Από τη στιγμή που παρερμηνεύτηκε η περίφημη φράση «η φωνή μιας γενιάς» στο πιλοτικό επεισόδιο του Girls το 2012, η Lena Dunham έγινε μαγνήτης για διαδικτυακή κριτική. Πολλές από αυτές τις κριτικές ήταν δικαιολογημένες αλλά κακά τα ψέματα, η 39χρονη Dunham δείχνει να το απολαμβάνει. Ωστόσο για κάθε βάσιμη ένσταση, υπήρχε και μια εντελώς άδικη επίθεση στο γεγονός ότι η 39χρονη καλλιτέχνιδα δεν είχε σώμα μοντέλου. Το διαδίκτυο σοκαρίστηκε από την τόλμη μιας γυναίκας να δείξει το σώμα της στην οθόνη, γιατί το σώμα της δε θεωρείται πρότυπο. Οκ, δεν είναι όλες Sydney Sweeney. Ο Howard Stern την είχε αποκαλέσει «ένα άχαρο, χοντρούλικο κοριτσάκι χωρίς ταλέντο», σε μία απαράδεκτη δήλωση, από όπου κι αν το πιάσεις.
Η τόση συζήτηση για το σώμα της Dunham κατά την εποχή του Girls την οδήγησε στο να πάρει μια διαφορετική απόφαση για τη νέα της σειρά Too Much που είναι διαθέσιμη στο Netflix. Η σειρά βασίζεται στην προσωπική της ιστορία αγάπης με τον σύζυγό της, Luis Felber και αντί να παίξει η ίδια τον ρόλο, διάλεξε τη Megan Stalter για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως είπε στο New Yorker, «Δεν ήμουν διατεθειμένη να ξαναζήσω αυτό που βίωσα με το Girls σ’ αυτό το στάδιο της ζωής μου. Σωματικά, δεν άντεχα να ξαναγίνει το σώμα μου αντικείμενο αποδόμησης». Και όμως, παρά τις προσπάθειές της, να 'μαστε πάλι εδώ, να συζητάμε τα ίδια πράγματα για το σώμα της πρωταγωνίστριας, όπως κάναμε πριν 13 χρόνια.
Το Too Much ακολουθεί τη Jessica (Stalter) που μετακομίζει στο Λονδίνο μετά από έναν άσχημο χωρισμό στη Νέα Υόρκη. Εκεί γνωρίζει έναν indie rock μουσικό, τον Felix (τον υποδύεται ο Will Sharpe), και οι δυο τους συνδέονται αμέσως. Η 10ωρη σειρά παρακολουθεί την πορεία της σχέσης τους καθώς ερωτεύονται. Ορισμένοι κριτικοί επαίνεσαν το γεγονός ότι η σειρά ποτέ δεν αναφέρεται στο βάρος της Jessica. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση όπου μια παχουλή γυναίκα στην τηλεόραση απλώς ζει τη ζωή της, χωρίς το βάρος της να καθορίζει την πλοκή ή την ταυτότητά της. Όπως έγραψε μια κριτική: «Νιώθω περίεργα που το γράφω αυτό, αλλά επιτέλους, επιτέλους, επιτέλους έχουμε μια πρωταγωνίστρια που είναι παχουλή, και αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πλοκή ή την ταυτότητά της. Το βάρος της δεν επηρεάζει ούτε την επαγγελματική ούτε την προσωπική της ζωή. Δεν παραπονιέται ποτέ για τα κιλά της, ούτε κάνει αστεία για την όρεξή της. Απλώς υπάρχει. Και φορά το μπουφάν του φίλου της όταν της το προσφέρει, παρότι είναι μικρότερος από εκείνη».
Η Sydney Sweeney “φόρτωσε” 13 κιλά και μπαίνει στο ρινγκ ως Christy Martin
Άλλοι όμως, όπως η Adrian Horton από τον Guardian, θεώρησαν πως η Dunham έχασε μια ευκαιρία να μιλήσει πιο ανοιχτά για body positivity: «Το πιο απογοητευτικό για μένα, ως φαν του Girls, είναι η αδύναμη σύνδεση της σειράς με την πραγματικότητα του σώματος. Είναι μεν αναζωογονητικό να βλέπουμε την Stalter, μια plus-size ηθοποιό, να υποδύεται μια ανεπιτήδευτη γυναίκα που παίρνει αυτό που θέλει, με αντίζηλες την Emily Ratajkowski και την Adèle Exarchopoulos, πρότυπα της συμβατικής ομορφιάς. Όμως φαίνεται και λίγο προσποιητό να μη γίνεται καμία αναφορά στην εξωτερική εμφάνιση, ειδικά όταν η κουλτούρα δείχνει να επιστρέφει στην ανορεκτική αισθητική των 00s. Σε μια από τις πρώτες ερωτικές σκηνές, ο Felix ακουμπά απαλά την κοιλιά της Jessica, που είναι δεμένη (την έχει κάψει) αλλά δεν την αρπάζει, λες και σέβεται τις καμπύλες της αλλά δεν τις επιθυμεί, σαν να μην έχουν σχέση με την έλξη του».
Κατ’ αρχάς, αυτή είναι μια εντελώς λανθασμένη ανάγνωση της σκηνής. Δεν είναι ότι ο Felix «δεν τη θέλει»: η Jessica αναρρώνει από ένα σοβαρό έγκαυμα που την είχε στείλει στο νοσοκομείο. Εκείνος προσπαθεί απλώς να μην την πονέσει. Το λέει επανειλημμένα, την ρωτά αν είναι καλά, αν πονάει. Δείχνει φροντίδα, όχι αδιαφορία. Και στη συνέχεια της σειράς, η σχέση τους είναι γεμάτη σωματική και συναισθηματική τρυφερότητα. Η υπόθεση ότι η απαλότητα στην πρώτη τους ερωτική σκηνή υποδηλώνει έλλειψη έλξης λέει περισσότερα για τις προκαταλήψεις του συντάκτη και την αντίληψη για το τι σημαίνει η σωματική επιθυμία απέναντι σε παχουλούς ανθρώπους.
Ακόμα πιο εκνευριστικό είναι το γεγονός ότι πολλοί από τους επικριτές της σχέσης Jessica–Felix είναι γυναίκες που έχουν αντίστοιχο σωματότυπο με την πρωταγωνίστρια. Αυτό δείχνει πόσο βαθιά έχει ριζώσει η εσωτερικευμένη λιποφοβία σε μια κοινωνία που εδώ και δεκαετίες σε πείθει ότι είσαι άσχημη ή τεμπέλα. Όπως έγραψε μία χρήστρια στο Reddit: «Είναι πολύ μη ρεαλιστικό. Μια χοντρή γυναίκα να τρελάνει έναν καυτό indie τραγουδιστή;;; Οι μουσικοί έχουν θαυμαστές παντού, θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε. Γιατί να διαλέξει εκείνη; Επειδή είναι αστεία; Μόνο αυτό; Δεν με νοιάζει αν το θεωρούν προοδευτικό — για μένα είναι φαντασίωση. Δεν το πιστεύω».
Emily Ratajkowski: Η γυναίκα που έκανε το sexiness πολιτική δήλωση
Οι παχουλές γυναίκες στην τηλεόραση αλλά και στην πραγματική ζωή είναι καταδικασμένες ό,τι κι αν κάνουν. Δεν μπορούν απλώς να υπάρχουν, όπως αντίστοιχα οι άνδρες που παντρεύονται απίστευτα όμορφες γυναίκες και κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν σχολιάζει όταν ένας άντρας «βγαίνει εκτός της κατηγορίας του», αλλά όταν αυτό το κάνει μια γυναίκα, ξαφνικά γίνεται θέμα.
Πιστέψτε το ή όχι, υπάρχουν πολλοί άντρες που έλκονται από παχουλές γυναίκες και πολλές γυναίκες με περισσότερα κιλά που είναι απόλυτα σίγουρες για την εμφάνισή τους. Σκεφτείτε πόσες αδύνατες γυναίκες κάνουν επεμβάσεις για να αποκτήσουν τις καμπύλες που πολλές παχουλές έχουν φυσικά, απλώς για να φανούν πιο ελκυστικές.
Το γεγονός ότι το βάρος της Jessica δεν αναφέρεται ποτέ στο Too Much είναι κάτι το αναζωογονητικό. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι και πάλι εδώ είμαστε, να συζητάμε για το βάρος της. Ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετες φωνές που ζητούν να θιχτεί το θέμα στο όνομα της body positivity, στην πραγματικότητα ενισχύουν την ιδέα ότι πρόκειται για «κάτι διαφορετικό», ότι το βάρος της είναι βασικό στοιχείο ταυτότητας που πρέπει να εξηγηθεί. Αλήθεια, πότε θα έρθει εκείνη η μέρα που μια παχουλή γυναίκα στην τηλεόραση δεν θα αποτελεί θέμα συζήτησης; Πότε θα έρθει η εποχή που μια plus-size πρωταγωνίστρια θα εμφανίζεται σε σειρά και κανείς δεν θα το σχολιάζει, κανείς δεν θα γράφει thinkpiece για το μέγεθός της; Αλλά θα τη βλέπουμε απλώς ως άνθρωπο. Ως χαρακτήρα με ιστορία. Χωρίς «αλλά».