείνο το ταλέντο, εκείνο το ένστικτο, που το έβρισκες στο πρόσωπο του Φίλιππο Ιντζάγκι. Σκοράρει και με τα δύο πόδια, με το κεφάλι, με προβολές, με ψαλιδάκι, με κάθε διαολεμένο τρόπο. Ο 27χρονος είναι μια μηχανή φτιαγμένη για να ματώνει τα αντίπαλα δίχτυα. Έτσι έχει μάθει να βγάζει το παντεσπάνι του και να φέρνει χρήματα στην οικογένεια, ώστε να μην τους λείψει τίποτα. Δε θέλει πολλά πολλά. Δώσε του μισό τετραγωνικό και άσε τον να σε σκοτώσει γλυκά.
«Ο Θεός μού χάρισε αυτό το ταλέντο, αυτή την αίσθηση του γκολ που δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι ακριβώς είναι. Σαν να το είχα πάντα μαζί μου. Παρόλο που έχω προπονηθεί σκληρά στη ζωή μου, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται. Ειλικρινά δεν σκέπτομαι πού πρέπει να κινηθώ, με οδηγεί το ένστικτό μου, με τραβάει το ίδιο το παιχνίδι», έχει αναφέρει ο ίδιος στο παρελθόν. Αυτό το ένστικτο είναι που οδήγησε τις Ρεάλ Μαδρίτης, Μπενφίκα, Άιντραχτ Φρανκφούρτης, Φιορεντίνα και Μίλαν να ανοίξουν το πορτοφόλι τους και να τα σκάσουν χοντρά ώστε να τον πείσουν να φορέσει τη φανέλα τους. Τώρα που το σκέφτομαι, είχε μία τάση να υπογράφει σε ομάδες με σήμα τον αετό (Μπενφίκα, Άιντραχτ Φρανκφούρτης) ή Βασίλισσες (Ρεάλ Μαδρίτης).
Ωστόσο εκεί που έκανε πραγματικά όργια και βρήκε τον εαυτό του ήταν στον γερμανικό σύλλογο. Επί δύο χρόνια ήταν φόβος και τρόμος για τις αντίπαλες άμυνες. Μάλιστα τη σεζόν 2018-19 σημείωσε επιδόσεις που δύσκολα θα δούμε ξανά στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Η κακομοίρα Φορτούνα Ντίσελντορφ τον Οκτώβριο του 2018 αισθάνθηκε την ταπείνωση και την οργή του Σέρβου. Σημείωσε 5 γκολ, σε μία επίδοση που έχει κάνει μόνο ο Λεβαντόφσκι με τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου.
Εκείνο το απόγευμα σημείωσε γκολ με ακροβατικό τύπου Ιμπραΐμοβιτς, το δεύτερο με βολέ, το τρίτο πέφτοντας με περιστροφή, το τέταρτο με πλασέ και το πέμπτο με κεφαλιά. Ποίηση. Αρμονία. Ο Λούκα ήταν ο παίκτης που θαύμαζε ολόκληρη η Ευρώπη και τα παιδιά σε Σερβία και Γερμανία θα ήθελαν να μοιάσουν. Ο ποδοσφαιριστής που μας έκανε να αναρωτιόμαστε γιατί εμείς στην Ελλάδα δεν μπορούμε να δούμε κάτι αντίστοιχο. Μέχρι να πάρει μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης, όπου εκεί η πίστα είναι δύσκολη. Ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων της Βασίλισσας ενώ η παρουσία του Καρίμ Μπενζεμά δεν επέτρεπε τίποτα άλλο πέρα από το να κάτσει στον πάγκο. Επέστρεψε στην Άιντραχτ ως δανεικός αλλά ποτέ δεν ήταν ο ίδιος. Συνέχισε το ταξίδι του στην Ιταλία με τη φανέλα της Φιορεντίνα και της Μίλαν και από το καλοκαίρι του 2025 ήταν ελεύθερος να υπογράψει όπου ήθελε η ψυχούλα του.
Η ΑΕΚ είναι εκείνη που τον έπεισε να φορέσει τα κιτρινόμαυρα και να γίνει ο leader που θα την οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας. Σε μία εποχή που όλα αλλάζουν, όπως ακριβώς και το ποδόσφαιρο, ο Γιόβιτς δεν είναι τόσο ελκυστικός. Ωστόσο το ένστικτο να μην το υποτιμάς. Όπως επίσης τη δίψα να αποδείξεις πως είσαι ακόμη ζωντανός. Ο αετός δε συγχωρεί. Και ο Γιόβιτς έρχεται στην Opap Arena για να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα από πολλούς. Να σκίσει τα δίχτυα των αντιπάλων και να πετάξει προς την ποδοσφαιρική θέωση.